Στις 20 Νοεμβρίου 1953, η επιχείρηση «Κάστορας» εγκαινίασε μια νέα φάση στον πόλεμο που η Γαλλία διεξήγε στην αποικιακή Ινδοκίνα από το 1946 έναντι των δυνάμεων του βιετναμέζικου εθνικού κινήματος (Βιέτ Μιν) υπό την ηγεσία του Χο Τσι Μινχ. Στο πλαίσιο της επιχείρησης ολοκληρώθηκε επιτυχώς μέσα σε τέσσερις μέρες η πτώση έξι μοιρών αλεξιπτωτιστών διαφόρων ειδικοτήτων, λοιπών βοηθητικών δυνάμεων και των επιτελείων τους (περίπου 4.000 άνδρες συνολικά) στην κοιλάδα της Ντιεν Μπιεν Φου, στο Τονκίν, τετρακόσια χιλιόμετρα από το Ανόι και κοντά στα σύνορα με το Λάος.
Στρατηγικά, η επιχείρηση είχε στόχο να αξιοποιήσει παλαιότερες στρατιωτικές εγκαταστάσεις και να εξασφαλίσει μία βάση για τις γαλλικές δυνάμεις, ώστε να αποτραπεί η προέλαση των δυνάμεων του Βιέτ Μιν προς το Λάος, δεδομένου ότι αυτές είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα του δέλτα του Ερυθρού Ποταμού.
Πολιτικά, μια σημαντική στρατιωτική επιτυχία κρινόταν απαραίτητη για την επίτευξη μιας γρήγορης πολιτικής λύσης ενόψει της συνόδου της Γενεύης το 1954. Η πολιορκία της Ντιεν Μπιεν Φου, από τις 13 Μαρτίου ώς τις 6 Μαΐου 1954, και η τελική παράδοση των γαλλικών δυνάμεων οδήγησε αντίθετα σε μια από τις πιο επώδυνες ήττες της γαλλικής ιστορίας.
Αποικιακός πόλεμος με ευρύτερες διεθνείς διαστάσεις
Η ένταξη της χερσονήσου της Ινδοκίνας στο γαλλικό αυτοκρατορικό οικοδόμημα άρχισε το 1858 και ολοκληρώθηκε κατά τη δεκαετία του 1930. Το 1887 συστάθηκε η επονομαζόμενη Ινδοκινεζική Ενωση, η οποία περιελάμβανε γεωγραφικά την Καμπότζη, το Λάος, την Κοχινκίνα, το Τονκίν και το Ανάμ (που αντιστοιχούν στα σημερινά κράτη της Καμπότζης, του Λάος και του Βιετνάμ). Επρόκειτο για ένα διοικητικά ποικιλόμορφο σύστημα αποτελούμενο από προτεκτοράτα (Ανάμ, Καμπότζη και ένα τμήμα του Λάος), αποικίες (Κοχινκίνα) και άμεσα διοικούμενες από τη μητρόπολη περιφέρειες. Η γέννηση των πρώτων τοπικών εθνικών κινημάτων χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920. Ωστόσο, ήταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που έδρασε καθοριστικά τόσο στην εδραίωση του βιετναμέζικου εθνικισμού όσο και στην εξασθένηση της διεθνούς θέσης της Γαλλίας, λόγω της ήττας της χώρας. Τυπικά, η Ινδοκίνα παρέμεινε υπό τη δικαιοδοσία της γαλλικής κυβέρνησης του Βισί, ουσιαστικά όμως ήταν υπό τον έλεγχο της Ιαπωνίας, η οποία είχε καταλάβει το Τονκίν και, λίγο πριν από την τελική ήττα της το 1945, και το Ανόι. Με ιαπωνική ενθάρρυνση, οι ηγεμόνες του Λάος και της Καμπότζης ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, όπως και ο αυτοκράτορας του Ανάμ, Μπάο Ντάι, για το σύνολο του Βιετνάμ. Το ίδιο έκανε ωστόσο και ο Χο Τσι Μινχ τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ταυτόχρονα με την ιαπωνική συνθηκολόγηση, για λογαριασμό του εθνικού κινήματος Βιέτ Μιν, το οποίο ιδρύθηκε το 1941 από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδοκίνας.
Υστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, η Ινδοκίνα τέλεσε υπό κινεζική κατοχή στον Βορρά και υπό βρετανική στον Νότο, πριν περάσει εκ νέου υπό γαλλική κυριαρχία. Ο επονομαζόμενος πόλεμος της Ινδοκίνας, ένας πόλεμος αποικιακού χαρακτήρα που διεξήχθη ανάμεσα στη Γαλλία και το Βιετ Μιν, το οποίο είχε θέσει υπό τον έλεγχό του το βόρειο τμήμα της χώρας, άρχισε ουσιαστικά στα τέλη του 1946, μετά τον βομβαρδισμό της πόλης Χαϊφόνγκ από τους Γάλλους και δύο επιθέσεων του Βιετ Μιν στο Ανάμ και στο Τονκίν. Το διακύβευμα για το Βιετ Μιν ήταν η πλήρης ανεξαρτησία του Βιετνάμ υπό τον έλεγχό του, ενώ για τη Γαλλία μια ελεγχόμενη από τη μητρόπολη σταδιακή αποαποικιοποίηση στο πλαίσιο της Γαλλικής Ενωσης, της επίσημης δηλαδή πρότασης της νεοσύστατης Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας για το αποικιακό οικοδόμημα της χώρας. Το 1949, το Βιετνάμ του Μπάο Ντάι και το Λάος εισήλθαν στη Γαλλική Ενωση ως συνδεόμενα κράτη, ακολουθούμενα από την Καμπότζη τέσσερα χρόνια αργότερα, προτού αποχωρήσουν οριστικά κατόπιν των Συμφωνιών της Γενεύης (1954). Πράγματι, η τύχη της Γαλλικής Ινδοκίνας κρίθηκε από την έκβαση του πολέμου με τις δυνάμεις του Βιετ Μιν.
Η αμερικανική ανάμειξη
Η διεξαγωγή του πολέμου ώς το τέλος της δεκαετίας του 1940 αντιμετωπίστηκε με γενικευμένη αδιαφορία στη μητροπολιτική Γαλλία. Στο επίπεδο της κοινής γνώμης, επρόκειτο για έναν μακρινό πόλεμο, του οποίου τα κίνητρα δεν γίνονταν πλήρως αντιληπτά. Για την πολιτική ηγεσία, προείχε αφενός η ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία δρομολογήθηκε ικανοποιητικά μόνο κατόπιν της λήψης της αμερικανικής βοήθειας στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ, αφετέρου η εγγύηση της ασφάλειάς της στην Ευρώπη, τόσο έναντι μιας ενδεχόμενης ενδυνάμωσης της Γερμανίας όσο και στο πλαίσιο της ανόδου του ψυχροπολεμικού κλίματος. Η ένταξη της χώρας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο πρόσφερε στη Γαλλία την αμερικανική εγγύηση της ασφάλειάς της, η οργάνωση όμως της άμυνας της Ευρώπης έθεσε παράλληλα και το πρόβλημα του (μελλοντικού) γερμανικού επανεξοπλισμού. Επιπλέον, ο πόλεμος της Ινδοκίνας μείωνε την αξία της Γαλλίας ως ευρωπαϊκής συμμάχου στα μάτια των ΗΠΑ, καθώς απορροφούσε δυνάμεις και πόρους που -στην αντίθετη περίπτωση- θα διοχετεύονταν στην άμυνα της Ευρώπης. Αυτές οι παράμετροι συνέχισαν να βαρύνουν τις γαλλοαμερικανικές σχέσεις όταν οι ΗΠΑ αναμείχθηκαν ενεργότερα, αν και όχι άμεσα, στον πόλεμο της Ινδοκίνας από το 1950 και εξής.
Διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Γαλλίας
Κατά την περίοδο 1948-1950, οι προσπάθειες της γαλλικής διπλωματίας να παρουσιάσει τον πόλεμο που η χώρα διεξήγε στην Ινδοκίνα ως άμυνα ενάντια στον διεθνή κομμουνισμό γίνονταν ολοένα πιο σαφείς. Τονιζόταν έτσι η ανάγκη μιας κοινής συμμαχικής προσπάθειας με χαρακτήρα συμπληρωματικό προς την οργάνωση της άμυνας της Ευρώπης. Οι προσπάθειες αυτές, οι οποίες ήταν άμεσα συνυφασμένες με τη δυσκολία της Γαλλίας να αντέξει το οικονομικό βάρος του πολέμου και με τη στρατιωτική της ανεπάρκεια, ευδοκίμησαν μπροστά στην άνοδο της ψυχροπολεμικής πόλωσης. Ετσι, ο πόλεμος της Ινδοκίνας, πέρα από αποικιακό, απέκτησε και διεθνή χαρακτήρα, πολύ περισσότερο κατόπιν της ανακήρυξης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία συνέδραμε το Βιέτ Μιν.
Στις 30 Ιανουαρίου 1950, η ΕΣΣΔ αναγνώρισε επίσημα την κυβέρνηση Χο Τσι Μινχ, γεγονός που ώθησε τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο να αναγνωρίσουν με τη σειρά τους, στις 7 Φεβρουαρίου, τα συνδεόμενα κράτη της Καμπότζης, του Βιετνάμ και του Λάος ως μέλη της Γαλλικής Ενωσης. Οι αναγνωρίσεις συνεχίστηκαν από μικρότερες χώρες αναλόγως του ιδεολογικού τους προσανατολισμού. Τον Ιούνιο του 1950, η κυβέρνηση Τρούμαν ενέκρινε και παρείχε στρατιωτική βοήθεια στη Γαλλία επίσημα στα τρία συνδεόμενα κράτη ύψους 23.500.000 δολαρίων για ένα χρόνο, αν και σύντομα η έναρξη του πολέμου της Κορέας κατέστησε την παροχή της βοήθειας προβληματική λόγω των αμερικανικών αναγκών. Η παροχή βοήθειας επέτρεψε στις ΗΠΑ να ασκήσουν διακριτική πίεση ως προς τη χάραξη της στρατηγικής του πολέμου, η οποία όμως είχε λίγα ουσιαστικά αποτελέσματα πέρα από αλλαγές στη διοίκηση των γαλλικών δυνάμεων της Ινδοκίνας: τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ο στρατηγός Καρπαντιέ αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Ντε Λατρ (ο οποίος απεβίωσε ένα χρόνο μετά). Οι ΗΠΑ πίεζαν άλλωστε για πλήρη ανεξαρτησία των τριών συνδεόμενων κρατών. Από την άλλη, όσο αναγκαία και αν ήταν η αμερικανική βοήθεια, στόχος των Γάλλων ήταν να κρατήσουν οι ίδιοι την ευθύνη της διεξαγωγής του πολέμου και να προασπίσουν τη δική τους επιρροή στη ΝΑ Ασία.
Οι ασυμβίβαστες αυτές επιδιώξεις θα τονίζονταν ακόμη περισσότερο στην περίοδο 1953-1954, στην τελική δηλαδή φάση του πολέμου. Η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ ενέτεινε την παρεχόμενη στη Γαλλία βοήθεια, παρότι οι διαφωνίες για τη διεξαγωγή του πολέμου οξύνθηκαν. Η επιχείρηση της Ντιεν Μπιεν Φου βρέθηκε στο επίκεντρο της ασυνεννοησίας. Για τη Γαλλία, επρόκειτο για την τελική κίνηση που θα της επέτρεπε να διεκδικήσει πολιτική λύση στη σύνοδο της Γενεύης, μια απόφαση που είχε ήδη ληφθεί πριν από την έκβαση της επιχείρησης. Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, μια πολιτική λύση έπρεπε να αναζητηθεί μόνο ύστερα από μια σίγουρη στρατιωτική επιτυχία άποψη με την οποία συμφωνούσαν και οι Γάλλοι στρατιωτικοί άλλωστε, σε αντίθεση με το Παρίσι. Οι δυσκολίες των Γάλλων στην επιχείρηση της Ντιεν Μπιεν Φου έκαναν τις ΗΠΑ να συνειδητοποιήσουν για πρώτη φορά την πιθανότητα να μην κερδίσει η Γαλλία τον πόλεμο. Το φιάσκο της επιχείρησης πρόβαλε σε όλο του το μεγαλείο όταν τον Μάρτιο ο στρατηγός Ελί, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον για να διερευνήσει και το ενδεχόμενο επέμβασης αμερικανικών εναέριων δυνάμεων, καθότι η γαλλική αεροπορία δεν επαρκούσε για να ανακόψει τις γραμμές επικοινωνίας των δυνάμεων του Βιετ Μιν ό,τι ακριβώς ήταν δηλαδή ο πρωταρχικός στόχος της όλης επιχείρησης… Ωστόσο, οι όροι των ΗΠΑ για πιθανή άμεση ανάμειξή τους δεν ήταν του είδους που θα γίνονταν δεκτοί από τη Γαλλία: συνέχιση του πολέμου μέχρι τελικής νίκης (χωρίς πρότερη αναζήτηση πολιτικής λύσης), πλήρης ανεξαρτησία του Λάος, της Καμπότζης και του Βιετνάμ, πλήρης σύνδεση των ΗΠΑ σε επίπεδο λήψης αποφάσεων της διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Παρά τη διαφωνία των δύο πλευρών, ο Αϊζενχάουερ έδωσε εντολή στον 7ο Στόλο να βρίσκεται σε ετοιμότητα ώστε να συνδράμει τους Γάλλους αν αυτό ήταν αναγκαίο.
Η τελική ήττα και η παράδοση των γαλλικών δυνάμεων στις 7 Μαΐου σήμανε το τέλος ενός αποικιακού πολέμου που γρήγορα έπεσε στη λήθη της Ιστορίας, καθώς έπεσε πάνω του η σκιά του επόμενου, αυτού της Αλγερίας. Η Ντιεν Μπιεν Φου συμπαρέσυρε στην πτώση της και τη γαλλική κυβέρνηση Λανιέλ, επιτρέποντας έτσι την έλευση του Πιερ Μαντές Φρανς υπό την αύρα σωτήρα. Στη σύνοδο της Γενεύης επιτεύχθηκε η παύση των εχθροπραξιών, γεγονός που επέτρεψε την αποδέσμευση της Γαλλίας από έναν δυσβάστακτο πόλεμο. Παράλληλα, έγινε δεκτή η γαλλική πρόταση για διχοτόμηση του Βιετνάμ με όριο τον 17ο Παράλληλο, με πρόβλεψη μελλοντικής ενοποίησης, κάτι που όμως δεν αναγνωρίστηκε ούτε από τις ΗΠΑ ούτε από το Βιετνάμ του Μπάο Ντάι. Ετσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση του δεύτερου πολέμου του Βιετνάμ, που οι ΗΠΑ θα επωμίζονταν μόνες τους και του οποίου η μνήμη έμελλε να είναι πιο τραυματική από του πρώτου.
* H κ. Σοφία Παπαστάμκου είναι ιστορικός και εργάζεται στα αρχεία της Bibliothèque de documentation internationale contemporaine, στη Nanterre της Γαλλίας.