Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του Ιουλίου του 2019, εκατοντάδες άτομα συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν την ομιλία του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, στην Τρανσυλβανία, την περιοχή της Ρουμανίας που κατοικείται από Ούγγρους. «Είμαστε Χριστιανοδημοκράτες» είπε στο πλήθος, σε μια ομιλία που ανέφερε τη λέξη «χριστιανός» 31 φορές. Σήμερα, ο Όρμπαν θεωρεί τον εαυτό του και το κόμμα του, Φιντές, όχημα μιας «νέας ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας». Αυτό το όραμα είναι τόσο δημοφιλές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, που αξίζει να εξετάσουμε τι εννοεί με αυτό, και να αναλογιστούμε πώς οι Χριστιανοδημοκράτες της Δυτικής Ευρώπης μπορούν να το ξεπεράσουν.
Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Όρμπαν θεωρούταν ένας νεαρός φιλελεύθερος πολιτικός. Έχει, πλέον, μετατραπεί σε έναν ηγέτη που το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε αυτή την εβδομάδα ότι έθεσε σε κίνδυνο την ακαδημαϊκή ελευθερία στην Ουγγαρία, επιβάλλοντας το κλείσιμο ενός Ελεύθερου Πανεπιστημίου. Στράφηκε προς τα δεξιά μετά το θάνατο του Γιόζεφ Άνταλ, του πρώτου ελεύθερα εκλεγμένου πρωθυπουργού της Ουγγαρίας και συντηρητικού, το 1993. Ο Όρμπαν γρήγορα υιοθέτησε το συντηρητικό προφίλ του Άνταλ, προσελκύοντας τους υποστηρικτές του και, μέχρι το 1998, είχε γίνει επικεφαλής του κορυφαίου κεντροδεξιού κόμματος στην Ουγγαρία. Αρχικά, ο Όρμπαν φάνηκε να ακολουθεί τη Χριστιανοδημοκρατική κληρονομιά του Άνταλ διευρύνοντας τη βάση των ψηφοφόρων του. Όμως, μετά την καταστροφική χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, κέρδισε τη συνταγματική ενισχυμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η οποία του επέτρεψε να μετατρέψει την Ουγγαρία σε αυταρχικό καθεστώς τον 21ο αιώνα.
Για πάνω από δέκα χρόνια, ενισχύει την εξουσία του δημιουργώντας ένα συγκεντρωτικό κράτος, αποδυναμώνοντας τους μηχανισμούς ελέγχους και το κράτος δικαίου, και έχει παραλύσει την αντιπολίτευση. Το Σύνταγμα και οι νόμοι που διέπουν τα μέσα ενημέρωσης και τις εκλογές, γράφτηκαν εκ νέου. Οι κρατικές υπηρεσίες καλύφθηκαν από φίλους του πρωθυπουργού. Το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα και ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Εκδιώχνοντας τους ξένους ιδιοκτήτες μέσων μαζικής ενημέρωσης από την Ουγγαρία, οι συνεργάτες του Όρμπαν απέκτησαν εκατοντάδες μέσα ενημέρωσης και τα μετέτρεψαν σε μηχανισμούς προπαγάνδας κόμματος. Ο δημοσιονομικός συντηρητισμός του κόμματος Φιντές, έχει επισκιαστεί από την ανεξέλεγκτη διαφθορά και τις προστατευτικές οικονομικές πολιτικές.
Ο Όρμπαν υπόσχεται να κάνει τους Ούγγρους τους «νικητές της ιστορίας», παραπέμπτοντας στην εποχή του εθνικού μεγαλείου που χάθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχει μια συνωμοσία κατά του έθνους, ισχυρίζεται, που είναι ενορχηστρωμένη από αριστερούς, φιλελεύθερους, κοσμοπολίτες Ευρωπαίους που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ. Σκοπός τους είναι η κατάργηση της χριστιανικής ταυτότητας, μέσω της μαζικής εισβολής μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη. Ο Όρμπαν ισχυρίζεται ότι ο Χριστιανισμός, όπως τον εννοεί το Φιντές, είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να απωθήσει την κυριαρχία του φιλελευθερισμού και να «σώσει την Ευρώπη». Τονίζει ότι οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί έχουν προδώσει τις παραδοσιακές αξίες και έχουν αποδεχθεί τον κοσμοπολιτισμό της αριστεράς, γεγονός που απαιτεί ένα νέο κίνημα αντιφιλελεύθερων Χριστιανοδημοκρατών.
Ο ορισμός του Όρμπαν για τη Χριστιανοδημοκρατία έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή ευρωπαϊκή παράδοση. Η «χριστιανική ταυτότητα» σύμφωνα με τον Ούγγρο πρωθυπουργός είναι ένα αρνητικό δόγμα που χωρίζει τους «καλούς ανθρώπους» από τους «κακούς ανθρώπους». Αυτό νομιμοποιεί τις διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων, των Μουσουλμάνων, των Σοσιαλιστών και των Φιλελεύθερων. Στο όνομα του Χριστιανισμού, δικαιολογεί την επίθεση προς τους επικριτές και τους πολιτικούς του αντιπάλους, υπονομεύοντας τελικά τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο όρος «Christianism», χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Αμερικανό blogger Άντριου Σάλιβαν και αναφέρεται στον Χριστιανισμό ως πολιτική ταυτότητα, απογυμνωμένο από ηθικό περιεχόμενο.
Από το 2010 που ο Όρμπαν ανέλαβε εξουσία, η πολιτική του επιρροή έχει εξαπλωθεί στην Ευρώπη τόσο μεταξύ των ακροδεξιών όσο και των συντηρητικών πολιτικών κύκλων. Ο δηλητηριώδης συνδυασμός εθνολαϊκισμού και αποκλεισμού στο όνομα της Χριστιανοδημοκρατίας, έχει οδηγήσει σε έναν ακροδεξιό λαϊκιστικό πολιτισμικό πόλεμο που διαδραματίζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε ένα άρθρο τον περασμένο μήνα, ο Όρμπαν δήλωσε αισιόδοξος ότι θα μπορούσε να μετατρέψει την ευρωπαϊκή πολιτική σε εξέγερση «ενάντια στην πολιτική ορθότητα» και τις «επιταγές της τρελής φιλελεύθερης ιδέας» («liberniak»). Ο πολιτισμικός πόλεμός του, ωστόσο, είναι απλώς ένα προπέτασμα καπνού για τον πραγματικό του στόχο, την απολυταρχία.
Ο κορωνοϊός έχει ενισχύσει την κοινωνική ανησυχία που έχει ήδη δημιουργηθεί από την παγκοσμιοποίηση, την τεχνολογική επανάσταση και την κλιματική αλλαγή. Ο Όρμπαν, ο οποίος προειδοποιεί για υπαρξιακές απειλές εδώ και χρόνια, μπορεί τελικά να ισχυριστεί ότι αποδείχθηκε σωστός.
Όταν η κρίση έπληξε την Ουγγαρία, ο Όρμπαν ενίσχυσε περαιτέρω την εξουσία του. Δεκατρείς αρχηγοί κομμάτων που ανήκουν στην ίδια κομματική οικογένεια με το Φιντές, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), εξέφρασαν τη βαθιά ανησυχία τους σχετικά με το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ουγγαρία. Τον Απρίλιο, ο Ντόναλντ Τουσκ, ο ηγέτης αυτής της πολιτικής ομάδας, δήλωσε ότι η εκμετάλλευση της κρίσης του κορωνοϊού για την κατάχρηση εξουσίας θα ήταν «πολιτικά επικίνδυνη και ηθικά απαράδεκτη».
«Με όλο τον σεβασμό, δεν έχω χρόνο για αυτά!», απάντησε ο Όρμπαν στον γενικό γραμματέα του ΕΛΚ. Την ίδια στιγμή, έγραψε στην Πρόεδρο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, κατηγορώντας τον Ντόναλντ Τουσκ ότι σπέρνει διχόνοια στην κομματική οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες εδώ και καιρό αμφιταλαντεύονται σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της προβληματικής πολιτικής του Όρμπαν. Η γερμανική παράδοση του διαλόγου με τους εταίρους και τους αντιπάλους, καθώς και η σημασία που δίνουν στις ομαλές οικονομικές σχέσεις, τους εμποδίζει να αμφισβητήσουν αυτό το προκλητικό «μέλος της οικογένειας». Μόλις πριν από λίγες ημέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πρώτη στα χρονικά έκθεση για το κράτος δικαίου, καταδικάζοντας την αυταρχική πολιτική και την αχαλίνωτη διαφθορά στην Ουγγαρία. Δεν είναι σαφές, όμως, αν η ΕΕ είναι έτοιμη να αποτρέψει μελλοντικές ευρωπαϊκές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, που είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη διατήρηση της εξουσίας του Όρμπαν, σε περίπτωση που η κατάσταση δεν βελτιωθεί.
Η απόφαση για την ένταξη του Φιντές στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) έχει καθυστερήσει για ένα ακόμη έτος, ενθαρρύνοντας το κόμμα να συνεχίσει τον πολιτισμικό του πόλεμο. Υπάρχει, ωστόσο, μια ευκαιρία να διορθωθεί η λαβωμένη Δημοκρατία της Ευρώπης. Με την πανδημία να μας προσφέρει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε εκ νέου τη ρεαλιστική, με έμφαση στη δράση πολιτική, αυτή είναι η τέλεια στιγμή για να δείξουμε πώς θέλουμε να συμβιώσουμε στο μέλλον σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Οι Χριστιανοδημοκράτες αμφισβητούνται ανοιχτά από το αντιφιλελεύθερο κίνημα του «Christianity» και δεν μπορούν να αποφύγουν να επιλέξουν τις αξίες που πρεσβεύουν. Αν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δεν εκμεταλλευτεί τη στιγμή, η απολυταρχία θα συνεχιστεί υπό το όνομα των Χριστιανοδημοκρατών.
*Η Zsuzsanna Szelényi είναι πολιτικός από την Ουγγαρία, ειδική στην εξωτερική πολιτική, που ξεκίνησε την καριέρα της στο Φιντές, το οποίο εκπροσώπησε στο κοινοβούλιο από το 1990 έως το 1994.