Στην αρχή της πανδημίας, η Γερμανία ήταν η χώρα της Ευρώπης που αποτελούσε παράδειγμα σωστής αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού.
Ωστόσο, πλέον αντιμετωπίζει μια έξαρση νέων μολύνσεων παρά τα αυστηρότερα μέτρα που έχει επιβάλει τους τελευταίους μήνες σε εθνικό επίπεδο.
Χθες Πέμπτη, η Γερμανία σημείωσε αρνητικό ρεκόρ με περισσότερες από 30.000 κρούσματα σε ένα 24ωρο. Την προηγουμένη είχαν καταγραφεί στη χώρα 950 θάνατοι λόγω κορωνοϊού, επίσης ρεκόρ. Επιπλέον, σύμφωνα με το ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ, το 83% των κλινών ανάνηψης στα νοσοκομεία είναι κατειλημμένο.
Αντιστάσεις από τα κρατίδια
Το ομοσπονδιακό σύστημα της χώρας, που είναι γνωστό για την ευελιξία που παρέχει στα κρατίδια, δέχεται πλέον επικρίσεις.
Η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ υποστηρίζει τη λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων, δεν έχει όμως την εξουσία να επιβάλει μέτρα στις κυβερνήσεις των 16 ομόσπονδων κρατιδίων.
Κατ’ ομολογία των ιθυνόντων το παιχνίδι χάθηκε στα τέλη Οκτωβρίου, όταν τα κρατίδια κατάφεραν να επιβάλουν την άποψή τους απέναντι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία επιθυμούσε την αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων.
Τον Νοέμβριο, ειδικοί ζητούσαν «σκληρό κλείσιμο» της χώρας για τρεις εβδομάδες, προκειμένου το ποσοστό των μολύνσεων να περιοριστεί σε λιγότερα από 50 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους.
Οι υγειονομικές αρχές, με τη στήριξη της Μέρκελ, επιθυμούσαν να μειώσουν στο ελάχιστο τις επαφές μεταξύ των νέων ή να τίθενται σε απομόνωση όσοι εμφανίζουν συμπτώματα συναχιού ή γρίπης.
Όμως πολλά κρατίδια, που επιθυμούσαν να επανεκκινήσουν την οικονομία τους και ανησυχούσαν μπροστά στην ενίσχυση της ισχύος του κινήματος κατά των μασκών, αρνήθηκαν.
Δικαστήρια επίσης ακύρωσαν τους περιορισμούς στις μετακινήσεις και τη διαμονή των ταξιδιωτών στη διάρκεια των διακοπών του φθινοπώρου, ενισχύοντας την κακοφωνία.
Η καγκελάριος, της οποίας η δημοτικότητα βρίσκεται στο ζενίθ, είχε δηλώσει τότε ότι «δεν είναι ικανοποιημένη», αλλά δεν μπορούσε να επιβάλει τίποτα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος.
«Πρόκειται αναμφίβολα για τον χειρότερο πολιτικό υπολογισμό της χρονιάς», σχολίασε το Σάββατο το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.
Παρά το κλείσιμο των μπαρ, των εστιατορίων και των χώρων λατρείας, μόνο έξι κρατίδια παρατήρησαν μείωση στον αριθμό των κρουσμάτων από τις 2 Νοεμβρίου.
Χαλάρωση
Οι Γερμανοί συχνά παρουσιάζονται ως ένας πειθαρχημένος λαός, πλέον όμως δυσκολεύονται ιδιαίτερα να συμμορφωθούν στα μέτρα που τήρησαν την άνοιξη. Για παράδειγμα τα κιόσκια όπου πωλείται ζεστό κρασί, μια παράδοση πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, προσελκύουν δεκάδες ανθρώπους.
«Στο lockdown της άνοιξης είχαμε μειώσει τις επαφές μας κατά 63%. Αυτή τη στιγμή έχουμε καταφέρει να μειώσουμε τις επαφές μόλις κατά 43%, κάτι που απλώς δεν αρκεί», τόνισε ο ιολόγος Κρίστιαν Ντρόστεν. Το RKI εκτιμά σε 60% την αποτελεσματική μείωση των επαφών.
Η πρώην ανατολική Γερμανία επίκεντρο της επιδημίας
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις περιοχές της πρώην ανατολικής Γερμανίας, κυρίως στη Σαξονία και τη Θουριγγία, με το ποσοστό των μολύνσεων να φτάνει την Πέμπτη το 407 και 255 ανά 100.000 κατοίκους αντίστοιχα, πάνω από τον ομοσπονδιακό μέσο όρο του 179,2.
Εκτός από την Ρέγκεν της Βαυαρίας, την πλέον πληγείσα στη Γερμανία, οι πόλεις όπου παρατηρείται μεγαλύτερη εξάπλωση της επιδημίας του κορωνοϊού είναι η Γκέρλιτς και η Μπάουτσεν, στη Σαξονία. Το ποσοστό μολύνσεων εκεί είναι μεγαλύτερο από 600 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους.
Αφού επέκρινε την «υστερία» της κυβέρνησης, ο συντηρητικός πρωθυπουργός της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι «υποτίμησε» την πανδημία.
Σύμπτωση ή συσχετισμός: στο κρατίδιο αυτό είναι ιδιαίτερα ισχυρο το κίνημα κατά των μασκών και θεωρείται προπύργιο της ακροδεξιάς.
Το δράμα των οίκων ευγηρίας
«Παρατηρήσαμε δυστυχώς ολοένα και περισσότερες εστίες στους οίκους ευγηρίας», κατήγγειλε ο Λόταρ Βίλερ πρόεδρος του RKI.
Μόνο στο Βερολίνο ο αριθμός των συνταξιούχων που βρέθηκαν θετικοί στην COVID-19 υπερδιπλασιάστηκε από τα μέσα Νοεμβρίου, ξεπερνώντας τις 2.000, σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών της γερμανικής πρωτεύουσας.
Η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται και στον αριθμό των νεκρών από κορωνοϊό, που στη Γερμανία ξεπερνά τις 24.000. Το 87,2% των ανθρώπων που πέθαναν από COVID-19 ήταν άνω των 69 ετών, σύμφωνα με το ινστιτούτο Statista.
Οι οίκοι ευγηρίας σε ολόκληρη τη χώρα ανησυχούν λόγω της έλλειψης προσωπικού που θα τους επέτρεπε να ελεγχθούν και να τεθούν σε απομόνωση γρήγορα τόσοι οι τρόφιμοι όσο και το προσωπικό.
Μόνο το 17% του νοσηλευτικού προσωπικού κρίνει επαρκή τα μέτρα ελέγχου και διάγνωσης που ισχύουν στους οίκους ευγηρίας, σύμφωνα με την ομοσπονδία Diaconie.
Με πληροφορίες από AFP, ΑΠΕ – ΜΠΕ