Η πολιτεία της Τζόρτζια, γνωστή για τα ροδάκινα, το κυνήγι φασιανού, την Coca Cola και τη μεγαλύτερη Αθήνα του κόσμου μετά την κανονική Αθήνα, βρίσκεται στο βαθύ νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, και, ως εκ τούτου, ήταν μέχρι πρόσφατα μια βαθιά “κόκκινη” πολιτεία. Είναι ένα μέρος όπου ο κόσμος ψήφιζε μόνο Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους για την Προεδρία από το 1992 κι έπειτα, και όπου δεν έχει εκλεγεί Δημοκρατικός Γερουσιαστής τα τελευταία 20 χρόνια. Τώρα, όμως, κάτι πολύ σημαντικό αλλάζει εκεί. Στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου η Τζόρτζια ψήφισε Τζο Μπάιντεν (έστω και με μικρή διαφορά -μόλις 12.000 ψήφους). Και στις χτεσινές επαναληπτικές εκλογές για τις δύο έδρες της Πολιτείας στη Γερουσία, οι πολίτες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που έχουν ανακοινωθεί μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, φαίνεται ότι εξέλεξαν και τους δύο Δημοκρατικούς υποψηφίους. Η Τζόρτζια βάφτηκε μπλε. Αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα έχει πολύ μεγάλη σημασία για την πολιτική πραγματικότητα των ΗΠΑ την ερχόμενη τετραετία, αλλά δείχνει και κάποια πολύ σημαντικά πράγματα για το μέλλον της πολιτικής στις ΗΠΑ γενικότερα. Ας δούμε γιατί.
Πρώτα απ’ όλα, ας πούμε δυο λόγια για το γιατί οι χτεσινές επαναληπτικές εκλογές είχαν τόση σημασία. Στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ (το οποίο σχεδιάστηκε εν πολλοίς στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κι αυτό αξίζει να το θυμόμαστε πότε πότε) τη νομοθετική εξουσία την ασκούν δύο κοινοβουλευτικοί θεσμοί: Η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία. Στη Βουλή η κάθε Πολιτεία εκλέγει έναν αριθμό βουλευτών ανάλογα με τον πληθυσμό της (η Καλιφόρνια εκλέγει 53 Βουλευτές, η Τζόρτζια 14, το Γουαϊόμινγκ 1), αλλά στη Γερουσία όλες οι Πολιτείες εκλέγουν από 2 Γερουσιαστές, ανεξαρτήτως μεγέθους. Δύο η Καλιφόρνια, δύο και το Γουαϊόμινγκ. Οι Πατέρες του Έθνους το σχεδίασαν έτσι ώστε οι μεγάλες, πυκνοκατοικημένες Πολιτείες (τότε του Βορρά) να μην κυριαρχούν απόλυτα έναντι των πιο αραιοκατοικημένων. Χωράει συζήτηση αυτό ως επιλογή, αλλά τέλος πάντων, αυτό είναι. Πάμε παρακάτω.
Στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, το Δημοκρατικό κόμμα, το οποίο στηρίζει η πλειοψηφία των αμερικανών πολιτών, διατήρησαν μια μικρή πλειοψηφία στη Βουλή (221 έναντι 211) ενώ στη Γερουσία οι Ρεπουμπλικανοί πήραν 50 έδρες και οι Δημοκρατικοί 48. Εκεί εκκρεμούσαν μόνο οι δύο έδρες της Τζόρτζια, όπου το εκλογικό σύστημα προβλέπει δύο γύρους, στην περίπτωση που στον πρώτο ένας υποψήφιος δεν εξασφαλίζει το 50%. Εχτές έγινε ο δεύτερος γύρος ανάμεσα στους δύο πρώτους των εκλογών του Νοεμβρίου για κάθε μία από τις δύο έδρες.
Ο λόγος που αυτή η αναμέτρηση ήταν τόσο σημαντική έχει να κάνει με το πώς λειτουργεί η νομοθετική διαδικασία στις ΗΠΑ. Για να περάσει ένας νομοσχέδιο κι να γίνει νόμος του κράτους, πρέπει να υπερψηφιστεί από την πλειοψηφία και της Βουλής και της Γερουσίας. Αν ένα από τα δύο σώματα το καταψηφίσει, τελείωσε: δεν περνάει. Αλλά το ποιος ελέγχει τη Βουλή και τη Γερουσία δεν είναι σημαντικό μόνο γι’ αυτό. Ο αρχηγός της πλειοψηφίας της Γερουσίας, για παράδειγμα, είναι αυτός που αποφασίζει ποια νομοσχέδια θα έρθουν προς ψήφιση στην ολομέλεια. Έχει τη δύναμη να “παγώσει” ένα νομοσχέδιο, ακόμα κι αν αυτό έχει ψηφιστεί από τη Βουλή και έχει εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας. Επιπλέον, η Γερουσία εγκρίνει τις προτάσεις του Προέδρου για τα μέλη της κυβέρνησης, καθώς και τις προτάσεις για διορισμούς στο δικαστικό σώμα -συμπεριλαμβανομένου του πανίσχυρου Ανώτατου Δικαστηρίου.
Γι’ αυτό ήταν τόσο σημαντικές οι χτεσινές εκλογές. Η μόνη ευκαιρία να κερδίσουν τη Γερουσία οι Δημοκρατικοί, ήταν να κερδίσουν και τις δύο επαναληπτικές εκλογές, ώστε να φτάσουν την ισορροπία στη Γερουσία στο 50-50. Στην περίπτωση ισοπαλίας, η αποφασιστική ψήφος δίνεται από αυτόν ή αυτήν που προεδρεύει στη Γερουσία. Ένα αξίωμα που θα κατέχει πλέον η νέα Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις.
Βεβαίως, ακόμα κι έτσι αυτό δεν σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί θα μπορούν να νομοθετούν κατά βούληση και να περνούν ότι θέλουν. Η Γερουσία έχει και μια σειρά από άλλες περίπλοκες -και ενίοτε και εντελώς παράλογες- διαδικασίες (βάλτε στο Google “filibuster” για να καταλάβετε για τι τρέλα μιλάμε) που εξασφαλίζουν ότι τίποτε δεν περνά εύκολα χωρίς τουλάχιστον 60 ψήφους. Ο Μπαράκ Ομπάμα έφτυνε αίμα να περάσει μεταρρυθμίσεις ακόμα και στην πρώτη τετραετία της θητείας του, όταν είχε 59 Δημοκρατικούς Γερουσιαστές. Τουλάχιστον, όμως, με μια έστω και ισχνή πλειοψηφία η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει τη δυνατότητα να προσπαθήσει να περάσει πράγματα -κάτι που χωρίς την πλειοψηφία, μέσα στο ακραία πολωμένο πολιτικό κλίμα της εποχής μας θα ήταν εντελώς αδύνατο.
Στις χτεσινές εκλογές τέθηκαν ως αντίπαλοι δυο ζευγάρια υποψηφίων πολύ χαρακτηριστικά της σημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ. Στο ένα ζευγάρι, η 50χρονη ζάμπλουτη κληρονόμος από το Ιλινόι (ναι, ούτε καν ντόπια) Κελί Λέφλερ, η οποία είχε διοριστεί Γερουσιαστής μετά την παραίτηση του εκλεγμένου προκατόχου της τον Ιανουράριο του 2000, αντιμετώπισε τον χαρισματικό 51χρονο ιερέα Ραφαέλ Γουόρνοκ, ο οποίος λειτουργεί στην παλιά εκκλησία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Άτλαντα. Στο άλλο, ο 71χρονος γερουσιαστής Ντέιβιντ Περντού, αρνητής της κλιματικής αλλαγής και κατηγορούμενος για πολλαπλές αγοραπωλησίες μετοχών εταιρειών που επηρεάζονταν άμεσα από τις αποφάσεις της επιτροπής του στη Γερουσία, αντιμετώπιζε τον 33χρονο δημοσιογράφο και απόφοιτο του LSE Τζον Όσοφ. Δυο φρέσκιοι, προοδευτικοί και δεινοί ρήτορες Δημοκρατικοί απέναντι σε δύο πάμπλουτους ακραίους Τραμπικούς. Αυτή ήταν η μάχη.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα, ο Γουόρνοκ έχει εξασφαλίσει τη νίκη και θα είναι επίσημα ο πρώτος μαύρος Γερουσιαστής στην ιστορία της Πολιτείας, ενώ ο Όσοφ είναι πολύ κοντά στη νίκη και φαίνεται ότι θα γίνει ο πρώτος Εβραίος Γερουσιαστής στην ιστορία της Πολιτείας.
Όπως είπαμε και στην αρχή, αυτό το αποτέλεσμα αποτυπώνει και μια νέα, συναρπαστική προοπτική για το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα. Γιατί αυτή η συγκλονιστική στροφή δεν έγινε αυτόματα. Η Τζόρτζια δεν βάφτηκε μπλε από μόνη της. Ο θρίαμβος αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες μιας πολιτικής ιδιοφυΐας που, αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά, έχτισε τον κομματικό μηχανισμό των Δημοκρατικών στην Πολιτεία αυτή τα τελευταία χρόνια. Η ηρωίδα της Τζόρτζια ονομάζεται Στέισι Έιμπραμς, ένα σπουδαίο πολιτικό κεφάλαιο για το κόμμα και ένας από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της αμερικανικής πολιτικής σήμερα. Δουλεύοντας σε μια Πολιτεία που παραδοσιακά στερεί πολιτικά δικαιώματα από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος (κυρίως φτωχούς και μαύρους), μέσα στα τελευταία δύο χρόνια η οργάνωση της Έιμπραμς κατάφερε να εγγράψει στους εκλογικούς καταλόγους περισσότερους από 800.000 πολίτες και να στήσει την υποδομή του Δημοκρατικού κόμματος πάνω στην οποία μπόρεσε να τρέξει επιτυχημένες καμπάνιες. Η Έιμπραμς, η οποία είναι 46 χρονών, έχει βραβεία και Fellowships από δεκάδες οργανισμούς (ήταν, μεταξύ πολλών άλλων, και Marshall Memorial Fellow το 2004, όπως και ο Εμανουέλ Μακρόν το 2006 -και ο υπογράφων το 2018) και ένα λαμπρό μέλλον στην πολιτική των ΗΠΑ, καθώς δείχνει έμπρακτα το πώς η σκληρή δουλειά και η σωστή οργάνωση μπορεί να κινητοποιήσει τον κόσμο για να πάει να στηθεί στην ουρά για ώρες για να ψηφίσει κόντρα στο λαϊκισμό και το μίσος.
Προς το παρόν, βέβαια, η πολιτική πραγματικότητα στις ΗΠΑ δεν είναι ρόδινη. Ο ηττημένος Πρόεδρος εξακολουθεί να προσπαθεί να σκαρώσει ένα κωμικοτραγικό πραξικόπημα, ζητώντας, για παράδειγμα, μέσω Twitter από τον Αντιπρόεδρό του να αρνηθεί να επικυρώσει την ψήφο των εκλεκτόρων στη σημερινή συνεδρίαση της Γερουσίας -κάτι που δεν έχει καμία αρμοδιότητα να κάνει. Η τοξικότητα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ είναι ένα πρόβλημα μεγάλο και διαχρονικό. Θα χρειαστούν πολλές Στέισι Έιμπραμς να προσπαθούν για πάρα πολύ καιρό για να λυθεί.