Είναι αυτή η χειρότερη κρίση για τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες (CDU) μετά το σκάνδαλο παράνομης χρηματοδότησης του CDU επί Χέλμουτ Κολ; Αυτό είναι το ερώτημα που πλανάται στα χείλη Γερμανών και Ευρωπαίων αναλυτών που παρακολουθούν το τέλμα στο οποίο βυθίζεται το κόμμα της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, λίγους μήνες πριν από την οριστική αποχώρησή της από τον πολιτικό στίβο. Η διπλή ήττα στις τοπικές εκλογές της Βάδης-Βυρτεμβέργης και της Ρηνανίας-Παλατινάτου, το σκάνδαλο εξασφάλισης προμηθειών από βουλευτές της συντηρητικής παράταξης μέσα από τις παραγγελίες μασκών στην αρχή της πανδημίας και η κακή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης κατά το δεύτερο και τρίτο κύμα αντανακλώνται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κάτω από 30% συγκεντρώνει η συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CSU).
Πολλοί έχουν αρχίσει πλέον να αναρωτιούνται κατά πόσον ο άρτι εκλεγείς επικεφαλής του CDU, Αρμιν Λάσετ, μπορεί να οδηγήσει τον Σεπτέμβριο τους Χριστιανοδημοκράτες σε εκλογική νίκη. Οι ύστατες ελπίδες της Κεντροδεξιάς στρέφονται πλέον στον Μάρκους Ζέντερ, πρωθυπουργό της Βαυαρίας, ο οποίος δεν έχει προς το παρόν εκφράσει τη φιλοδοξία να είναι υποψήφιος καγκελάριος τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, τα πολιτικά παιχνίδια που παίζει είναι σαφώς αρχηγικά.
Ηταν ο πρώτος Γερμανός πολιτικός που έσπειρε ανοιχτά αμφιβολίες για την ασφάλεια του εμβολίου της AstraZeneca, υποχρεώνοντας τελικά τον πανταχόθεν βαλλόμενο υπουργό Υγείας, Γενς Σπαν, σε στροφή 180 μοιρών και στην προσωρινή αναστολή των εμβολιασμών παρά τις επίμονες διαβεβαιώσεις του μέχρι την τελευταία στιγμή ότι δεν θα το κάνει. Ιστορικοί προειδοποιούν τον Ζέντερ ότι μπορεί και να αποδειχθεί αναλώσιμος. Οποτε Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές επιχείρησαν να διεκδικήσουν την καγκελαρία, το 1980 με τον Φραντς Γιόζεφ Στράους και το 2002 με τον Εντμουντ Στόιμπερ, ουσιαστικά «θυσιάστηκαν» από την παράταξη για να ανοίξουν τον δρόμο στον Κολ και στη Μέρκελ αντίστοιχα. Υπερβολικά συγκεχυμένο μήνυμα ως προς τα περιοριστικά μέτρα, αέναες συνεδριάσεις με τη συμμετοχή όλων των πρωθυπουργών των κρατιδίων με στόχο την επίτευξη μιας –σχεδόν ανέφικτης– συναίνεσης, αλλά και μια προσκόλληση στη γραφειοκρατία χωρίς την ευελιξία που απαιτείται σε εποχές κρίσεων, είναι οι τρεις κατηγορίες που επαναλαμβάνονται κατά του κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο.
Αίφνης οι Γερμανοί στρέφονται στο παρελθόν και αναζητούν εκεί τους μεγάλους πολιτικούς ηγέτες. Το όνομα που επικαλούνται οι νοσταλγοί των «παλιών καλών εποχών» είναι αυτό του πρώην καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ, στην πλέον ηρωική στιγμή του, το 1962, όταν πλημμύρισε η γενέτειρά του, το Αμβούργο. Ο τότε αρμόδιος υπουργός για θέματα αστυνόμευσης συντόνισε προσωπικά τις επιχειρήσεις διάσωσης και απηύθυνε επείγουσες εκκλήσεις για βοήθεια προς όλη την Ευρώπη, καθώς και αποστολή ελικοπτέρων από χώρες του ΝΑΤΟ, που βαφτίστηκαν από τους κατοίκους «ιπτάμενοι άγγελοι». Ζήτησε εξάλλου κινητοποίηση της Μπούντεσβερ, υπερβαίνοντας τις αρμοδιότητές του και αδιαφορώντας για τη ρητή συνταγματική απαγόρευση ότι ο στρατός δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για «εσωτερικές υποθέσεις». Κάπως έτσι οικοδόμησε τη φήμη του πολιτικού που δρα και δεν διστάζει να παρακάμψει ακόμη και τους νόμους, εάν αυτό χρειαστεί.
Διαβάστε επίσης:
• Άγκελα Μέρκελ: Γέφυρες
• Πέφτουν οι μάσκες στους Χριστιανοδημοκράτες
Πάντως, ο σημερινός ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Ολαφ Σολτς, ο οποίος επίσης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από το Αμβούργο, αρκείται στον ρόλο της… ενδοκυβερνητικής αντιπολίτευσης. Με το κόμμα του καθηλωμένο στο 16%, ο Σολτς συνηθίζει να τσακώνεται στα υπουργικά συμβούλια με τους συναδέλφους του και αισθάνεται παρ’ όλα αυτά υπέροχος, όπως σαρκαστικά γράφει στο προτελευταίο τεύχος του το περιοδικό Spiegel. Ενας από τους λόγους της ανεξήγητης ευφορίας του είναι η καλή εμφάνιση του κόμματος στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, που ενίσχυσε τις πιθανότητες για ένα σχηματισμό στα χρώματα του «φαναριού» (Πράσινων – Σοσιαλδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών) σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Οι Πράσινοι θα είναι, εκτός απροόπτου, ο μεγάλος πρωταγωνιστής της σούπερ αυτής εκλογικής χρονιάς για τη Γερμανία με έξι τοπικές εκλογές και τις ομοσπονδιακές τον Σεπτέμβριο. Το κόμμα δεν έχει αποφασίσει ακόμη ποιον εκ των δύο ηγετών του θα κατεβάσει ως υποψήφιο καγκελάριο: τον φωτογενή Ρόμπερτ Χάμπεκ, που διαθέτει κυβερνητική εμπειρία στο Σλέσβιχ-Χολστάιν, ή την Αναλένα Μπέρμποκ, μια νέα γυναίκα που έχει εσωκομματικά ερείσματα.
Την ίδια στιγμή, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) μοιάζει να έχει ξεμείνει από… εναλλακτικές. Αν στην κρίση χρέους έπαιξε το χαρτί του ανθελληνισμού και της ευρωφοβίας και στο μεταναστευτικό εκείνο της ισλαμοφοβίας, δύο στοιχήματα που απέδωσαν εκλογικά κέρδη, στην περίπτωση της πανδημίας δεν βρήκε την κατάλληλη ατζέντα. Η προσπάθεια να διεμβολίσει τις διαδηλώσεις των Querdenker, των αρνητών του ιού και των περιοριστικών μέτρων, την έφερε στο περιθώριο του κομματικού φάσματος, υπονομεύοντας τη φιλοδοξία της να γίνει ένα ευρύ κόμμα της λαϊκής Δεξιάς.
Ο Ρούτε και η Ακροδεξιά
Στην Ολλανδία, μετά τις εκλογές αυτής της εβδομάδας, ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε έγινε ο μακροβιότερος Ευρωπαίος ηγέτης μετά τη Μέρκελ και τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν, εξασφαλίζοντας την τέταρτη θητεία του με 35 έδρες στην 150μελή Βουλή της χώρας. Παρόλο που ο κατεξοχήν εκφραστής της ισλαμοφοβικής ακροδεξιάς, Χέερτ Βίλντερς, κατέγραψε απώλειες τριών εδρών και εκτοπίστηκε από τη δεύτερη θέση από το φιλοευρωπαϊκό προοδευτικό κόμμα D66 της Σίγκριντ Κάαγκ (24 έδρες), ο έτερος λαϊκιστής ηγέτης Τιερί Μπάουντ τα πήγε αναπάντεχα καλά, εκμεταλλευόμενος την αγανάκτηση για το lockdown και εξασφάλισε 8 από 2 έδρες που διέθετε πριν. Υπενθυμίζεται πως η Ολλανδία γνώρισε ορισμένα από τα βιαιότερα επεισόδια κατά των περιοριστικών μέτρων στην Ευρώπη. Τον Ιανουάριο ξέσπασαν ταραχές σε όλη τη χώρα, υποκινούμενες κυρίως από ακροδεξιούς, συνωμοσιολόγους και χούλιγκαν. Τα δύο ακροδεξιά κόμματα του Βίλντερς και του Μπάουντ προσπάθησαν αρχικά να υιοθετήσουν τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στη συνέχεια, ωστόσο, σε κάποιες περιοχές εμφανίστηκαν νεαροί με μεταναστευτικό προφίλ, γεγονός που επίσης επιχείρησαν να εκμεταλλευθούν οι λαϊκιστές αποδίδοντας τις ευθύνες για τη βία στους μετανάστες. Ο Βίλντερς έφτασε στο σημείο να ζητήσει επέμβαση του στρατού για να παταχθούν οι διαμαρτυρίες.