Θα μπορούσε ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου να διασώσει την πρωθυπουργία του, σχηματίζοντας κυβέρνηση με ένα κόμμα που όχι απλώς στηρίζεται από Αραβες Ισραηλινούς, αλλά υιοθετεί ανοιχτά ισλαμιστική ιδεολογία; Οσο παράδοξο και αν ακούγεται το ερώτημα, η απάντηση είναι καταφατική στο ομιχλώδες πολιτικό τοπίο που προέκυψε ύστερα από την αναμέτρηση της περασμένης Τρίτης.
Οι τέταρτες σε διάστημα δύο ετών βουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ δεν χάρισαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ούτε στον Νετανιάχου και τους πολιτικούς του συμμάχους ούτε στους πολιτικούς του αντιπάλους. Παρά την επιτυχία που πιστώνεται για τον εντυπωσιακά ταχύ εμβολιασμό των πολιτών, το κυβερνών κόμμα Λικούντ έχασε έξι έδρες, για να περιοριστεί στις 30 σε σύνολο 120, πληρώνοντας το τίμημα για τα σκάνδαλα και τις δικαστικές διώξεις του αρχηγού του. Μαζί με τα δεξιά και θρησκευτικά κόμματα που τον υποστηρίζουν, ο «βασιλιάς Μπίμπι» κατά τους οπαδούς του ή «crime minister» (πρωθυπουργός του εγκλήματος, λογοπαίγνιο με το prime minister, που σημαίνει απλά πρωθυπουργός) κατά τους αντιπάλους του, φτάνει τις 52 έδρες, αλλά χρειάζεται άλλους εννέα βουλευτές για τη δεδηλωμένη.
Απέναντί του βρίσκεται ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γιαΐρ Λάπιντ με το κεντροαριστερό κόμμα Γες Ατίντ (Υπάρχει Μέλλον), που εξέλεξε 17 βουλευτές. Ο Λάπιντ μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη κεντρώων και αριστερών σχηματισμών, όπως και της Ενωμένης Λίστας των αραβικών κομμάτων, για να σχηματίσει μια συμμαχία με 57 έδρες στην Κνέσετ (ισραηλινή Βουλή).
Με αυτά τα δεδομένα, οι ελπίδες του Νετανιάχου, του μακροβιότερου πρωθυπουργού στην ιστορία του Ισραήλ, να διατηρήσει το αξίωμά του επικεντρώνονται σε δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες: στο Ναφτάλι Μπένετ, επικεφαλής του ακροδεξιού και υπερεθνικιστικού κόμματος «Γιαμίνα» (Προς τα Δεξιά) και στον παλαιστινιακής καταγωγής Μανσούρ Αμπάς, ο οποίος διέσπασε την Ενωμένη Λίστα των αραβικών κομμάτων και ασπάζεται τον ισλαμισμό. Εκπλήσσοντας πολλούς, ο Αμπάς απέσυρε την υποστήριξή του στην κεντρώα αντιπολίτευση και εμφανίστηκε ανοιχτός στο ενδεχόμενο υποστήριξης του Νετανιάχου, προσδοκώντας, από ό,τι λέγεται, οικονομική ενίσχυση της αραβικής μειονότητας, την οποία θα εμφανίσει ως προσωπική του επιτυχία.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όμως, ότι μια μακιαβελική συμμαχία αυτού του είδους θα είναι χωρίς επιπτώσεις. Πρώην υπουργός Αμυνας του Νετανιάχου, με φιλοδοξίες να τον διαδεχθεί στην ηγεσία της ισραηλινής Δεξιάς, ο Μπένετ θα δυσκολευτεί πολύ να δικαιολογήσει τη συνύπαρξή του, σε μια κυβερνητική πλειοψηφία, με ισλαμιστές Αραβες. Το ίδιο ισχύει για το απολύτως εχθρικό προς τους Αραβες και τους μουσουλμάνους ακροδεξιό κόμμα «Θρησκευτικός Σιωνισμός» του Μπεζαλέλ Σμότριτς, το οποίο αντλεί υποστήριξη από τους Ισραηλινούς εποίκους.
Από την πλευρά του, ο Γιαΐρ Λάπιντ φιλοδοξεί να συγκεντρώσει τον μαγικό αριθμό των 61 βουλευτών προσελκύοντας, τελικά, όχι μόνο την Αραβική Λίστα, αλλά και τους ισλαμιστές του Αμπάς. Ακόμη και αν τα καταφέρει, πάντως, θα πρόκειται για έναν εξαιρετικά εύθραυστο συνασπισμό κεντρώων, αριστερών, δεξιών και Αράβων, με το ενδεχόμενο να οδηγηθεί σύντομα το Ισραήλ σε μία ακόμη εκλογική αναμέτρηση στην ημερήσια διάταξη.