Οταν ο πρίγκιπας Φίλιππος «της Ελλάδας και της Δανίας», από τον οίκο Σλέσβιχ – Χόλσταϊν – Ζόντερμπουργκ – Γλίξμπουργκ, ζήτησε το χέρι της νεαρής Ελισάβετ από τον πατέρα της, Γεώργιο ΣΤ΄, ο Βρετανός μονάρχης δεν ενθουσιάστηκε και τόσο. Καθώς βρισκόμαστε στο 1946 και οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμη νωπές, η μητέρα της Ελισάβετ αποκαλούσε υποτιμητικά το σόι του Φιλίππου «οι Ούνοι», γιατί οι αδελφές του είχαν παντρευτεί Γερμανούς ευγενείς. Αλλά και αρκετοί σύμβουλοι του βασιλιά θεωρούσαν ότι ο επίδοξος γαμπρός, ο οποίος δεν εκπροσωπούσε κάποιο συγκεκριμένο βασίλειο, δεν στεκόταν στο ύψος της Ελισάβετ. Παρ’ όλα αυτά, ο Γεώργιος έδωσε, τελικά, την έγκρισή του. Στο μεταξύ, ο γαμπρός είχε εγκαταλείψει τους ελληνικούς και δανικούς τίτλους του, όπως και το ορθόδοξο θρήσκευμα, βαπτίστηκε αγγλικανός και έγινε Βρετανός υπήκοος, για να στεφθεί την αγαπημένη του τον επόμενο χρόνο.
Ο άνθρωπος που έφυγε προχθές από τη ζωή στα 99 του χρόνια ως πρίγκιπας Φίλιππος, δούκας του Εδιμβούργου, γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου του 1921 στο Μον Ρεπό της Κέρκυρας, στο θερινό ανάκτορο των Γλίξμπουργκ. Ακολουθώντας την καθιερωμένη πρακτική των δυναστικών γάμων, οι γονείς του και οι πρόγονοί τους του κληροδότησαν ελληνικά, δανικά, γερμανικά, ρωσικά και αγγλικά γονίδια. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Ανδρέας της Ελλάδας και της Δανίας, ήταν γιος του Ελληνα βασιλιά Γεωργίου Α΄ (δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1913) και αδελφός του εν ενεργεία μονάρχη Κωνσταντίνου Α΄, το όνομα του οποίου συνδέθηκε στενά με τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Εθνικό Διχασμό και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μητέρα του ήταν η πριγκίπισσα Αλίκη του Μπάντενμπεργκ, γεννημένη στο βασιλικό κάστρο των Ουίνδσορ, εγγονή της βασίλισσας Βικτωρίας.
Δραματική αναχώρηση
Λογικά, ο Φίλιππος δεν πρέπει να είχε αναμνήσεις από το ελάχιστο χρονικό διάστημα που έμεινε, ως βρέφος, στην Ελλάδα. Η αναχώρηση της οικογένειάς του έγινε κάτω από τις πιο δραματικές περιστάσεις. Η Μικρασιατική Καταστροφή ζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους και η βασιλική οικογένεια έγινε προνομιακός στόχος. Με την επανάσταση του Πλαστήρα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανατρέπεται, ενώ ο πατέρας του Φιλίππου, πρίγκιπας Ανδρέας, συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σε στρατοδικείο, κατηγορούμενος ότι δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε λάβει στη μάχη του Σαγγάριου. Καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά γρήγορα η ποινή μετατρέπεται σε ισόβια εξορία. Τον Δεκέμβριο του 1922, το βρετανικό πολεμικό πλοίο «Καλυψώ» μεταφέρει τον Ανδρέα, την Αλίκη και τον μικρό τους γιο στη Γαλλία. Οι φήμες λένε ότι ο Φίλιππος μεταφέρθηκε μέσα σε ένα καφάσι για φρούτα.
Στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, καθώς μεγάλωσε ουσιαστικά χωρίς οικογένεια (ο πατέρας του έκανε ζωή μπον βιβέρ και η μητέρα του κλείστηκε για μια περίοδο σε ψυχιατρείο), ο Φίλιππος έμαθε κάποια ελληνικά, αλλά όχι στο σημείο ώστε να μπορεί να συνεννοείται με άνεση. «Σκεφτόμουν τον εαυτό μου ως Σκανδιναβό, μάλλον ως Δανό», δήλωσε σε συνέντευξή του το 2014 στην εφημερίδα Independent. «Στο σπίτι μιλούσαμε αγγλικά. Αλλοι μάθαιναν ελληνικά, εγώ καταλάβαινα κάποια. Αλλά μετά το γυρνάγαμε στα γερμανικά, γιατί τα ξαδέλφια μου ήταν Γερμανοί». Οσο για την Ελλάδα, τα συναισθήματά του ήταν αντιφατικά. «Δεν θα έλεγα ότι ένιωθα νοσταλγία για την Ελλάδα. Ενας παππούς μου δολοφονήθηκε εκεί, ενώ ο πατέρας μου καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν μπορώ να νιώσω αγάπη για τους δράστες», φερόταν να έχει εκμυστηρευθεί στον ιστορικό, ειδικευμένο στον βρετανικό θρόνο, Χιούγκο Βίκερς.
Παρ’ όλα αυτά, οι ανάγκες της ζωής τον υποχρέωσαν να ανανεώσει τα επόμενα χρόνια τη σχέση του με την Ελλάδα. Το 1938 επισκέφθηκε τη χώρα και έμεινε για ένα διάστημα στην Αθήνα κάνοντας συντροφιά στη μητέρα του, η οποία είχε στο μεταξύ αναρρώσει. Παραδόξως, ήταν η μητέρα του Αλίκη, η εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας, και όχι ο πατέρας του Ανδρέας, ο αντιστράτηγος του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, εκείνη που απέκτησε ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα. Η Αλίκη είχε ήδη ασπαστεί την ορθόδοξη θρησκεία και ήταν ένα από τα ελάχιστα μέλη της αγγλικής βασιλικής οικογένειας που θα έμενε στην Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής, οργανώνοντας συσσίτια και κρύβοντας Εβραίους από τους ναζί.
Το 1941, ο Φίλιππος θα πάρει μέρος στη μάχη της Κρήτης και στη ναυμαχία του Ταινάρου – υπηρετούσε στον βρετανικό στόλο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, τιμήθηκε για τη συμμετοχή του σε αυτές τις επιχειρήσεις με τον Ελληνικό Πολεμικό Σταυρό. Ενώ η Αλίκη συνεχίζει μεταπολεμικά τις φιλανθρωπικές της δραστηριότητες στην Ελλάδα –μάλιστα, προσπαθεί και να δημιουργήσει μοναστική αδελφότητα στην Τήνο– ο Φίλιππος επισκέπτεται ξανά την Αθήνα το 1964, φέρνοντας μαζί του και τον γιο του Κάρολο, τον σημερινό διάδοχο του βρετανικού θρόνου.
Οπως ο ίδιος εκμυστηρεύθηκε αργότερα, ο Κάρολος εντυπωσιάστηκε από την Ελλάδα και, στο πέρασμα του χρόνου, επηρεάστηκε από τα θετικά συναισθήματα της γιαγιάς του και όχι από την επιφυλακτικότητα του πατέρα του. Ο πρίγκιπας της Ουαλλίας αγάπησε τη χώρα μας, την οποία επισκέφθηκε κατ’ επανάληψιν, απέκτησε κοινωνικές σχέσεις με οικογένειες της ποντοπόρου ναυτιλίας και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Αγιον Ορος. Το δάκρυ του κατά την ανάκρουση των εθνικών ύμνων στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, στον επίσημο εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, ασφαλώς έλεγε πολλά για τον ισχυρό δεσμό ανάμεσα στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και στη χώρα μας. Ενα δεσμό, στη σφυρηλάτηση του οποίου έπαιξε τον δικό του ρόλο και ο απελθών Φίλιππος, παρά το περίπλοκο συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσε.