Ο 58χρονος Γιαΐρ Λαπίντ επικεφαλής του κόμματος Yesh Atid και ο 49χρονος αρχηγός της ακροδεξιάς και πρώην υπουργός Άμυνας, Ναφτάλι Μπένετ κατέληξαν σε οριστική συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Ισραήλ, σηματοδωτόντας το οριστικό τέλος του Μπέτζαμιν Νετανιάχου στην πρωθυπουργία της χώρας.
Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν το βράδυ της Τετάρτης με τον αρχηγό του κόμματος της Αραβικής Λίστας, Μανσούρ Αμπάς, λίγες ώρες πριν λήξει η διορία της διερευνητικής εντολής που είχε παραλάβει από τον πρόεδρο της χώρας Ρέουβεν Ρίβλιν, σε μια προσπάθεια επίλυσης των τελικών διαφορών.
Λάπιντ και Μπένετ φέρεται να έχουν συμφωνήσει να λειτουργήσουν ως εκ περιτροπής πρωθυπουργοί και πρέπει να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία των 61 εδρών από τις 120 της Κνεσέτ.
Σημειώνεται, πως για να ανατραπεί ο Νετανιάχου ο Λαπίντ χρειάστηκε να συνάψει συμφωνίες με επτά κόμματα, τα μέλη των οποίων μετά θα πρέπει να ψηφίσουν στην Κνεσέτ για να επιβεβαιώσουν τη συμμαχία.
Όπως ανακοινώθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Τετάρτης, ο ηγέτης της ισραηλινής αντιπολίτευσης ενημέρωσε τον Ισραηλινό πρόεδρο ότι κατόρθωσε να συγκροτήσει κυβέρνηση, ανέφερε το γραφείο του προέδρου της χώρας και το κόμμα Yesh Atid.
Ποιος είναι ο Λαπίντ
Θεωρείτο ο «Τζορτζ Κλούνι» της ισραηλινής τηλεόρασης, εγκατέλειψε όμως το 2011 τα τηλεοπτικά πλατό για να ιδρύσει το κόμμα Yesh Atid (Υπάρχει Μέλλον).
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Γιαΐρ Λαπίντ έχει εξελιχθεί σε βασικό πολιτικό αντίπαλο του απερχόμενου πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, στο πρόσωπο που πρωτοστατεί στην επιχείρηση της εκθρόνισής του. Είναι ο ηγέτης της ισραηλινής αντιπολίτευσης που εξασφάλισε την υποστήριξη του ακροδεξιού Ναφτάλι Μπένετ για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας για την εκδίωξη του Νετανιάχου από την εξουσία.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, στις 23 Μαρτίου, το κόμμα του Γιαΐρ Λαπίντ εξασφάλισε την δεύτερη θέση, εξασφαλίζοντας 17 έδρες στην ισραηλινή βουλή, πίσω από το Λικούντ του Νετανιάχου.
Γεννημένος το 1963 στο Τελ Αβίβ, ο Λαπίντ είναι γιος του δημοσιογράφου και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Τόμι Λαπίντ. Η μητέρα του Σουλαμίτ, είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και εκ των ιδρυτών της εφημερίδας Maariv.
Η δημοσιογραφία ήταν το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος ξεκίνησε την δική του δημοσιογραφική καριέρα στην Maariv για να περάσει στην συνέχεια στην μεγάλης κυκλοφορίας Yedioth Aharonot, που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό. Αλλά παράλληλα ασχολείται με την πυγμαχία, τις πολεμικές τέχνες, γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα και σειρές για την τηλεόραση, συνθέτει, ερμηνεύει τραγούδια και παίζει σε κινηματογραφικές ταινίες.
Στην δεκαετία του 2000 παρουσιάζει στην τηλεόραση το δημοφιλέστερο talk-show και επιβάλλεται ως η ενσάρκωση του μέσου Ισραηλινού, κάνοντας σε κάθε καλεσμένο την ερώτηση: «Τι είναι ισραηλινό κατά την γνώμη σας».
Πατριώτης, φιλελεύθερος, υποστηρικτής του κοσμικού κράτους, ο Γιαΐρ Λαπίντ συσπειρώνει το κέντρο, αλλά συγκεντρώνει την οργή των ορθόδοξων εβραίων.
«Αποφεύγει οποιαδήποτε αυτοπροβολή…είναι ο πιο “μη υποψήφιος” από όλους τους υποψήφιους για την πρωθυπουργία», σημείωνε πριν από τις εκλογές ο δημοσιογράφος Γιουβάλ Κάρνι στην Yediot Aharonot, τονίζοντας ότι οι Ισραηλινοί εκτιμούν την ταπεινοφροσύνη.
Οταν χιλιάδες Ισραηλινοί διαδήλωναν κάθε εβδομάδα κατά του Νετανιάχου μπροστά στην πρωθυπουργική κατοικία στην Ιερουσαλήμ, αλλά και σε ολόκληρη την χώρα, ο Γιαΐρ Λαπίντ κρατούσε χαμηλούς τόνους.
Ο Λαπίντ πήγε σε διαδηλώσεις, αλλά είχε πρόβλημα να διαδηλώσει μπροστά από την πρωθυπουργική κατοικία ως αρχηγός της αντιπολίτευσης. Ελεγε ότι δεν επιδιώκει να εγκατασταθεί εκεί αλλά να συμμαχήσει με άλλα κόμματα για να διώξει τον «βασιλιά Νετανιάχου» από τον θρόνο του και «να σπάσει του φραγμούς που χωρίζουν την ισραηλινή κοινωνία».
Ακόμη πρόσφατα απηύθυνε έκκληση για τον σχηματισμό κυβέρνηση που θα λέει: «δεν μισιόμαστε».
Με τον Ναφτάλι Μπένετ, εκπρόσωπο της ριζοσπαστικής δεξιάς που είναι αντίθετη με τα κεντρώα οράματά του, συγκροτεί μία αφύσικη συμμαχία, αλλά με έναν κοινό στόχο, την αλλαγή στην ηγεσία του Ισραήλ.
Ναφτάλι Μπένετ: Φαβορί για τη διαδοχή του μέντορά του
Ο 49χρονος αρχηγός της ισραηλινής ακροδεξιάς και πρώην υπουργός Άμυνας Ναφτάλι Μπένετ φέρεται να έχει συμφωνήσει με τον Λαπίντ να αναλάβει πρώτα ο ίδιος πρωθυπουργός και να τον διαδεχθεί ο Γιαΐρ Λαπίντ στη συνέχεια, παρότι το Yesh Atid αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη στις κάλπες της 23ης Μαΐου με 17 έδρες (11 περισσότερες από την παράταξη Yamina του Μπένετ).
Ο Μπένετ έχει υπάρξει σύμβουλος του Μπενιαμίν Νετανιάχου και πολιτικός του αντίπαλος παραμένοντας πάντα ένας αναπόφευκτος εταίρος: ο Ναφτάλι Μπένετ, ηγέτης της προσφιλούς στους εβραίους εποίκους ριζοσπαστικής δεξιάς είναι πιθανόν να διαδεχθεί τον μέντορά του και να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Φαλακρός, φορώντας ένα διακριτικό κιπά, μιλώντας αμερικανικά αγγλικά, ο Ναφτάλι Μπένετ ηγείται της παράταξης Yamina που υιοθετεί έναν ακραίο οικονομικό φιλελευθερισμό, σκληρή γραμμή απέναντι στο Ιράν και την θέση της προσάρτησης των δύο τρίτων περίπου της Δυτικής Οχθης, παλαιστινιακού εδάφους που έχει καταλάβει ο ισραηλινός στρατός από το 1967 και τον Πόλεμο των Εξι Ημερών.
Ο 49χρονος επιχειρηματίας του τεχνολογικού τομέα, μπήκε αργά στην πολιτική. Αλλά, από το 2013, ο πολιτικός που χαρακτηρίζεται «θρησκευτικός εθνικιστής» έχει αναλάβει πέντε υπουργικά χαρτοφυλάκια. Στο τελευταίο, το υπουργείο Αμυνας το 2020, στην κορύφωση της πανδημίας στο Ισραήλ, ανέλαβε την θεαματική κινητοποίηση του στρατού για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
«Μία εικόνα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ισραηλινού κοινού που αναζητεί απελπισμένα έναν νόμιμο αντικαταστάτη του Νετανιάχου», παρατηρεί ο Evan Gottesman Israel Policy Forum.
Εδώ και δύο χρόνια θεωρήθηκε πολιτικά νεκρός, έφερε ένα χαμηλό εκλογικό σκορ στην τελευταία αναμέτρηση του Μαρτίου, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες ελίχθηκε με επιδεξιότητα για να επιβληθεί ως ρυθμιστής στις πολύπλοκες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού.
Μέχρι σήμερα ο Ναφτάλι Μπένετ έπαιξε σε δύο ταμπλό και άφησε να πλανάται η αμφιβολία για την πρόθεσή του να καταφέρει ή όχι το τελειωτικό πλήγμα στον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Στο πρόσωπό του ποντάρει πλέον ο κεντρώος Γιαΐρ Λαπίντ για να εξασφαλίσει ικανή υποστήριξη στο σχέδιό του για τον σχηματισμό μίας «κυβέρνησης αλλαγής».
Ο Ναφτάλι Μπένετ έδωσε την τελευταία στιγμή την υποστήριξή του στην εκρηκτική αυτή συμμαχία, που ξεκινά από την αριστερά για να φθάσει μέχρι το κόμμα Yamina της ριζοσπαστικής δεξιάς γιανα περιλάβει την στήριξη των αράβων βουλευτών. Την στήριξη αυτή την διαπραγματεύθηκε σκληρά ζητώντας ούτε λίγο ούτε πολύ το πόστο του πρωθυπουργού: πρώτος αυτός και στην συνέχεια ο Γιαΐρ ο Λαπίντ στην εναλλασσόμενη πρωθυπουργία.
Γιος αμερικανών μεταναστών, γεννήθηκε το 1972 στην Χάιφα, υπηρέτησε στην περίφημη μονάδα Sayeret Matkal των ειδικών δυνάμεων του ισραηλινού στρατού , όπως και ο Νετανιάχου. Στην δεκαετία του 2000 επιβλήθηκε ως πρωτοπόρος στην «χώρα των start-up» με την εταιρεία κυβερνοασφάλειας Cyotta, που πουλήθηκε έναντι 145 εκατομμυρίων δολαρίων το 2005. Τον επόμενο χρόνο, έκανε το άλμα στην πολιτική με το κόμμα Λικούντ, όπου έγινε το δεξί χέρι του Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Δύο χρόνια μετά, ο Ναφτάλι Μπένετ αποχωρεί από το Λικούντ για να ηγηθεί του Συμβουλίου Yesha, της οργάνωσης που εκπροσωπεί τους εβραίους εποίκους της Δυτική Οχθης, οι οποίοι θα γίνουν το πολιτικό το κεφάλαιο, ακόμη και αν δεν έχει ποτέ κατοικήσει σε κάποιον από τους επίμαχους οικισμούς αυτούς.
Το 2012 αναλαμβάνει τα ηνία της δεξιάς παράταξης Εβραϊκή Εστία, στην οποία αργότερα προσχώρησαν άλλα μικρά κόμματα για να σχηματισθεί το κόμμα Yamina.
Ο Ναφτάλι Μπένετ ηλεκτρίζει το πολιτικό του ακροατήριο με ακραίες θέσεις για την διένεξη Ισραηλινών-Παλαιστινίων όπως, «δεν υπάρχει ισραηλινή κατοχή στην Δυτική Οχθη διότι δεν έχει υπάρξει ποτέ παλαιστινιακό κράτος» ή μιλώντας για τους παλαιστίνιους φυλακισμένους «οι τρομοκράτες πρέπει να σκοτώνονται, όχι να απελευθερώνονται». Εχει επίσης υποσχεθεί στο Ιράν ένα «Βιετνάμ», εάν συνεχίσει να αναπτύσσεται στρατιωτικά στην Συρία.
Όμως, ο Ναφτάλι Μπένετ, πατέρας τεσσάρων παιδιών που ζει στη στιλάτη πόλη Ραανάνα, έδρα των ισραηλινών start up, δεν συμβαδίζει ούτε με το ακροατήριο της θρησκευτικής δεξιάς: τα ζητήματα της θέσης της θρησκείας στο Κράτος δεν αποτελούν προτεραιότητά του και υιοθετεί φιλεύθερες, ως έναν βαθμό, θέσεις σχετικά με την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ.