Η καλή εμφάνιση των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) στο κρατίδιο της Σαξονίας-Ανχαλτ την περασμένη Κυριακή έγινε δεκτή με τεράστια ανακούφιση από τον επίδοξο διάδοχο της Αγκελα Μέρκελ, Αρμιν Λάσετ, καθώς η τοπική αναμέτρηση θεωρήθηκε η πρώτη σοβαρή δοκιμασία για την υποψηφιότητά του για την καγκελαρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Στην πραγματικότητα, όμως, η άνετη επικράτηση του CDU στο πρώην ανατολικογερμανικό κρατίδιο αποτελεί προσωπική νίκη του πρωθυπουργού του, Ράινερ Χάσελχοφ, και δείχνει τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν οι Χριστιανοδημοκράτες μέσα στους επόμενους μήνες: τη σαφή περιχαράκωσή τους από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Μέχρι πρότινος, αυτή η γραμμή δεν ήταν ξεκάθαρη για το CDU. Πολλά στελέχη του θεωρούσαν ότι πρέπει να καλυφθεί το κενό που άφησε πίσω της η Μέρκελ με την κεντρώα στροφή της προκειμένου να μη διεμβολίσει η Εναλλακτική το «χριστιανοδημοκρατικό» ακροατήριο. Το παράδειγμα της Σαξονίας-Ανχαλτ, ωστόσο, έστειλε το μήνυμα ότι οι Χριστιανοδημοκράτες μπορούν να είναι ταυτόχρονα συντηρητικοί, χωρίς να ανταγωνίζονται σε λαϊκισμό και ακροδεξιά ρητορική με την AfD. Πολλοί κεντρώοι ψηφοφόροι, μάλιστα, φαίνεται ότι προτίμησαν να ψηφίσουν το CDU για να καταφέρουν εκλογικό ράπισμα στην Εναλλακτική, που διεκδικούσε την πρωτιά στο κρατίδιο.
Οι Πράσινοι
Το δεύτερο μήνυμα που έστειλε η κάλπη του πρώην ανατολικογερμανικού κρατιδίου είχε αποδέκτες τους Πρασίνους. Η αιφνίδια δημοσκοπική πνοή που έδωσε στο οικολογικό κόμμα η ανάδειξη της Αναλένα Μπέρμποκ ως υποψήφιας καγκελαρίου εξατμίστηκε εξίσου γρήγορα με τον ενθουσιασμό που τη συνόδευσε. Δύο – τρία λάθη στο βιογραφικό της και μερικές υπερβολικά συντηρητικές θέσεις για τα δεδομένα του κόμματος που είχαν στόχο τους κεντρώους ψηφοφόρους έπληξαν την αξιοπιστία της ίδιας της Πράσινης υποψήφιας καγκελαρίου, αλλά και του κόμματος. Παρά τις φεμινιστικές αιτιάσεις ότι οι επιθέσεις που δέχεται είναι απόρροια σεξισμού στη γερμανική κοινωνία, η Μπέρμποκ παραδέχθηκε το λάθος της, να προσθέσει π.χ. ένα επιπλέον πτυχίο από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (ήταν προδίπλωμα τελικά) και μερικές συμμετοχές σε διεθνείς οργανώσεις ώστε να εξωραΐσει λίγο το CV της.
Η απογοήτευση του κόμματος αλλά και των ΜΜΕ ήταν τέτοια, ώστε άρχισε να ερωτάται η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων κατά πόσον είναι ρεαλιστικό να παραδώσει τελικά την υποψηφιότητά της στο έτερο ηγετικό στέλεχος, τον Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος θεωρείται πιο έμπειρος κυβερνητικά και συγκροτημένος ιδεολογικά.
Πάντως, το πρόβλημα των Πρασίνων, οι οποίοι εμφανίζονταν πριν από λίγες εβδομάδες να προηγούνται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών, είναι κυρίως η απεμπόληση του αριστερού, κοινωνικά ευαίσθητου χαρακτήρα. Η οικολογία είναι ακριβή υπόθεση, αυξάνει το κόστος των καυσίμων και της θέρμανσης, καθιστά τα αεροπορικά εισιτήρια προνόμιο των ισχυρότερων οικονομικά στρωμάτων. Οι προτάσεις τους για αύξηση της τιμής των ρύπων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO2) συνεπάγεται την εκτόξευση της τιμής της βενζίνης κατά 16 σεντς. Τον σχετικό υπολογισμό έκανε η ίδια η Μπέρμποκ στην εφημερίδα Bild. «Οποιος απλώς σφίγγει τη στρόφιγγα στην τιμή των καυσίμων δείχνει πόσο αδιάφορες τού είναι οι ανάγκες των πολιτών», σχολίασε χαρακτηριστικά ο Σοσιαλδημοκράτης αντίπαλός της, υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος της σημερινής κυβέρνησης, Ολαφ Σολτς. Η αλήθεια είναι ότι όλα σχεδόν τα κόμματα, πλην της Αριστεράς, τάσσονται υπέρ της αύξησης της τιμής του CO2. Συχνά όμως, οι εντυπώσεις είναι πιο δυνατές από την αλήθεια. Οι Πράσινοι αποκηρύσσονται από τους αντιπάλους τους αυτήν τη στιγμή ως κοινωνικά ανάλγητοι, που ενδιαφέρονται μόνο για το περιβάλλον και όχι για την ευημερία του μέσου Γερμανού. Το βασικό αντεπιχείρημα είναι πως η κλιματική αλλαγή πλήττει τους φτωχούς περισσότερο και άρα η προστασία του περιβάλλοντος και η κοινωνική ευαισθησία δεν είναι εξ ορισμού ασύμβατες έννοιες. Σπάνια ωστόσο ακούει κανείς από τα χείλη της Μπέρμποκ ή του Χάμπεκ προτάσεις για τη φορολογία της μεγάλης περιουσίας ή τη θέσπιση κατώτατου μισθού. Η ασάφεια σε τέτοια ζητήματα είναι προφανώς εσκεμμένη, αφού το κόμμα θα ήθελε να εξασφαλίσει τις ψήφους της κεντρώας δεξαμενής με οικολογικές ανησυχίες. Παράλληλα, δεν σκοπεύει να δεσμευθεί προεκλογικά ποιον κυβερνητικό εταίρο προτιμά μετά την αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου, αφού θεωρείται δεδομένο ότι θα είναι ο ρυθμιστής της επόμενης ημέρας.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες
Το τρίτο μήνυμα από τη Σαξονία-Ανχαλτ είναι πως το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) μοιάζει να αναγεννάται από τις στάχτες του. Επί μία δεκαετία το κόμμα δεν εκπροσωπείτο στην τοπική Βουλή του κρατιδίου και τώρα είναι πιθανό να συγκυβερνήσει. Κάτι ανάλογο αναμένεται να συμβεί και σε ομοσπονδιακό επίπεδο τον Σεπτέμβριο, αφού στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εξασφαλίζει 13%. Η σκληρή κριτική που άσκησε το κόμμα στις κυβερνητικές επιλογές στη διάρκεια της πανδημίας, χωρίς όμως να αρνείται την επικινδυνότητα του κορωνοϊού, αποδίδει καρπούς.
Τέταρτον, το μονοψήφιο –για πρώτη φορά– ποσοστό των Σοσιαλδημοκρατών στη Σαξονία απηχεί τη γενικότερη κρίση του SPD, που επωμίζεται τη φθορά της σύμπραξης με τους Χριστιανοδημοκράτες χωρίς να πιστώνεται κάποια θετική συνδρομή στη διακυβέρνηση της χώρας. Οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν αρχίσει να εξοικειώνονται με την ιδέα ότι οποιοδήποτε ποσοστό πάνω από 15% τον Σεπτέμβριο θα είναι μεγάλη επιτυχία.
Τέλος, στο Die Linke, το Κόμμα της Αριστεράς, παρατηρείται συρρίκνωση στο 7%, ειδικά στη διάρκεια της πανδημίας, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο αποτέλεσμα της Σαξονίας-Ανχαλτ, όπου απώλεσε πάνω από 5% και περιορίστηκε στο 11%. Αιτία είναι τόσο οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, με αντικείμενο κυρίως τον αμφιλεγόμενο ρόλο της Σάρα Βάγκενκνεχτ, η οποία ασκεί προσωπική πολιτική και διαφοροποιείται συνέχεια από την κομματική γραμμή, όσο και η αίσθηση πως απευθύνεται σε ένα γερασμένο εκλογικό σώμα, που ζει κυρίως στο πρώην ανατολικό κομμάτι της χώρας.
Η Εναλλακτική είναι… εκτός θέματος
Ισως το πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα στη Σαξονία-Ανχαλτ ήταν το χαμηλό ποσοστό της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (ΑfD), η οποία στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις φερόταν έτοιμη να κατακτήσει μέχρι και την πρώτη θέση. Τελικά η AfD απέσπασε μόλις 20,8%, σχεδόν 16 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από τους Χριστιανοδημοκράτες και 3,5% κάτω από τα ποσοστά του ίδιου κόμματος πριν από τέσσερα χρόνια. Η κακή επίδοση δείχνει την αδυναμία του κόμματος να προσαρμοστεί προγραμματικά στις αγωνίες της γερμανικής κοινής γνώμης μετά την πανδημία, που επικεντρώνονται στην οικονομία, την απασχόληση και την κλιματική αλλαγή. Αν κατά την κρίση χρέους καβάλησε με επιτυχία το ευρωφοβικό και ανθελληνικό κύμα και κατά τη μεταναστευτική κρίση την ισλαμοφοβία και τον ρατσισμό κατά των μεταναστών, αυτήν τη φορά η AfD δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί εκλογικά τη συγκυρία. Η εμμονή του κόμματος με το Ισλάμ και οι εσωκομματικές έριδες για την ιδεολογική κατεύθυνσή του φθείρουν το προφίλ του.