Τη στιγμή που η μετάλλαξη Δέλτα σαρώνει τον πλανήτη και προκαλεί ανησυχίες για νέα αναζωπύρωση της πανδημίας, οι ερευνητές συμφωνούν ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά εναντίον της. Γιατί παίρνουν όμως διαφορετικές απαντήσεις σε ό,τι αφορά τον βαθμό της αποτελεσματικότητας;
Στη Βρετανία, ερευνητές ανέφεραν τον Μάιο ότι οι δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer/BioNTech κατά της Covid-19 ήταν 88% αποτελεσματικές ενάντια σε συμπτωματική νόσηση από τη Δέλτα. Τον Ιούνιο, μια άλλη μελέτη στη Σκωτία συμπέρανε ότι το εμβόλιο ήταν 79% αποτελεσματικό κατά της ίδιας μετάλλαξης.
Το περασμένο Σάββατο, όμως, μια ομάδα ερευνητών από τον Καναδά ανέφερε ότι η αποτελεσματικότητα του σκευάσματος ήταν τελικά στο 87%.
Τη Δευτέρα, το υπουργείο Υγείας του Ισραήλ ανακοίνωσε ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου των Pfizer/BioNTech ήταν στο 64% ενάντια σε κάθε είδους μόλυνσης από τον κορωνοϊό, συγκριτικά με το 95% που είχε ανακοινωθεί τον Μάιο, προτού η μετάλλαξη Δέλτα αρχίσει να επικρατεί πλήρως στη χώρα.
⇒ Διαβάστε επίσης: Εμβόλιο Covid: Τι εννοούμε όταν λέμε «90% αποτελεσματικό»;
Παρόλο που το εύρος των αριθμών αυτών ίσως να προκαλεί σύγχυση, οι ειδικοί στα εμβόλια αναφέρουν ότι είναι κάτι που πρέπει να θεωρείται αναμενόμενο, καθώς είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η αποτελεσματικότητα ενός σκευάσματος από μία μόνο μελέτη.
«Θα πρέπει απλά να τα συγκεντρώσουμε όλα σαν τα μικρά κομμάτια ενός παζλ, και να μην δίνουμε υπερβολική βαρύτητα σε έναν μόνο αριθμό», αναφέρει η Νάταλι Ντιν, ειδική στη βιοστατιστική από το Πανεπιστήμιο του Έμορι στις ΗΠΑ.
Στις κλινικές δοκιμές, είναι (σχετικά) εύκολο να υπολογιστεί πόσο καλά λειτουργούν τα εμβόλια. Οι ερευνητές αποφασίζουν με τυχαίο τρόπο, να λάβει μια ομάδα εθελοντών είτε το πραγματικό εμβόλιο, είτε ένα placebo. Εάν ο κίνδυνος νόσησης για την ομάδα εκείνων που όντως εμβολιάστηκαν είναι χαμηλότερος, τότε οι επιστήμονες μπορούν να είναι βέβαιοι ότι ήταν το εμβόλιο που τους προστάτευσε.
Όταν όμως οι εμβολιασμοί ξεκινούν στον πραγματικό κόσμο, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να υπολογιστεί η αποτελεσματικότητά τους. Οι επιστήμονες δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν σε ποιους χορηγείται το εμβόλιο και σε ποιους όχι. Εάν προβούν στη σύγκριση μιας ομάδα εμβολιασμένων με μια άλλη από μη εμβολιασμένους, υφίστανται κάποιες επιπλέον διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομάδων αυτών, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν τον βαθμό του κινδύνου νόσησης που αντιμετωπίζουν.
⇒ Διαβάστε ακόμη: Σε τεντωμένο σχοινί ο τουρισμός λόγω της μετάλλαξης «Δέλτα»
Υπάρχει, για παράδειγμα, η πιθανότητα τα άτομα που επιλέγουν να μην εμβολιαστούν, να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να βρεθούν σε καταστάσεις που θα τους εκθέσουν στον ιό. Από την άλλη, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να είναι μεν πιο πιθανό να κάνουν το εμβόλιο, αλλά είναι παράλληλα πιο δύσκολο για τους οργανισμούς τους να αντιμετωπίσουν ένα πιο επιθετικό παραλλαγμένο στέλεχος.
Μπορεί επίσης ένα νέο ξέσπασμα μολύνσεων να πλήξει την περιοχή μιας χώρας όπου οι περισσότεροι είναι εμβολιασμένο , αφήνοντας ανεπηρέαστες τις περιοχές με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού.
Ένας τρόπος για να αποκλείσει κανείς αυτές τις εναλλακτικές εξηγήσεις είναι να συγκρίνει κάθε εμβολιασμένο άτομο σε μια μελέτη, με κάποιο άλλο άτομο που να έχει αντίστοιχα χαρακτηριστικά αλλά δεν έχει εμβολιαστεί. Οι ερευνητές συχνά δυσκολεύονται να το καταφέρουν αυτό, ενώ αναζητούν άτομα παρόμοιας ηλικίας και κατάστασης υγείας. Μπορούν μάλιστα να συγκρίνουν και άτομα που ζουν στην ίδια γειτονιά.
«Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια», αναφέρει ο Μαρκ Λίπστιχ, επιδημιολόγος στο Χάρβαρντ.
Στη νέα του μελέτη, το ισραηλινό υπουργείο Υγείας δεν έκανε τόσο μεγάλη προσπάθεια για να αποκλείσει τους διάφορους παράγοντες. «Φοβάμαι πως η υπάρχουσα ανάλυση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ασφαλή αξιολόγηση [της αποτελεσματικότητας του εμβολίου] με κανέναν τρόπο», αναφέρει στο Twitter ο Ούρι Σάλιτ, ανώτερος λέκτορας στο ισραηλινό ινστιτούτο Technion.
Είναι μάλιστα πιθανό, οι αριθμοί που καταγράφηκαν στο Ισραήλ να είναι διαφορετικοί λόγω των ατόμων που υποβάλλονται σε διαγνωστικά τεστ. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη χώρα έχει εμβολιαστεί. Όταν σημειώνονται τοπικές εξάρσεις νέων μολύνσεων, η κυβέρνηση ζητεί να υποβληθούν σε διαγνωστικά τεστ, όλοι όσοι – είτε συμπτωματικοί είτε ασυμπτωματικοί – έχουν έρθει σε επαφή με κάποιο άτομο που εντοπίστηκε θετικό στην Covid.
Σε άλλες χώρες, είναι πιο συχνό οι άνθρωποι να κάνουν τεστ επειδή ήδη αισθάνονται άρρωστοι. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι το Ισραήλ εντοπίζει περισσότερους ασυμπτωματικούς φορείς σε σχέση με άλλες περιοχές, κάτι το οποίο κατεβάζει το ποσοστό αποτελεσματικότητας του εμβολίου, το οποίο καταγράφεται.
Είναι ωστόσο θετικό το γεγονός ότι μέχρι στιγμής, όλες οι μελέτες συμφωνούν πως τα περισσότερα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι πολύ αποτελεσματικά στο να αποτρέπουν τη νοσηλεία λόγω Covid και γενικά προστατεύουν κατά της μετάλλαξης Δέλτα.
Ειδικότερα, το ισραηλινό υπουργείο Υγείας εκτίμησε ότι το σκεύασμα των Pfizer/BioNTech είναι περίπου 93% αποτελεσματικό στο να αποτρέπει τη σοβαρή νόσηση και τη νοσηλεία.
«Οι συνολικές ενδείξεις παρουσιάζουν συνέπεια: δηλαδή ο βαθμός προστασίας κατά της βαριάς νόσησης παραμένει πολύ υψηλός», τονίζει ο Νάορ Μπαρ-Ζιβ, αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Τζονς Χόπκινς.
Δεδομένης της περιπλοκότητας των μελετών για την αποτελεσματικότητα, θα χρειαστεί περισσότερη δουλειά προκειμένου να καθοριστεί πόσο μεγάλη απειλή αποτελεί για τα εμβόλια η μετάλλαξη Δέλτα.
Ο Δρ. Λίπστιχ λέει πως θα πρέπει να διεξαχθούν μελέτες σε περισσότερες χώρες.
«Εάν υπάρχουν πέντε μελέτες με ένα κοινό συμπέρασμα και μια άλλη με διαφορετικό, πιστεύω πως μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι πρώτες πέντε είναι πιο πιθανό να είναι σωστές από ό,τι η τελευταία», εξηγεί ο Λίπστιχ.
Πηγή: The New York Times