Η τεταμένη σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας είναι σαν να παραδέρνει στη θάλασσα. Το Βόρειο Αστρο της σχέσης –η συμμαχία του ΝΑΤΟ– χάθηκε όταν η Αγκυρα προχώρησε πεισματικά στην αγορά των ρωσικών S-400 παρά τις επανειλημμένες και έντονες αντιρρήσεις των ΗΠΑ. Δεν είναι επίσης σαφές πώς μπορεί να προχωρήσει η σχέση, καθώς υπάρχει χάσμα μεταξύ των δύο χωρών τόσο σε επίπεδο στρατηγικών συμφερόντων όσο και σε επίπεδο θεμελιωδών αξιών.
Αλλά, σε αντίθεση με έναν από τους πιο διάσημους χαρακτήρες που χάθηκε στη θάλασσα –τον Οδυσσέα–, αυτή η σχέση δεν έχει μια ξεκάθαρη Ιθάκη στην οποία προσπαθεί να φθάσει. Η Τουρκία μπορεί να παραμείνει τυπικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά δεν θα θεωρείται αξιόπιστος. Η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να αναζητάει τομείς στους οποίους μπορεί να συνεργαστεί με την Τουρκία (για παράδειγμα, το Αφγανιστάν ή το Ιράκ), αλλά δεν θα διστάσει να αντιταχθεί στην Αγκυρα όταν εκείνη υπονομεύει την αμερικανική πολιτική.
Αυτή η έλλειψη σαφούς προορισμού, ιδίως εν μέσω τρικυμιών, θα οδηγήσει σε σημαντική έλλειψη προβλεψιμότητας και σε κάποιο επίπεδο αστάθειας στις περιοχές και στα ζητήματα όπου διαδραματίζεται αυτή η σχέση. Αυτή η έλλειψη προβλεψιμότητας θα δημιουργήσει ιδιαίτερο πρόβλημα για το Κυπριακό.
Από τη μια πλευρά, υπάρχουν πολλά που πρέπει να μας ενθαρρύνουν όσον αφορά την πρώιμη προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Υπήρξε μια πρώιμη και συνεπής δέσμευση για τη διμερή σχέση και μεγάλη δραστηριότητα γύρω από το «3+1» (Κύπρος, Ελλάδα, Ισραήλ + ΗΠΑ). Η πλήρης εφαρμογή του νόμου για την εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο (East Med Act) είναι ένα από τα κορυφαία θέματα της ημερήσιας διάταξης, και η κυβέρνηση έχει διακηρύξει «την υποστήριξη των ΗΠΑ στις προσπάθειες της Κύπρου, με τη διαμεσολάβηση του ΟΗΕ, για την επανένωση του νησιού ως διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία προς όφελος όλων των Κυπρίων, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ενθαρρύνουν και τις δύο πλευρές να επιδείξουν την απαραίτητη προθυμία, ευελιξία και διαλλακτικότητα για την εξεύρεση κοινού εδάφους για την επανέναρξη των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού».
Παρ’ όλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια βασανισμένη ιστορία στην προσπάθεια να διατηρούν τις ισορροπίες σε σχέση με το Κυπριακό, και η ενθάρρυνση «και των δύο πλευρών» να επιδείξουν «ευελιξία και διαλλακτικότητα» δεν είναι τόσο ενθαρρυντική όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία ως απλώς την ελληνοκυπριακή κοινότητα και όχι ως τον στρατηγικό εταίρο με τον οποίο εμπλέκονται σε μια διαδικασία «3+1» και με τον οποίο δεσμεύονται μέσω του East Med Act. Υπάρχουν κάποιοι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (κάποιοι που εργάζονται για το Κυπριακό μόνο λιγοστά χρόνια) οι οποίοι επαναλαμβάνουν τα τουρκικά επιχειρήματα στους Ελληνοαμερικανούς υποστηρικτές σαν να μην τα έχουμε ακούσει ξανά και ξανά.
Αυτή η συνήθεια του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αξιωματούχων του ΟΗΕ, όπως η Ελίζαμπεθ Σπέχαρ, να πιέζουν τους Ελληνοκυπρίους να συμβιβάζονται κάθε φορά που η Τουρκία προκαλεί μια κρίση (γιατί είναι πιο εύκολο από το να λογοδοτήσει η Τουρκία), πρέπει να αλλάξει. Οσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας γενικότερα, υπάρχει μια δέσμευση στην Ουάσιγκτον να καλεί την Τουρκία και να προσπαθεί να την καταστήσει υπόλογη (CAATSA, υπόθεση της Halk Bank κ.λπ.), ακόμη και χωρίς να γνωρίζει ποιος θα είναι ο ενδεχόμενος τελικός αντίκτυπος στη διμερή σχέση.
Η ίδια προσέγγιση πρέπει να ακολουθηθεί και για το Κυπριακό. Αυτή την εβδομάδα, σημαντικοί γερουσιαστές των Ηνωμένων Πολιτειών –με επικεφαλής τους γερουσιαστές Μπομπ Μενέντεζ, Κρις βαν Χόλεν και Μάρκο Ρούμπιο– έστειλαν επιστολή στον πρόεδρο Μπάιντεν καταδικάζοντας την ενέργεια της Τουρκίας στα Βαρώσια και θέτοντας το ενδεχόμενο κυρώσεων ως απάντηση στη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, μια έκκληση για κυρώσεις για τα Βαρώσια θα ήταν αδιανόητη.
Στις 21 Ιουλίου, οκτώ από τους υπογράφοντες την επιστολή θα έχουν την ευκαιρία να πιέσουν την υφυπουργό Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ κατά τη διάρκεια ακρόασης της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, η οποία είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στην Τουρκία. Θα έχουν την ευκαιρία να πιέσουν την κυβέρνηση να περιγράψει τι σημαίνει να λογοδοτήσει η Τουρκία στην Κύπρο. Η υφυπουργός Νούλαντ μπορεί –και πρέπει– να καταστήσει σαφές ότι η πρόταση των γερουσιαστών για κυρώσεις σε περίπτωση που η Τουρκία υλοποιήσει τα σχέδιά της για τα Βαρώσια είναι υπό εξέταση. Θα πρέπει να καταδικάσει απερίφραστα αυτά τα σχέδια, καθώς και την επιμονή της Τουρκίας για λύση δύο κρατών. Και θα πρέπει να υπαινιχθεί περαιτέρω συνέπειες για τους Τουρκοκυπρίους που εμπλέκονται στο άνοιγμα των Βαρωσίων – συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης του γραφείου συνδέσμου που διατηρούν οι ΗΠΑ στον κατεχόμενο Βορρά και της άρνησης να συναντηθούν με «υπουργούς» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους.
Τους επόμενους μήνες θα υπάρξουν πρόσθετες ακροάσεις –κυρίως οι ακροάσεις επιβεβαίωσης της Κάρεν Ντόνφριντ ως βοηθού υπουργού Εξωτερικών για Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις και του Τζεφ Φλέικ ως επόμενου πρέσβη στην Τουρκία–, όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν θα ανεχθεί τη συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της Τουρκίας στο Κυπριακό. Αλλά αυτή την Τετάρτη, θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν η υφυπουργός Νούλαντ είναι τόσο ξεκάθαρη στο θέμα της Τουρκίας όσο υποσχέθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν ότι θα είναι η κυβέρνησή του.
* Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).