ΠΑΡΙΣΙ. Το πέπλο μιας σκοτεινής βιομηχανίας που διακινεί εργαλεία ολοκληρωτισμού μολύνοντας smartphones και παραβιάζοντας κάθε ίχνος προσωπικής ζωής ανυποψίαστων πολιτών ανασήκωσε μεγάλη έρευνα 17 διεθνών μέσων ενημέρωσης με αντικείμενο το κακόβουλο λογισμικό Pegasus, της ισραηλινής εταιρείας NSO. Σύμφωνα με τους συντάκτες της εφημερίδας Guardian, που έλαβαν τεράστιες προφυλάξεις προκειμένου να βγάλουν το θέμα στη δημοσιότητα, πρόκειται για ένα από τα πλέον προηγμένα προγράμματα παρακολούθησης, ευρέως διαθέσιμο ακόμη και σε κυβερνήσεις μικρών χωρών που έως τώρα δεν διέθεταν τέτοιου είδους δυνατότητες.
Στην κατοχή της γαλλικής οργάνωσης Forbidden Stories περιήλθαν 50.000 αριθμοί τηλεφώνου που οι κυβερνήσεις – πελάτες της NSO είχαν ζητήσει να τεθούν υπό παρακολούθηση. Παρακολούθηση από ένα σύστημα όπως το Pegasus σημαίνει όχι απλώς υποκλοπές κλήσεων, αλλά πλήρη πρόσβαση στη συσκευή για ενεργοποίηση κάμερας και μικροφώνου, υποκλοπή φωτογραφιών, βίντεο, συνομιλιών με εφαρμογές που χρησιμοποιούν κρυπτογράφηση πάσης φύσεως αρχείων.
Ο εντοπισμός των κατόχων των 50.000 αριθμών τηλεφώνου ήταν ένα μικρό σοκ για τους ερευνητές, καθώς επιβεβαιώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι για τη χρήση του λογισμικού παρακολούθησης. Στο στόχαστρο δεν βρίσκονταν «εγκληματικές οργανώσεις, τρομοκράτες κ.λπ.», όπως αναφέρεται στην εμπορική επικοινωνία της NSO, αλλά δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι των κυβερνήσεων που αγόρασαν το λογισμικό, δικηγόροι, δικαστές, ακτιβιστές και απλοί πολίτες.
Το σκάνδαλο της NSO είναι κατά κάποιον τρόπο το εμπορικό ανάλογο του σκανδάλου της NSA, που είχε αποκαλύψει το 2012 ο πρώην συνεργάτης της αμερικανικής υπηρεσίας ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων NSA. O Σνόουντεν είχε αποκαλύψει ότι οι πιο προηγμένες υπηρεσίες του κόσμου (ΝSA στις ΗΠΑ και GCHQ στη Βρετανία) πραγματοποιούν μαζικές παρακολουθήσεις μέσω των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, ή στοχευμένες, μέσω διείσδυσης σε συγκεκριμένες συσκευές.
Πλέον, κάθε κυβέρνηση, όσο αυταρχική και αν είναι, μπορεί να αποκτήσει τις δυνατότητες στοχευμένης παρακολούθησης. Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις, την Κυριακή, ο Σνόουντεν υποστήριξε ότι οι πολίτες είναι ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι απέναντι σε τέτοιου είδους απειλές από την NSO και τους ανταγωνιστές της και ζήτησε την απαγόρευση της εμπορικής διάθεσης τέτοιου είδους λογισμικού. «Υπάρχουν κάποιες βιομηχανίες, κάποιοι κλάδοι, από τους οποίους δεν μπορείς να προστατευθείς. Δεν επιτρέπουμε αγοραπωλησίες πυρηνικών όπλων», δήλωσε. «Αν δεν σταματήσουμε την πώληση αυτής της τεχνολογίας, οι στόχοι δεν θα είναι 50.000, θα είναι 5 εκατομμύρια», υποστήριξε ο Αμερικανός ειδικός.
Προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι στόχοι της παρακολούθησης όντως είχαν μολυνθεί από το λογισμικό της NSO, κάποιοι εξ αυτών δέχθηκαν να παραδώσουν τις συσκευές τους στο εργαστήριο ψηφιακών ερευνών της Διεθνούς Αμνηστίας. Από τις 67 συσκευές που ερευνήθηκαν, μολυσμένες μετά βεβαιότητας ήταν οι 23, ενώ σε άλλες 14 βρέθηκαν στοιχεία που έδειχναν απόπειρα μόλυνσης. Το λογισμικό αγοράστηκε από τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, την Ινδία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζαχστάν, την Ουγγαρία, το Μαρόκο, τη Ρουάντα και το Μεξικό.
Μεταξύ αυτών που μπήκαν στο στόχαστρο ήταν διευθυντικά στελέχη μεγάλων ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης, όπως η Ρούλα Χαλάφ των Financial Times ή ο Εντουί Πλενέλ της Mediapart. «Οσα έχουμε διαβάσει έως τώρα –και απομένει να επαληθευθούν– είναι απολύτως απαράδεκτα», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Η ελευθερία του Τύπου είναι μία από τις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
Στο Ισραήλ, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Haaretz, Ανσελ Πφάιφερ, υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έθεσε η NSO το λογισμικό της στην υπηρεσία τουλάχιστον 12 ξένων κυβερνήσεων για την παρακολούθηση 180 δημοσιογράφων χωρίς άδεια από τα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης Νετανιάχου». Τα μέσα ενημέρωσης που συνεργάστηκαν στην έρευνα κατέστησαν σαφές ότι έπονται περισσότερες αποκαλύψεις στη διάρκεια των επόμενων ημερών. Η NSO υποστήριξε ότι τα δημοσιεύματα είναι ανυπόστατα.
Κινεζικό χάκινγκ
O Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε χθες ότι δεν θεωρεί το κινεζικό κράτος υπεύθυνο για τις ηλεκτρονικές επιθέσεις εναντίον στόχων στις ΗΠΑ και αλλού, αλλά μπορεί το Πεκίνο να προστατεύει τους δράστες. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ε.Ε., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς κατηγόρησαν χθες δημοσίως την Κίνα για διείσδυση σε συστήματα υπολογιστών. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν έκανε λόγο για επιθέσεις «ζημιογόνες για την εθνική ασφάλεια», ενώ το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης απήγγειλε κατηγορίες σε τέσσερις Κινέζους υπηκόους για τη διενέργεια ηλεκτρονικών επιθέσεων. Οι ομάδες των χάκερ που εδρεύουν στην Κίνα λέγονται Advanced Persistent Threat 40 και Advanced Persistent Threat 31, ενώ μεταξύ των στόχων ήταν συστήματα της εταιρείας Microsoft. O Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι έρευνες παραμένουν σε εξέλιξη, ενώ αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου ξεκαθάρισαν ότι μπορεί να ληφθούν και άλλα μέτρα πέρα από την απαγγελία κατηγοριών στους τέσσερις. REUTERS, A.P.