Υπήρξε στενός συνεργάτης της Αγκελα Μέρκελ ως αντικαγκελάριος και κορυφαίος υπουργός στις κυβερνήσεις της επί μία πενταετία. Ταυτόχρονα ήταν και ο κύριος πολιτικός της αντίπαλος ως ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) επί οκτώ χρόνια.
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ –αντικαγκελάριος (2013-2018) και παράλληλα υπουργός Οικονομίας (2013-2017) και εν συνεχεία Εξωτερικών (2017-2018) και πρόεδρος του SPD (2009-2017)– σε συνέντευξή του στην «Κ» για τις γερμανικές εκλογές της επομένης Κυριακής πλέκει το εγκώμιο της κυρίας Μέρκελ λέγοντας ότι κράτησε τη Γερμανία σε μια πολύ σταθερή πορεία εν μέσω σοβαρών εθνικών και διεθνών κρίσεων, όπως η οικονομική, αυτή της κατάληψης της Κριμαίας και του πολέμου στην Ανατολική Ουκρανία με τη Ρωσία, η ελληνική κρίση και αυτή του ευρώ, η προσφυγική, αυτή της πανδημίας, ακόμη και οι τρομοκρατικές επιθέσεις.
Αναφερόμενος στις εκλογές εκτιμάει ότι διακυβεύεται η ενότητα της Ευρώπης στη σκιά της διαμάχης ανάμεσα στα πλουσιότερα και τα φτωχότερα κράτη-μέλη της νομισματικής Ζώνης του Ευρώ.
Ο πρώην ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών τονίζει ότι οι σχέσεις με την Ελλάδα είναι πολύ καλές και σίγουρα θα παραμείνουν έτσι από γερμανικής πλευράς. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη έμαθαν κάτι από την ελληνική κρίση: ότι είναι ανοησία να επιβάλλουμε πάντα σε ένα κράτος μόνο μέτρα λιτότητας που καταλήγουν να φέρνουν λαϊκιστικές δυνάμεις στην εξουσία. Και ότι είμαστε επιτέλους σε θέση να δώσουμε και εγγυημένες από κοινού επενδύσεις στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρώπης.
Χαρακτηρίζει δύσκολο εγχείρημα τη συνέχιση του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ δηλώνει ξεκάθαρα πως το καλύτερο σενάριο για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα ήταν ένας συνασπισμός ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες (25% στις τελευταίες δημοσκοπήσεις), τους Πράσινους (15%) και τους Φιλελεύθερους (10%).
Για την Τουρκία σημειώνει ότι το Βερολίνο, όπως και η Ουάσιγκτον, έχει στρατηγικό συμφέρον να διατηρήσει μια σταθερή και ευέλικτη σχέση με την Αγκυρα, υπογραμμίζοντας ότι μια Τουρκία που θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ θα εξελιχθεί σε έναν αστάθμητο παράγοντα, κάνοντας λόγο ακόμη και για τον κίνδυνο να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Τέλος, περιγράφει την Κίνα ως οικονομικό φίλο, αλλά πολιτικό αντίποδα της Ευρώπης και της Αμερικής, και εκφράζει την ελπίδα ότι «θα καταφέρουμε να οριοθετήσουμε τις γραμμές μας».
– Τι διακυβεύεται για τη Γερμανία (και την Ευρώπη) σε αυτές τις εκλογές;
– Πάνω απ’ όλα η ενότητα της Ευρώπης. Εκτός από τις διαμάχες ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες υφέρπουν εδώ και χρόνια, μια παλιά διαμάχη απειλεί να ξεσπάσει εκ νέου: αυτή ανάμεσα στα πλουσιότερα και τα φτωχότερα κράτη-μέλη της νομισματικής ζώνης του ευρώ. Το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, που εγκρίθηκε ως ένα από κοινού εγγυημένο επενδυτικό κεφάλαιο για την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών-μελών μετά την πανδημία, έτυχε ήδη δύσκολης συμφωνίας και εφαρμογής. Θα είναι ακόμη πιο δύσκολη η συνέχισή του, η οποία είναι επιβεβλημένη ενόψει των δραματικών οικονομικών πιέσεων στην Ευρώπη.
– Εχετε συνεργαστεί στενά με την Αγκελα Μέρκελ ως αντικαγκελάριος, καθώς και ως υπουργός Οικονομίας και Εξωτερικών. Πώς αποτιμάτε τη 16χρονη θητεία της; Ποιο θα είναι το αποτύπωμά της στη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας;
– Η Αγκελα Μέρκελ κράτησε τη Γερμανία σε μια πολύ σταθερή πορεία εν μέσω σοβαρών εθνικών και διεθνών κρίσεων. Την οικονομική κρίση, την κρίση με την κατάληψη της Κριμαίας και τον πόλεμο στην Ανατολική Ουκρανία με τη Ρωσία, την ελληνική κρίση και την κρίση του ευρώ, τις τρομοκρατικές επιθέσεις, την προσφυγική κρίση, την πανδημία.
Η Γερμανία ήταν πολύ τυχερή που είχε μια γυναίκα στο τιμόνι της ως καγκελάριο, η οποία κράτησε μια πολύ καθαρή και ψύχραιμη πορεία.
– Πώς θα πρέπει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να διαχειριστεί τις σχέσεις με τις ΗΠΑ υπό τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς και με τη Ρωσία και την Κίνα;
– Εξακολουθεί να ισχύει ότι ο σημαντικότερος εταίρος μας είναι οι ΗΠΑ. Οσον αφορά τη Ρωσία και την Κίνα, η Γερμανία θα προσπαθήσει σίγουρα να κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει ότι αφενός θα υπάρξει περαιτέρω πίεση στη Ρωσία, ενώ αφετέρου θα επιδιώξει να αποτρέψει την περαιτέρω ώθησή της στη σφαίρα επιρροής της Κίνας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ακόμη μία απόπειρα διαμόρφωσης μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας με τη Ρωσία.
Με την Κίνα το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο: εκεί που η Ρωσία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο ήταν απλώς ένας στρατιωτικός αντίπαλος, από τον οποίο δικαίως νιώθαμε οικονομικά ανώτεροι, με την Κίνα συμβαίνει το αντίθετο. Η Κίνα είναι για εμάς τους Ευρωπαίους ένα είδος «φιλεχθρού»: οικονομικός φίλος, αλλά πολιτικός αντίποδας, επειδή είναι δικτατορία. Επί της αρχής, το ίδιο αποτελεί και για τις ΗΠΑ. Η ελπίδα μου είναι ότι θα καταφέρουμε να οριοθετήσουμε τις γραμμές μας:
Σε ποιο πεδίο θα βρεθούμε σε πραγματική αντιπαράθεση στο ορατό μέλλον; Πρωτίστως στην πολιτική ασφάλειας αλλά και σε θέματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε ποιο πεδίο ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλον; Κυρίως στην οικονομική αρένα. Εκεί κανείς δεν έχει συμφέρον από την πλήρη αποτυχία του άλλου, διότι αυτό θα είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, οπότε ο ανταγωνισμός δεν αποσκοπεί στο να γονατίσει ο άλλος.
Και σε ποιους τομείς συνεργαζόμαστε, ειδάλλως θα αποτύχουμε σε παγκόσμια κλίμακα: στις πανδημίες, στην κλιματική αλλαγή ή στην καταπολέμηση της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής;
Ελπίζω ότι γρήγορα θα καταφέρουμε να διαφυλάξουμε την ισορροπία σε αυτούς τους τομείς.
– Αν το SPD κερδίσει, ποια θα ήταν η καλύτερη κυβέρνηση συνασπισμού;
– Με τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
– Πώς βλέπετε τις σχέσεις με την Ελλάδα και πώς θα εξελιχθούν υπό την επόμενη κυβέρνηση του Βερολίνου;
– Κατά την άποψή μου, οι σχέσεις με την Ελλάδα είναι πολύ καλές και σίγουρα θα παραμείνουν έτσι από γερμανικής πλευράς. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη έμαθαν κάτι από την ελληνική κρίση: ότι είναι ανοησία να επιβάλλουμε πάντα σε ένα κράτος μόνο μέτρα λιτότητας που καταλήγουν να φέρνουν λαϊκιστικές δυνάμεις στην εξουσία. Και ότι είμαστε επιτέλους σε θέση να δώσουμε και εγγυημένες από κοινού επενδύσεις στις πιο αδύναμες χώρες της Ευρώπης. Πρέπει να καταστήσουμε το ευρώ διεθνές αποθεματικό νόμισμα, διαφορετικά η Ευρώπη θα παραμένει πάντα εξαρτώμενη και δεν θα επιτύχει πλήρη κυριαρχία.
– Σε πιο προσωπικό επίπεδο, σκέφτεστε να συμμετάσχετε –ή να συνεργαστείτε με κάποιον τρόπο– με τη νέα κυβέρνηση;
– Οχι. Μεταπήδησα στον γερμανικό και στον διεθνή επιχειρηματικό τομέα και εκεί θα παραμείνω.
– Πώς θα πρέπει η νέα γερμανική κυβέρνηση και η Ε.Ε. να αντιμετωπίσουν μια πιο διεκδικητική Τουρκία υπό τον πρόεδρο Ερντογάν και ποια είναι η επιρροή/ο ρόλος της τουρκικής κοινότητας που ζει στη Γερμανία;
– Θεωρώ ότι όχι μόνον η Γερμανία αλλά και όλη η Ευρώπη θα πρέπει να έχει συμφέρον να παραμείνει δεσμευμένη προς και με την Τουρκία, παρά τις όποιες δυσκολίες. Και κυρίως στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Μια Τουρκία που θα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ θα γίνει ένας αστάθμητος κίνδυνος. Για παράδειγμα, και μόνο η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί εγγύηση ότι η χώρα δεν θα επιχειρήσει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Εμείς οι Γερμανοί έχουμε έναν ξεχωριστό ρόλο σε αυτό, όχι μόνο λόγω του μεγάλου αριθμού ανθρώπων τουρκικής καταγωγής που ζουν ανάμεσά μας και που βοήθησαν να οικοδομηθεί αυτή η χώρα και να ευημερήσει. Οπως οι ΗΠΑ έτσι και η Γερμανία έχει στρατηγικό συμφέρον να διατηρήσει μια σταθερή και ευέλικτη σχέση με την Τουρκία.