Αν από το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής έπρεπε να εξαχθεί ένα και μόνο συμπέρασμα, αυτό θα ήταν ότι η Γερμανία θα παραμείνει σε μία φιλεοευρωπαϊκή και υπέρ του ΝΑΤΟ τροχιά, με μετριοπαθή κόμματα να εξακολουθούν να τη διευθύνουν.
Ωστόσο, και παρότι το σχήμα των δικομματικών συνασπισμών κυριάρχησε στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή της Γερμανίας, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι η χώρα θα κυβερνηθεί αυτή τη φορά από μία τριμερή κυβερνητική συμμαχία.
Τόσο το SPD όσο και το CSU που κυβέρνησαν μαζί τα 12 από τα 16 χρόνια, δηλώνουν ότι θα προσπαθήσουν να σχηματίσουν μία κυβέρνηση με το τρίτο και τέταρτο κόμμα, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες που πέτυχαν ποσοστά 14.8% και 11.5% αντίστοιχα.
Αν και το χθεσινό αποτέλεσμα είναι το χειρότερο μεταπολεμικά για τους Χριστιανοδημοκράτες ο Αρμιν Λάσετ δηλώνει ότι θα ήθελε να σχηματίσει μία συμμαχία προερχόμενη από το κέντρο της γερμανικής Βουλής καθώς η Γερμανία «χρειάζεται έναν συνασπισμό για το μέλλον που θα εκσυγχρονίσει» τη χώρα.
Από την πλευρά του ο Ολαφ Σολτς μεταφράζει το αποτέλεσμα ως καθαρή προτίμηση των ψηφοφόρων για το κόμμα του, το οποίο κατάφερε να ανασύρει από την τρίτη θέση στην οποία βρισκόταν στη αρχή της προεκλογικής εκστρατείας με μόλις 15% δημοσκοπικά ποσοστά.
Αλλαγή, αλλά τι είδους;
«Οι πολίτες θέλουν αλλαγή», σημείωσε.
Ωστόσο το τι είδους αλλαγή είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς με βάση τα αποτελέσματα της Κυριακής. Πράσινοι και Φιλελεύθεροι μοιάζουν σχεδόν «καταδικασμένοι» να ακολουθήσουν τον επόμενο συνασπισμό. Το ερώτημα είναι: Θα συμπλεύσουν με την κεντροαριστερά ή με την κεντροδεξιά;
Οι Σοσιαλδημοκράτες φαίνεται να έχουν το πάνω χέρι. Όχι μόνο επειδή τερμάτισαν πρώτοι, αλλά και επειδή ήρθαν από τη θέση του «κυνηγού», βελτιώνοντας κατά 5 μονάδες το ποσοστό τους σε σχέση με το 2017.
Το ατού του Σολτς
Επιπλέον, ο Σολτς που υπήρξε δήμαρχος Αμβούργου και αντικαγκελάριος το 2017, είναι συντριπτικά πιο δημοφιλής από τον Λάσετ.
Περίπου οι μισοί από τους ψηφοφόρους του SPD δηλώνουν ότι δεν θα το επέλεγαν εάν ο Σολτς δεν ήταν ο επικεφαλής τους. Το αντίστοιχο ποσοστό για CDU και Λάσετ είναι μόλις 10% των ψηφοφόρων του.
Ωστόσο σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στη Γερμανία την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν την δίδει ο Πρόεδρος (συνήθως στον πρώτο των εκλογών).
Αντιθέτως εναπόκειται στα κόμματα να ξεκινήσουν την πρωτοβουλία σχηματισμού κυβέρνησης.
Τα παραδείγματα του παρελθόντος
Μάλιστα στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή της Γερμανίας υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που ο δεύτερος των εκλογών καταλήγει να αναλάβει την εξουσία. Το 1969, οι συντηρητικοί έλαβαν περίπου 3,5 μονάδες περισσότερες από το SPD. Αλλά ο υποψήφιος καγκελάριος Βίλι Μπραντ κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με το FDP.
Διαβάστε ακόμη: Το 56% θέλει Σολτς για την καγκελαρία
Αντίστοιχη ήταν η έκβαση το 1976, όταν ο υποψήφιος των CDU/CSU Χέλμουτ Κολ κέρδισε μεν την πρώτη θέση με το εντυπωσιακό για τα σημερινά δεδομένα ποσοστό του 48.6%. Ωστόσο SPD και FDP μαζί συγκέντρωναν πάνω από 50%, γεγονός που είχε εκληφθεί ως ψήφος εμπιστοσύνης στο συνασπισμό τους.
Όλες οι επιλογές στο τραπέζι
Δεδομένου ότι κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν μπορούν να δηλώσουν ότι έχουν καθαρή εντολή αυτή τη φορά, εναπόκειται στην διαπραγματευτική οξύνοια των αρχηγών στο να πείσουν τα δύο μικρότερα κόμματα να τους ακολουθήσουν στη σύμπηξη κυβερνητικής συμμαχίας.
Από την άλλη πλευρά οι επικεφαλής του FDP και των Πρασίνων που έχουν τεράστιες διαφορές θυα πρέπει να συνενοηθούν και μεταξύ τους για το ποιο από τα μεγάλα κόμματα θα ακολουθήσουν.
Για τους Πράσινους όποια και να είναι η συμμαχία, η στάση τους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής δεν θα αλλάξει, λέει η Αναλένα Μπέρμποκ συν – επικεφαλής του κόμματος μαζί με τον Χάμπεκ.
Πράσινοι: Η πολιτική δεν είναι παζάρι
Επιπλέον, δηλώνει ότι το κόμμα της πέρα από τις πιο αυστηρές πολιτικές θα επιμείνει και σε ζητήματα δικαιοσύνης και νεολαίας.
«Η πολιτική δεν είναι παζάρι», προειδοποιεί.
Δεύτερη ευκαιρία για τους Φιλελεύθερους
O Eλεύθεροι Δημοκράτες πέτυχαν μικρά κέρδη σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2017, αλλά το κόμμα, που παραμένει δημοφιλές στους νεαρούς ψηφοφόρους, χαιρέτισε το αποτέλεσμα ως σημαντική νίκη δεδομένου ότι το FDP θα είναι στο κέντρο των συνομιλιών για την κυβέρνηση συνασπισμού.
Το κόμμα βρισκόταν σε παρόμοια θέση το 2017, αλλά εκείνη η χρονιά δεν τελείωσε καλά για τους Φιλελεύθερους καθώς απεσύρθη από τις τριμερείς συνομιλίες (με Μέρκελ και Πράσινους) οδηγώντας το CDU/CSU σε κυβέρνηση με το SPD.
Εκτιμάται ότι ο Λίντνερ δεν «αντέχει» να είναι για δεύτερη φορά εκείνος που θα «σκοτώσει την συμφωνία».
Την Κυριακή επανέλαβε πάντως την προτίμησή του για μία κυβέρνηση υπό το CDU λέγοντας ότι τα δύο κόμματα έχουν τα περισσότερα κοινά.
Το ακροδεξιό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) έχασε 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 ενώ τόσο το CDU όσο και το SPD έχουν αποκλείσει κάθε πιθανότητα συνεργασίας μαζί του.
Το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), με ρίζες στο ανατολικογερμανικό κομμουνιστικό κόμμα περιορίστηκε το 4,9%. Παρότι δεν πέτυχε το όριο του 5% θα έχει ωστόσο 39 βουλευτές από την πρώτη (απευθείας ψήφο), γεγονός που καθιστά τη συμμαχία με το SPD και τους Πράσινους εξαιρετικά απίθανη.
Και στο βάθος χριστουγεννιάτικο, γυαλιστερό ταγιέρ
Οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης προμηνύονται μακρές, και ίσως το πιο ενοχλητικό για την Μέρκελ πέραν του ότι παραδίδει την εξουσία στο κόμμα που η ίδια είχε νικήσει πριν από 16 χρόνια, να είναι το γεγονός ότι τα σχέδιά της για μία ζωή μετά την πολιτική γεμάτη βιβλία και ταξίδια να πάρουν μια όχι και τόσο μικρή αναβολή και τον Δεκέμβριο να χρειαστεί να φορέσει ξανά ένα γυαλιστερό ταγέρ και να απευθύνει, ως καγκελάριος, το χριστουγεννιάτικο μηνυμά της προς τους Γερμανούς.
– Politico.eu