Την ώρα που σχεδόν τα 3/4 των Ευρωπαίων πολιτών έχουν εμβολιαστεί πλήρως κατά του κορωνοϊού, η Ε.Ε. χαρακτηρίζεται δικαίως ως «παγκόσμιος ηγέτης» στην κούρσα των εμβολιασμών. Ωστόσο, ο εντυπωσιακός αυτός αριθμός αποκρύπτει μια δυσάρεστη πραγματικότητα: την ανισότητα στα ποσοστά ανοσοποίησης από χώρα σε χώρα, αναφέρει σε εκτενές ρεπορτάζ του το αμερικανικό δίκτυο CNN.
Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιρλανδίας, της Μάλτας, της Πορτογαλίας και της Δανίας, έχουν επιτύχει σχεδόν καθολικό εμβολιασμό, με το τείχος ανοσίας να φτάνει το 90%, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων. Στον αντίποδα, η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν εμβολιάσει πλήρως μόνο το 33% και το 22% του ενήλικου πληθυσμού τους, αντίστοιχα.
Το πρόβλημα δεν οφείλεται στις ελλείψεις εμβολίων. Όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν πρόσβαση στα σκευάσματα που έχουν λάβει έγκριση από τον ΕΜΑ (Pfizer/BioNTech, Moderna, AstraZeneca και Johnson & Johnson), ενώ κάθε κράτος από μόνο του έχει την ελευθερία να προμηθευτεί και άλλα εμβόλια. Η Ουγγαρία, για παράδειγμα, έχει προμηθευτεί το ρωσικό Sputnik για τον πληθυσμό της.
Διαβάστε ακόμη: Ηλίας Μόσιαλος: Τι νεότερο γνωρίζουμε για τα φάρμακα για την αντιμετώπιση της νόσου Covid-19
Οι χαμηλές «πτήσεις» Βουλγαρίας και Ρουμανίας
«Έχουν τα εμβόλια. Όποιος θέλει να εμβολιαστεί, μπορεί», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ιβάν Κράστεφ, Βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας και ιδρυτικό μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. «Αντ’ αυτού, η Βουλγαρία παλεύει με τον βαθύ δισταγμό τον πολιτών προς το εμβόλιο, που τροφοδοτείται από πολιτική αστάθεια, θεωρίες συνωμοσίας και έλλειψη πίστης στις αρχές. Υπάρχει υψηλό επίπεδο δυσπιστίας και αυτό ισχύει τόσο για τη Βουλγαρία όσο και για τη Ρουμανία», ανέφερε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ακόμη και η ιατρική κοινότητα, οι γιατροί, οι νοσηλευτές, διστάζουν να εμβολιαστούν, κάτι που περνάει και στους πολίτες».
Χαρακτηριστικό της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης αποτελεί το γεγονός πως «τόσο η Ρουμανία, όσο και η Βουλγαρία παλεύουν με τις αυξήσεις στα νέα κρούσματα κορωνοϊού από τις αρχές Σεπτεμβρίου».
Στη Βουλγαρία, μάλιστα, οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες για τρίτη φορά τον Νοέμβριο. Οι δύο προηγούμενες ψηφοφορίες, τον Απρίλιο και στη συνέχεια τον Ιούλιο, κατέληξαν σε αδιέξοδο, χωρίς να σχηματιστεί κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, η χώρα έχει κολλήσει σε μια αέναη προεκλογική εκστρατεία με ελάχιστα περιθώρια για οτιδήποτε άλλο.
«Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις εκλογές και όχι σε μία εκστρατεία υπέρ των εμβολιασμών», τόνισε ο Κράστεφ, σημειώνοντας πως «ούτε η κυβέρνηση που ήταν στην εξουσία, ούτε η υπηρεσιακή έκαναν τον εμβολιασμό προτεραιότητα».
Όπως είπε, τα μέσα ενημέρωσης έπαιξαν επίσης ρόλο. «Προκειμένου να γίνει η συζήτηση πιο ενδιαφέρουσα, παρουσίαζαν τις γνώμες υπέρ του εμβολίου και κατά του εμβολίου ως εξίσου σημαντικές, έτσι οι άνθρωποι μπερδεύτηκαν».
Την ίδια ώρα, η ρουμανική κυβέρνηση δικαιολόγησε τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, ως αποτέλεσμα των fake news και των θεωριών συνωμοσίας που διαδίδονται στο διαδίκτυο.
Το χάσμα Ανατολής-Δύσης
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία δεν είναι οι μόνες χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα δισταγμού. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα μισό έχει αγκαλιάσει τον εμβολιασμό και έχει ανοσοποιήσει το σύνολο σχέδον του πληθυσμού και το άλλο αγωνίζεται να ξεπεράσει την έντονη δυσπιστία.
Η νοητή διαχωριστική γραμμή βρίσκεται περίπου κατά μήκος του ορίου του Σιδηρού Παραπετάσματος που κάποτε χώριζε την Ευρώπη, σε Ανατολική και Δυτική.
Από τα 27 κράτη μέλη της Ένωσης, οι 15 κορυφαίοι «παίκτες» όσον αφορά τα ποσοστά εμβολιασμού είναι όλοι μέρος του παλαιότερου δυτικού μπλοκ, ενώ οι υπόλοιπες 10 είναι όλες πρώην κομμουνιστικές χώρες. Η Ελλάδα και η Λιθουανία είναι οι μόνες δύο χώρες που βρίσκονται εκτός της εξίσωσης, με τη Λιθουανία να βρίσκεται στην 16η και την Ελλάδα στην 17η.
Όλες οι λεγόμενες δυτικές χώρες, με εξαίρεση την Ελλάδα, έχουν εμβολιάσει πλήρως τουλάχιστον το 70% του ενήλικου πληθυσμού τους. Ένα όριο που μοιάζει απλησίαστο ακόμη για τα κράτη του ανατολικού μπλοκ.
Σύμφωνα με τον Κράστεφ, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η πανδημία σε διάφορες χώρες θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που εξηγεί τις διαφορές. «Οι χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από το πρώτο κύμα του κορωνοϊού, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στον εμβολιασμό, σε σχέση με τις χώρες που επλήγησαν από το δεύτερο κύμα».
Η καθηγήτρια στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, Άννα Νισίντσκα έχει μελετήσει τους λόγους της διστακτικότητας για τα εμβόλια, επισημαίνοντας ότι και η ιστορία παίζει σημαντικό ρόλο στην επιρροή των αποφάσεων των ανθρώπων.
Εξετάζοντας τα δεδομένα σχετικά με την εμπιστοσύνη στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τις ιατρικές αρχές από 100 χώρες, διαπίστωσαν ότι η δυσπιστία ήταν πολύ υψηλότερη σε έθνη που είχαν βιώσει τον κομμουνισμό σοβιετικού τύπου στο παρελθόν. Σύμφωνα με την έρευνα, οι άνθρωποι είχαν θέμα εμπιστοσύνης προς τις αρχές, ακόμη και χρόνια μετά την αλλαγή του καθεστώτος, κάτι που αποτυπώνεται και στα ποσοστά εμβολιασμού.