Ηταν ένα ζεστό απόγευμα Τετάρτης, στις 25 Μαΐου του 1977, όταν μια μακριά ουρά άρχισε να σχηματίζεται στο πεζοδρόμιο έξω από το περίφημο Mann’s Chinese Theatre του Λος Αντζελες. Η ταινία που παιζόταν είχε τον μάλλον φιλόδοξο στο πρώτο άκουσμα τίτλο «Star Wars», ενώ ο δημιουργός της, Τζορτζ Λούκας, βρισκόταν εκείνες τις ημέρες σε οικογενειακές διακοπές στη Χαβάη, προσπαθώντας να ξεχάσει την επικείμενη αποτυχία. Ο ίδιος άλλωστε μερικές εβδομάδες πριν, αφού επισκέφθηκε το σετ γυρισμάτων της ταινίας «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του καλού του φίλου Στίβεν Σπίλμπεργκ, έβαλε στοίχημα πως το δικό του φιλμ θα τα πήγαινε χειρότερα στα ταμεία. Ο Σπίλμπεργκ, ο οποίος διαφώνησε, εισπράττει ακόμη και σήμερα το 2,5% όλων των κερδών από τον ορίτζι-ναλ «Πόλεμο των Αστρων»…
Στις μέρες μας μοιάζει απίστευτο, ωστόσο η ταινία του Τζορτζ Λούκας άνοιξε πράγματι σε μόλις 32 κινηματογραφικές αίθουσες, οι οποίες έγιναν 40 το επόμενο διάστημα, σε ολόκληρη την Αμερική. Η ίδια η εταιρεία παραγωγής της, Twentieth Century Fox, πόνταρε εκείνο το καλοκαίρι στην επιτυχία ενός φιλμ ονόματι «The Other Side of Midnight» σκηνοθετημένο από τον Τσαρλς Τζάροτ, προκειμένου να βελτιώσει τους ζοφερούς οικονομικούς της δείκτες. Τελικά, μέχρι τις αρχές Αυγούστου, το «Star Wars» κατέληξε να παίζεται σε 1.096 αίθουσες, εξήντα από τις οποίες συνέχισαν να προβάλλουν την ταινία αδιάκοπα για έναν ολόκληρο χρόνο, γεγονός ανεπανάληπτο στη μέχρι τότε αμερικανική κινηματογραφική ιστορία. Η δε Fox, η οποία έως τότε είχε ρεκόρ ετήσιων κερδών 37 εκατ. δολαρίων, το 1977 έφτασε τα 79 εκατ. δολάρια.
Ατμόσφαιρα παραμυθιού με ριζικά νέα προσέγγιση
Αν κάποιος νεότερος δει σήμερα την αρχική εκδοχή του «Πολέμου των Αστρων» –και όχι κάποια από τις ψηφιακά επεξεργασμένες επανεκδόσεις– μάλλον θα απογοητευθεί από τα χειροποίητα ειδικά εφέ, τις εκρήξεις που μοιάζουν βγαλμένες από απαρχαιωμένο βίντεο γκέιμ και τους μη αληθοφανείς εξωγήινους, τους οποίους υποδύονται προφανώς άνθρωποι με στολές. Το 1977, ωστόσο, όλα αυτά αποτελούσαν επιστημονική φαντασία που ζωντάνευε μπροστά στα μάτια σου. Το κοινό είχε, βέβαια, πάρει μια πρώτη γεύση θαυμάζοντας τα εντυπωσιακά διαστημόπλοια στην «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ από το 1968, όμως αυτό που είδε στο «Star Wars» ήταν πολύ πιο λεπτομερειακό και (κυρίως) απείρως πιο προσιτό και ανθρώπινο.Ενώ στις μέχρι τότε ταινίες φαντασίας που ασχολούνταν με το Διάστημα, οι εικόνες που βλέπαμε ήταν αυτές ενός φουτουριστικού, πεντακάθαρου και άψογα οργανωμένου σύμπαντος, ο Τζορτζ Λούκας αποφάσισε να τοποθετήσει τη δική του ιστορία «πολύ καιρό πριν, σε ένα γαλαξία πολύ πολύ μακρινό». Το αποτέλεσμα είναι πως στον «Πόλεμο των Αστρων», ειδικά από την πλευρά των «καλών», σχεδόν τα πάντα είναι περασμένα με ένα στρώμα πατίνας και βρωμιάς, μοιάζουν χρησιμοποιημένα και γεμάτα σημάδια από τις ταλαιπωρίες. Το κοινό λάτρεψε τη συγκεκριμένη εικονοποιία, όπως και την ατμόσφαιρα παραμυθιού που αποπνέει ιδιαίτερα η πρώτη ταινία της σειράς, αλλά και οι επόμενες.Αυτό πάντως που προσέφερε πραγματικά ο Τζορτζ Λούκας στα εκατομμύρια παγκοσμίως που πήγαν να δουν την ταινία του εκείνο το καλοκαίρι και αργότερα, ήταν το βασικό συστατικό οποιουδήποτε επιτυχημένου έργου αυτού του είδους: το ταξίδι σε έναν άλλο κόσμο. Οταν ο νεαρός Λουκ Σκαϊγουόκερ αγναντεύει το ηλιοβασίλεμα στον αμμώδη πλανήτη του, τον Τατουίν, στον ορίζοντα εμφανίζονται όχι ένα αλλά δύο φεγγάρια – όπως θα έλεγε και η Ντόροθι από τον «Μάγο του Οζ»: «Τότο, έχω ένα προαίσθημα ότι δεν είμαστε πια στο Κάνσας». Οσο για τα συγκεκριμένα γυρίσματα, αυτά έγιναν στην Τυνησία, σε μια περιοχή όπου η έρημος Σαχάρα καταπίνει σταδιακά τις εκτάσεις της βορειοαφρικανικής χώρας.
Αυτό άλλωστε είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό των πρώτων κλασικών «Star Wars»: πλην των γυρισμάτων σε στούντιο, περιείχαν και αρκετές σκηνές οι οποίες κινηματογραφήθηκαν σε αυθεντικές τοποθεσίες από τις ζούγκλες της Γουατεμάλας μέχρι τους παγετώνες της βορειοδυτικής Νορβηγίας. Τέτοια μέρη έλειψαν από τη δεύτερη τριλογία, που ο Λούκας παρουσίασε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενώ επανήλθαν στις πιο πρόσφατες ταινίες του Τζ. Τζ. Αμπραμς για λογαριασμό πια της Ντίσνεϊ.
Η αιώνια σύγκρουση του καλού και του κακού
Στην ταινία υπάρχει η ίδια πασίγνωστη ιστορία της μάχης ανάμεσα στο καλό και στο κακό, εκεί όπου ο νεαρός Λουκ Σκαϊγουόκερ (Μαρκ Χάμιλ), μαζί με τον σοφό ιππότη Τζεντάι, Ομπι-Ουάν Κενόμπι (Αλεκ Γκίνες), την πριγκίπισσα Λέια (Κάρι Φίσερ) και τον λαθρέμπορο Χαν Σόλο (Χάρισον Φορντ), συγκρούεται με τη σατανική Αυτοκρατορία και τον μασκοφόρο Λόρδο Νταρθ Βέιντερ. Οχι τυχαία, ο τελευταίος εξελίχθηκε στην πορεία στον πιο δημοφιλή ίσως «κακό» ολόκληρης της κινηματογραφικής ιστορίας. Και οι υπόλοιποι ήρωες βέβαια δεν πήγαν πίσω· ειδικά ο 35χρονος τότε Χάρισον Φορντ, ο οποίος λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της ταινίας επισκέφθηκε ανέμελος ένα δισκάδικο, όπου δέχτηκε «επίθεση» από αφιονισμένους θαυμαστές, φεύγοντας με μερικά μόνο υπολείμματα από το πουκάμισό του.Ακόμη και τα ρομπότ αγαπήθηκαν τρομερά από το κοινό. Το ρίσκο μάλιστα του Λούκας να ξεκινήσει ουσιαστικά την ταινία με τους δύο μεταλλικούς χαρακτήρες να μονοπωλούν σχεδόν τις αρχικές σκηνές, δεν ήταν καθόλου αμελητέο, παρ’ όλα αυτά ο αξιολάτρευτος R2-D2 και το γνήσια βρετανικό φλέγμα του γκαφατζή C-3PO (τον υποδύεται ο Αγγλος ηθοποιός Αντονι Ντάνιελς) γοήτευσαν τους πάντες. Το χιούμορ άλλωστε και η ελαφριά ατμόσφαιρα έκαναν γενικώς τη διαφορά στον «Πόλεμο των Αστρων», ενώ ο δημιουργός του επισήμαινε σε κάθε ευκαιρία πως η διασκέδαση, η αγνή χαρά ήταν εκείνο που ήθελε να αφήσει ως επίγευση στον θεατή.
Αυτό το τελευταίο, πάντως, δεν σημαίνει πως πρόκειται για ρηχή ταινία. Αντιθέτως, αν και όπως είπαμε ο πυρήνας της πλοκής είναι απλούστατος, ο Λούκας ξεκίνησε να γράφει το σενάριο ήδη από το 1971, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ντεμπούτου του με τίτλο «THX 1138». Αρχικός του στόχος, όπως έχει εξομολογηθεί, ήταν η μεταφορά στην οθόνη του πολύ αγαπητού του κομίστικου ήρωα Φλας Γκόρντον, ωστόσο η απώλεια των συγκεκριμένων κινηματογραφικών δικαιωμάτων τον οδήγησε στην απόφαση να πλάσει μια δική του περιπέτεια φαντασίας, επηρεασμένος και από τον επικό «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Τόλκιν.
Μια σύγχρονη ταινία της δεκαετίας του 1970
Μέσα από το διαρκές γράψιμο και ξαναγράψιμο, στην ιστορία ενσωματώθηκε τελικά πλήθος στοιχείων, από τον εν εξελίξει ακόμη πόλεμο στο Βιετνάμ μέχρι το πυρηνικό ολοκαύτωμα (αυτό συμβολίζει επί της ουσίας το καταστρεπτικό «Αστρο του Θανάτου») και την τυραννία των απολυταρχικών καθεστώτων. Επιπλέον, ο χαρακτήρας της Κάρι Φίσερ είναι με έναν τρόπο μπροστά από την εποχή του, «προφητεύοντας» τις σημερινές γυναίκες action heroes. Η πριγκίπισσα Λέια δεν αποτελεί απλώς διακοσμητικό στοιχείο ούτε συμπλήρωμα στους άνδρες πρωταγωνιστές· αντιθέτως, είναι δυναμική, διαθέτει θάρρος και ιδανικά που θα μπορούσε κανείς να πει ότι εμπνέουν τη γυναικεία χειραφέτηση.
Κι επειδή βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που προσανατολίζονται στην πλευρά των ανατολικών κοσμοθεωριών. Οι Ιππότες Τζεντάι, που δανείζονται στην όψη και στις τεχνικές τόσο από τους Κινέζους μοναχούς σαολίν όσο και από τους Ιάπωνες σαμουράι, αλλά και η περίφημη «Δύναμη», που «ρέει» και ισορροπεί τις αντιμαχόμενες τάσεις του σύμπαντος, έχουν προφανώς εκεί τις ρίζες τους. Για να επιστρέψουμε όμως πίσω στην… ουρά του 1977, έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε πώς μπορεί να ένιωσαν όλοι αυτοί που είδαν τον «Πόλεμο των Αστρων» για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη. Τα πελώρια διαστημόπλοια, τα ρομπότ, τις ακτίνες λέιζερ, το Μιλένιουμ Φάλκον, τα φωτόσπαθα των Τζεντάι. Προσοχή, μιλάμε όχι απλώς για την εποχή, όπου ο συγκεκριμένος –σήμερα πασίγνωστος– μύθος ήταν παντελώς καινούργιος, αλλά και για ένα στιγμιότυπο στην κινηματογραφική ιστορία, κατά την οποία ο όρος «μπλοκμπάστερ» ήταν πρακτικά ανύπαρκτος. Ο κόσμος είχε βέβαια ενθουσιαστεί με τα «Σαγόνια του καρχαρία» του Σπίλμπεργκ δύο χρόνια νωρίτερα και οι εισπράξεις των εισιτηρίων έφτασαν σε νούμερα-ρεκόρ, ωστόσο ακόμη και η επιτυχία εκείνου του φιλμ δεν συγκρίνεται με τη μετέπειτα φρενίτιδα.
Ο παραγωγός Γκάρι Κουρτς συμμετείχε σε ραδιοφωνική εκπομπή κατά την πρώτη εβδομάδα προβολών, όταν ένας ακροατής επικοινώνησε τηλεφωνικά, μιλώντας με ενθουσιασμό για την παραμικρή λεπτομέρεια της ταινίας. Οταν ο Κουρτς επαίνεσε την παρατηρητικότητά του, εκείνος απάντησε πως την είχε δει ήδη τέσσερις φορές. Από τότε η μπλοκμπάστερ συνταγή εκτελέστηκε πολλές φορές με επιτυχία, ελάχιστες όμως στην επική κλίμακα του «Star Wars». Ο «Αρχοντας των Δαχτυλιδιών» του Πίτερ Τζάκσον αποτελεί ένα προφανές παράλληλο, όπως και κάποιες από τις πιο φιλόδοξες ταινίες της Marvel. Το πολυαναμενόμενο «Dune» του Ντενί Βιλνέβ, μεταφερμένο από το διάσημο λογοτεχνικό πρότυπο του Φρανκ Χέρμπερτ, φιλοδοξεί να μπει στην ίδια κατηγορία, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ο μύθος του αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για τον ίδιο τον Τζορτζ Λούκας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ