Άρθρο Πέτερ Σουφ στην «Κ»: Νέα εποχή στη γερμανική εξωτερική πολιτική

Άρθρο Πέτερ Σουφ στην «Κ»: Νέα εποχή στη γερμανική εξωτερική πολιτική

Στις 27 Φεβρουαρίου 2022 η νέα γερμανική κυβέρνηση προχώρησε σε μια ιστορική αλλαγή της εξωτερικής της πολιτικής και του δόγματος ασφαλείας της, με συνέπειες όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για την Ευρώπη και τη Δυτική Συμμαχία στο σύνολό της.

9' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 27 Φεβρουαρίου 2022 η νέα γερμανική κυβέρνηση προχώρησε σε μια ιστορική αλλαγή της εξωτερικής της πολιτικής και του δόγματος ασφαλείας της, με συνέπειες όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά και για την Ευρώπη και τη Δυτική Συμμαχία στο σύνολό της. Η θεαματική αυτή στροφή είναι άμεση συνέπεια της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και αποτυπώθηκε σε ομιλία του καγκελαρίου Σολτς στην Μπούντεσταγκ, όπου ανακοίνωσε την απόφαση:

• Να εφοδιάσει την Ουκρανία με όπλα.

• Να ενισχυθεί ο γερμανικός στρατός (Μπούντεσβερ) μέσω ενός ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο θα κατοχυρωθεί από το Σύνταγμα.

• Να τηρήσει (επιτέλους) τη δέσμευση για δαπάνες του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα.

• Να συμφωνήσει στο πιο ολοκληρωμένο πακέτο κυρώσεων στην Ιστορία της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού των μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το SWIFT.

• Να μειώσει δραστικά την εξάρτηση της Γερμανίας από τις ρωσικές προμήθειες φυσικού αερίου, με τη διαφοροποίηση των επιλογών εφοδιασμού, την κατασκευή τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου και την επιτάχυνση της παροχής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Αυτή η αλλαγή πολιτικής είναι θαρραλέα και έχει γίνει δεκτή με μεγάλη ανακούφιση τόσο στη Γερμανία όσο και μεταξύ των συμμάχων μας. Αυτό ισχύει και για μένα! Δύσκολα μπορώ να θυμηθώ μια συζήτηση στο Κοινοβούλιο τέτοιας σημασίας. Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η συνολική και γνήσια ενδοσκόπηση της γερμανικής πολιτικής τάξης για το γεγονός ότι υπήρξε για πολύ καιρό υπερβολικά ανεκτική με τη Ρωσία του Πούτιν και παρερμήνευσε τις πραγματικές προθέσεις αυτής. Επίσης, αυτή η τολμηρή και θεαματική αλλαγή πολιτικής μοιάζει πολύ «μη γερμανική», καθώς είμαστε γνωστοί για την αργή και επιφυλακτική λήψη αποφάσεων, οι οποίες γίνονται κυρίως σταδιακά. Αν και η αλλαγή μοντέλου χαιρετίστηκε από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης και το κοινό στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι επικριτές τονίζουν ωστόσο ότι χρειάστηκε ένας επιθετικός πόλεμος και η σχεδόν ομόφωνη πίεση από σχεδόν όλους τους συμμάχους μας για να προκληθεί αυτή η στροφή. Και ότι μόνο υπό το βάρος της απομόνωσης η Γερμανία βρήκε το θάρρος να περάσει «στην ορθή πλευρά της Ιστορίας».

Το παρελθόν

Ηταν όλα λάθος; Ισως, αλλά μια τέτοια ετυμηγορία θα πρέπει να διατυπωθεί μόνο αφού ληφθούν υπόψη οι ρίζες αυτού που συχνά –λανθασμένα– αποκαλείται κατευνασμός, εφησυχασμός ή οικονομικός εγωκεντρισμός. Οσον αφορά την περιοριστική πολιτική στη διάθεση όπλων, ας μην ξεχνάμε το βάρος του παρελθόντος. Η Γερμανία προσπάθησε να διαχειριστεί την τραυματική ιστορία της, η οποία οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου σκοτώθηκαν 60 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη, και στο Ολοκαύτωμα, τη μαζική εξόντωση των Ευρωπαίων Εβραίων. Η ναζιστική Γερμανία σκότωσε περισσότερους από 25 εκατομμύρια πολίτες μόνο στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Ο αριθμός των θυμάτων στην Ουκρανία υπολογίζεται σε περίπου 8 εκατομμύρια. Ακόμα και 77 χρόνια μετά, η φρίκη για όσα έγιναν από τη ναζιστική Γερμανία σε όλους τους Ευρωπαίους γείτονές μας εξακολουθεί να βαραίνει τη συνείδηση της χώρας μου. Συνεχίζει να έχει μεγάλη σημασία και δεν αποτελεί, σε αντίθεση με ορισμένα σχόλια στο εξωτερικό, μια βολική δικαιολογία για να παραμένουμε σε απόσταση. Ομως, βέβαια, υπάρχει και η άλλη αφήγηση: Μήπως θα έπρεπε η Γερμανία να νιώθει ιδιαίτερη την ευθύνη να συμβάλει στην προστασία και την υποστήριξη της Ουκρανίας, λόγω των δεινών που της προκάλεσε ο πόλεμος του Χίτλερ, και η οποία τώρα είναι και πάλι θύμα ενός επιθετικού πολέμου; Και γενικότερα: Μήπως δικαιολογείται η στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία, με βάση τις ανησυχίες των ανατολικών εταίρων μας στην Ε.Ε., όπως τα κράτη της Βαλτικής, που έχουν τραυματιστεί από τις θηριωδίες της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και από εκείνες της δεκαετούς σοβιετικής δικτατορίας; Είναι ένα πραγματικά πολύ δύσκολο ηθικό δίλημμα! Θα έλεγα όμως ότι ο προηγούμενος δισταγμός της Γερμανίας να προμηθεύσει με όπλα την Ουκρανία αξίζει τον σεβασμό.

Ναι, το νέο δόγμα είναι μια σημαντική και αναγκαία διαφοροποίηση επίσης, από αυτό που ήταν μέχρι τώρα μια ευρέως αποδεκτή πολιτική έναντι της Ρωσίας. Η Γερμανία θεωρούσε ότι είχε τον ιδιαίτερο ρόλο της ευθύνης να χτίζει γέφυρες δεσμεύσεων, ακόμη και όταν η Ρωσία γινόταν όλο και πιο επιθετική. Λάβετε επίσης υπόψη σας την ευγνωμοσύνη που αισθάνονται πολλοί Γερμανοί για τον ρόλο του Γκορμπατσόφ στην επανένωση της Γερμανίας το 1990. Η ηγετική του θέση στον χειρισμό της Ρωσίας ήταν –για μεγάλο χρονικό διάστημα– γενικά αποδεκτή στην Ε.Ε., αν και αντιμετωπίστηκε πάντα με κάποια καχυποψία από τους εταίρους μας στην Ε.Ε. στα ανατολικά. Η συμφωνία του Μινσκ, την οποία έχει τώρα παραβιάσει ο Πούτιν, ήταν το ορθότερο για την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης στο Ντονμπάς. Η διατήρηση της επικοινωνίας με τη Ρωσία για σημαντικές περιφερειακές συγκρούσεις, όπως η Συρία ή το Ιράν, φαινόταν απαραίτητος στόχος. Για πολλούς, η Αγκελα Μέρκελ έμοιαζε να είναι η μόνη από τους ηγέτες της Ε.Ε. την οποία ο Πούτιν φαινόταν πρόθυμος να πάρει στα σοβαρά.

Κρίση αξιοπιστίας

Η εξέλιξη της Ρωσίας του Πούτιν σε μια όλο και πιο κατασταλτική και υπερβολικά βίαιη δύναμη χωρίς εμφανή όρια ή ταμπού έκανε όλο και πιο δύσκολη την υπεράσπιση αυτής της ατζέντας δέσμευσης. Εριξε επίσης μαύρα σύννεφα στην πίστη της Γερμανίας στη «Wandel durch Handel» (δηλαδή την πολιτική της αλλαγής μέσω στενότερων εμπορικών δεσμών), η οποία φαινόταν να έχει επιτύχει για πολλά χρόνια. Επιπλέον, αποκάλυψε έναν ανεπίτρεπτο βαθμό εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας το φθινόπωρο του 2021, οι Πράσινοι ήταν κυρίως εκείνοι που υποστήριζαν ότι η εξωτερική πολιτική της Γερμανίας πρέπει να επαναπροσδιοριστεί. Η Αναλένα Μπέρμποκ (νυν υπουργός Εξωτερικών) και ο Ρόμπερτ Χάμπεκ (νυν υπουργός Οικονομικών Υποθέσεων και Προστασίας του Κλίματος) έκαναν ισχυρή έκκληση για μια πιο αξιακή πολιτική, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, τον τερματισμό του Nord Stream 2, ενώ οι υποψήφιοι τόσο από το SPD όσο και από το CDU ήταν μάλλον σιωπηροί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Το νέο δόγμα είναι μια σημαντική και αναγκαία διαφοροποίηση από αυτό που ήταν μέχρι τώρα μια ευρέως αποδεκτή πολιτική έναντι της Ρωσίας και θα έχει συνέπειες για την Ευρώπη στο σύνολό της.

Με τη στρατιωτική ενίσχυση του Πούτιν στα σύνορα της Ουκρανίας, η εσωτερική συζήτηση για τη στάση της Γερμανίας απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν έγινε όλο και πιο τεταμένη. Υπήρχε πάντοτε κάποια συνεννόηση –ιδίως σε ορισμένα μέρη του SPD– σχετικά με την απογοήτευση της Μόσχας για το θέμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ βάσει των αναφερόμενων προφορικών διαβεβαιώσεων από τους δυτικούς ηγέτες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς και κριτική για την έλλειψη ζήλου να προσφερθεί στη Ρωσία η θέση που της αρμόζει σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή δομή ασφάλειας.

Ολα αυτά μπορεί να ισχύουν, αλλά είναι γεγονός ότι η Ρωσία υπέγραψε τη Χάρτα των Παρισίων το 1990, το Μνημόνιο της Βουδαπέστης το 1994 (μέσω του οποίου η Ουκρανία μεταβίβασε το πυρηνικό της οπλοστάσιο στη Ρωσία με αντάλλαγμα την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας) και την Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ – Ρωσίας το 1997 (στην οποία η Ρωσία δεσμεύεται να απέχει από απειλές ή πράξεις βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της αυτοδιάθεσης των μελών του ΝΑΤΟ και άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός τους να αναζητούν τα μέσα για την ασφάλειά τους). Παρεμπιπτόντως, η Γερμανία ήταν αυτή που εισηγήθηκε μια σειρά πρωτοβουλιών για να ικανοποιήσει τις ρωσικές ανησυχίες. Αυτές δεν ελήφθησαν ποτέ σοβαρά υπόψη από τη Μόσχα.

Άρθρο Πέτερ Σουφ στην «Κ»: Νέα εποχή στη γερμανική εξωτερική πολιτική-1
Η θεμελιώδης μετατόπιση της κουλτούρας της αμυντικής πολιτικής της Γερμανίας προς την αποδοχή ισχυρών δυνατοτήτων θα ενισχύσει τόσο τη δική της διπλωματία όσο και εκείνη της Ε.Ε., επισημαίνει ο κ. Πέτερ Σουφ.

Η υπομονή με τη Ρωσία είχε ήδη εξαντληθεί μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, τη δολοφονία Ρώσων αντιφρονούντων στους δρόμους του Βερολίνου και την απόπειρα δηλητηρίασης του Ναβάλνι. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, ο ευρέως σεβαστός μελετητής και ιστορικός Καρλ Σλέγκελ αποκάλεσε τις εκκλήσεις για συνεχή κατανόηση της ρωσικής συμπεριφοράς «Πούτιν-Κιτς». Και με την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, πολλοί από εκείνους που κάποτε υποστήριζαν τη μεγαλύτερη κατανόηση των ανησυχιών της Ρωσίας έχουν πλέον εκφράσει ξεκάθαρα την καταδίκη και την απογοήτευσή τους.

Ποια είναι η δικαιολογία της Ρωσίας για τον επιθετικό της πόλεμο; Ενα διαφοροποιημένο «δόγμα Μπρέζνιεφ», με μια χρονική απόκλιση 25 ετών (μετά την ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ – Ρωσίας), για κατασταλτική και βίαιη απάντηση, και σε μια εποχή που η ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ δεν είναι καν στο τραπέζι; Να έρθει, μετά από 78 χρόνια, η Γιάλτα πίσω στην Ευρώπη και να ξεχαστεί το Ελσίνκι, όπως το έθεσε τόσο εύγλωττα ο Τίμοθι Γκάρτον Ας; Το αποτέλεσμα της εισβολής του Πούτιν είναι σήμερα η συντριπτική υποστήριξη, από τα μεγάλα κόμματα, τις γερμανικές επιχειρήσεις, τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία των πολιτών, της νέας πορείας της κυβέρνησης του Ολαφ Σολτς, με εξαίρεση το AfD. Ακόμη και το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) καταδικάζει πλέον ξεκάθαρα την επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, αν και δεν θα συμφωνήσει στην ενίσχυση του Μπούντεσβερ.

Η Ευρώπη

Η αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και συνέπειες:

1) Η θεμελιώδης μετατόπιση της κουλτούρας της αμυντικής πολιτικής της Γερμανίας προς την αποδοχή ισχυρών δυνατοτήτων θα ενισχύσει τόσο τη δική της διπλωματία όσο και εκείνη της Ε.Ε. Η σημασία του διαλόγου και της διπλωματίας δεν θα μειωθεί. Η Γερμανία θα τηρεί φυσικά πάντα την αρχή της υπεροχής της διπλωματίας. Ωστόσο έχει αποδεχθεί ότι η διπλωματία και ο διάλογος μπορούν να είναι πιο αποτελεσματικοί εάν υποστηρίζονται από μια αξιόπιστη εργαλειοθήκη που περιλαμβάνει την αποτροπή και τον στρατιωτικό οπλισμό.

2) Η πρόθεση αύξησης των αμυντικών δαπανών θα συμβάλει στην αξιοπιστία του ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί το έδαφος της Συμμαχίας. Δεν είναι μυστικό ότι ο γερμανικός στρατός, ο Μπούντεσβερ, πάσχει από ουσιαστικές αδυναμίες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητά του να επιτελέσει τον ρόλο του στην υπεράσπιση της επικράτειας του ΝΑΤΟ. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να αποδώσει καρπούς αυτή η ανάκαμψη, αλλά είναι ακόμη πιο επείγουσα ενόψει της αυξανόμενης πίεσης της Ρωσίας προς τα έθνη στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Θα είναι επίσης μια ουσιαστική συμβολή στις φιλοδοξίες της ίδιας της Ε.Ε. για την επίτευξη του στρατού της. Ελπίζω οι σημαντικοί πόροι που θα αποδεσμευθούν τώρα να λάβουν υπόψη την ανάγκη για συγκέντρωση και ανταλλαγή, δηλαδή για ενεργή συμμετοχή σε κοινά έργα με κοινή αντίληψη των αμυντικών στόχων.

3) Αντιπαράθεση με τη Ρωσία και όχι δεσμεύσεις μαζί της, κάτι που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό. Πρόκειται για μια νέα θέση για τη Γερμανία, αλλά και για μια σημαντική αλλαγή πλαισίου για τη σχέση της Ρωσίας με την Ευρώπη. Από τη σκοπιά του Πούτιν έχασε έναν παίκτη που είχε πετύχει να τιθασεύει τα συναισθήματα στην Ε.Ε. και να διατηρεί γέφυρες επικοινωνίας ακόμη και σε περιόδους υψηλών εντάσεων. Ο αγωγός Nord Stream 2 αποτελεί παρελθόν (κατά την άποψή μου οριστικό)! Το Βερολίνο βοηθάει στον εξοπλισμό μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία και έχει προσυπογράψει τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το SWIFT, πράγμα που σημαίνει επίσης αποδοχή δυσμενών κινδύνων και συνεπειών για την ενεργειακή ασφάλεια της ίδιας της Γερμανίας. Η τολμηρή κίνηση της κυβέρνησης Σολτς μπορεί να είναι επίσης καλή είδηση για την Ε.Ε., καθώς αίρει τα εμπόδια καχυποψίας απέναντι στο Βερολίνο, ιδίως στα ανατολικά κράτη-μέλη. Πρόκειται σίγουρα για μια εξέλιξη που θα συμβάλει στη συνοχή της Ευρώπης.

4) Θα πρέπει να τονισθεί το τι κρύβεται πίσω από την απόφαση του Βερολίνου: η υπεράσπιση της ελευθερίας, του δικαιώματος των χωρών να ασκούν αυτοδιάθεση και να επιλέγουν τον δρόμο της δημοκρατίας και, πάνω απ’ όλα, η προάσπιση της αρχής της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας στην Ευρώπη –αυτές είναι οι αξίες που υπερασπίζεται η Ουκρανία– για όλους μας. Η Γερμανία είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τη ζώνη άνεσης και να δώσει τη μάχη για αυτές τις αξίες. Πρόκειται για ένα ισχυρό μήνυμα προς τη Μόσχα, αλλά και προς οποιονδήποτε επιδιώκει μια αναθεωρητική ατζέντα προσπαθώντας να περιορίσει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα. Υπό αυτή την έννοια είναι –παρεμπιπτόντως– και ένα θετικό μήνυμα για την Ελλάδα.

* Ο κ. Πέτερ Σουφ υπήρξε πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα από το 2014 έως το 2017. Οι θέσεις στο παρόν άρθρο αποτελούν προσωπική του άποψη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT