Περνώντας από τη θεωρία των επαπειλούμενων κυρώσεων στην πράξη της επιβολής τους, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε σήμερα πως στο εξής θα απαγορεύονται οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ΗΠΑ δεν εξαρτώνται, βέβαια, τόσο όσο η Ευρώπη από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνες δεν προχωρούσαν σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για τις οποίες θα πρέπει τώρα να αναζητήσουν άλλους προμηθευτές.
Ποιοί θα μπορούσαν να είναι αυτοί;
Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο έστειλε το μήνυμα τη Δευτέρα πως είναι διατεθειμένος να αυξήσει τη δική του παραγωγή πετρελαίου εάν αποκλειστούν οι ροές από τη Ρωσία. Διόλου τυχαία, ο ηγέτης της Βενεζουέλας είχε το περασμένο Σαββατοκύριακο συνάντηση στο Καράκας και με Αμερικανούς αξιωματούχους την οποία μάλιστα ο ίδιος χαρακτήρισε «γεμάτη σεβασμό, εγκάρδια και πολύ διπλωματική».
Πηγές που επικαλείται το πρακτορείο Reuters μιλούν για την πρώτη υψηλού επιπέδου διμερή συνάντηση έπειτα από χρόνια. Από την πλευρά των ΗΠΑ πήραν μέρος, μεταξύ άλλων, ο κορυφαίος σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί θεμάτων Λατινικής Αμερικής, Χουάν Γκονζάλες, και ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα (που έχει όμως μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια στη Μπογκοτά της Κολομβίας) Τζέιμς Στόρι. Σημειωτέων πως η εν λόγω συνάντηση – που έλαβε χώρα στο προεδρικό μέγαρο Miraflores στο Καράκας – πρόκειται να έχει και συνέχεια, με τις δύο πλευρές να ανανεώνουν τα ραντεβού τους χωρίς ωστόσο να έχει προς το παρόν ανακοινωθεί επισήμως κάποια νέα ημερομηνία.
Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους εμφανίζονται πια να διερευνούν εάν και κατά πόσο η Βενεζουέλα θα ήταν διατεθειμένη να απομακρυνθεί από τη Ρωσία και με ποιά ανταλλάγματα.
Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας, από την άλλη, ζητά να αρθούν όλες οι κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.
«Η σύμμαχος της Ρωσίας Βενεζουέλα, της οποίας η πετρελαϊκή βιομηχανία βρίσκεται υπό αμερικανικές κυρώσεις, έχει πια αναδειχθεί ως πιθανός αντικαταστάτης ορισμένων εκ των προμηθειών αργού που θα μπορούσαν να απαγορευτούν καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εντείνουν την προσπάθειά τους να τιμωρήσουν τη Ρωσία. Αμερικανοί αξιωματούχοι φέρονται να εξετάζουν τη χαλάρωση των κυρώσεων για να επιτρέψουν στο πετρέλαιο της Βενεζουέλας να επιστρέψει στις παγκόσμιες αγορές και να αντιμετωπίσουν τις ταχέως αυξανόμενες τιμές του αργού», σημειώνει σε ανάλυσή του ο Όστιν Ράμζι μέσα από τη σελίδα των New York Times.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση ωστόσο, αυτού του τύπου οι προσπάθειες «αντιμετωπίζουν μια σειρά από εμπόδια».
Μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου έχουν από την πλευρά τους εγείρει ενστάσεις, υποστηρίζοντας πως οι προσπάθειες απομόνωσης του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα έπρεπε να δίνουν ώθηση σε άλλους αυταρχικούς ηγέτες.
Γερουσιαστές όπως ο Ρεπουμπλικάνος Μάρκο Ρούμπιο και ο Δημοκρατικός Ρόμπερτ Μενέντεζ είναι κάποιοι από εκείνους που έχουν εκδηλώσει δημόσια την αντίθεσή τους.
Υπενθυμίζεται πως η προηγούμενη αμερικανική διοίκηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ είχε πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες απομάκρυνσης του Μαδούρο από την εξουσία το 2019, αναγνωρίζοντας ως νόμιμο πρόεδρο της Βενεζουέλας τον αντιπολιτευόμενο Χουάν Γκουαϊδό. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει παράλληλα και κυρώσεις κατά της Βενεζουέλας σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τα έσοδά της από τις εισαγωγές πετρελαίου.
Πέρα από τα πολιτικά εμπόδια που συναντά η αποκατάσταση των ενεργειακών εμπορικών δεσμών ΗΠΑ – Βενεζουέλας, υπάρχουν όμως και άλλα πρακτικά εμπόδια, όπως σημειώνεται στο σχετικό κείμενο των Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Τα κοιτάσματα πετρελαίου της Βενεζουέλας «υποφέρουν εδώ και καιρό από ένα καθεστώς κακοδιαχείρισης» και, έπειτα από μια «παρατεταμένη περίοδο υποεπένδυσης», δεν πρόκειται να επανέλθουν στην πλήρη δυναμική τους εν μία νυκτί, όπως σημειώνεται.
Ως εκ τούτου, όπως υπογραμμίζουν αναλυτές προερχόμενοι από τον χώρο της ενέργειας, ακόμη και αν συμφωνηθεί να αυξηθεί η προσφορά, πρακτικά αυτή η αύξηση μπορεί να καθυστερήσει, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναζητηθούν και άλλες εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας πέρα από τη Βενεζουέλα, σε χώρες όπως είναι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Με πληροφορίες από the New York Times, Reuters