Υποθέστε ότι έχετε βγει για βόλτα στο πάρκο. Στη διαδρομή, ένα ζευγάρι μπροστά σας διαπληκτίζεται έντονα. Απορείτε, κουνάτε μελαγχολικά το κεφάλι και επιταχύνετε το βήμα σας. Σε ένα άλλο σημείο της διαδρομής, ξαναπέφτετε στο ίδιο ζευγάρι. Αυτή τη φορά, ο λεκτικός καυγάς έχει αντικατασταθεί από φυσική βία – ο άνδρας γρονθοκοπά τη γυναίκα. Ερώτημα: τι κάνετε; Κοντοστέκεστε και παρατηρείτε, απομακρύνεστε γρήγορα, ή παρεμβαίνετε, ζητώντας από τον άνδρα να πάψει να χτυπά τη γυναίκα; Δεύτερο – γενικότερο – ερώτημα: έχετε ηθική ευθύνη να κάνετε κάτι;
Οι περισσότεροι θα απαντούσαμε καταφατικά: ναι, όταν είμαστε μάρτυρες μιας αποτρόπαιας πράξης, έχουμε την ηθική ευθύνη να παρέμβουμε. Δεν χρειάζονται σύνθετες φιλοσοφικές κατασκευές (αν και υπάρχουν) για να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα: ως έλλογα όντα, η ηθική διαίσθησή μας είναι τέτοια που αυθόρμητα μας ωθεί στη δράση. Ακόμα κι αν, τελικά, δεν παρέμβουμε, αφενός είναι σχεδόν αδύνατο να μη νοιώσουμε την επιθυμία να κάνουμε κάτι, αφετέρου, πιθανότατα, θα νοιώσουμε ενοχές, αργότερα, για την αδράνειά μας.
Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι ποιοτικώς διαφορετική. Οι Ουκρανοί υφίστανται φρικώδη βία από τον εισβολέα. Ό,τι διαφορές και να είχαν οι δύο χώρες, τίποτε δεν δικαιολογεί, με ηθικούς όρους, την απρόκλητη εισβολή της μιας στην άλλη. Είμαστε μάρτυρες ενός εγκλήματος – ο ισχυρός ασκεί βία στον αδύναμο. Πρέπει να σιωπήσουμε;
Αν πιστέψουμε τους συνδικαλιστές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ναι. Παρεμβλήθηκαν αυθαίρετα στην παράσταση «Οθέλλος» για να δηλώσουν τη διαφωνία τους με την απόφαση της διοίκησης να αφιερωθεί η παράσταση στους δοκιμαζόμενους Ουκρανούς. Γιατί; Διότι τη βρήκαν «μονομερή». Δεν ήταν οι μόνοι. Συνδικαλιστές του ΚΚΕ απέτρεψαν τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων να παιανίσει τον εθνικό ύμνο της Ουκρανίας. Και ο πρώην Υπουργός Άμυνας κ. Αποστολάκης δήλωσε πρόσφατα ότι «η στρατιωτική βοήθεια […] ρίχνει λάδι στη φωτιά».
Δεν εκπλήσσει: άνθρωποι που σιώπησαν, ανέχθηκαν ή δικαιολόγησαν την ωμή βία των κομμουνιστικών δικτατοριών είναι αναμενόμενο να επιδεικνύουν την ίδια ηθική αμβλύνοια στη Ρωσική καθεστωτική βία σήμερα – τα ηθικά ανακλαστικά τους στερούνται αυτοτέλειας· έχουν αποκτήσει ιδεολογικό πρόσημο. Τέτοιοι άνθρωποι πάσχουν από ηθική αναπηρία: δεν μπορούν να συγ-κινηθούν από το δράμα του Άλλου παρά μόνο αν το εντάξουν στο ιδεολογικό πλαίσιό τους.
Η ιδεολογικοποιημένη ηθική τους διαφέρει από τη μικροαστική ηθική. Ενώ η τελευταία διαπερνάται από εγωκεντρικό ατομισμό (‘τι σε κόφτει εσένα; Κοίτα τη δουλειά σου’), η ιδεολογικοποιημένη ηθική σχετικοποιεί το φαινόμενο της πολεμικής βίας, αναζητώντας δήθεν την αναλυτική πολυμέρεια. Συγχέει την εξήγηση με την ηθική απόφανση.
Μπορώ να εξηγήσω εκ των υστέρων ένα περιστατικό βίας, αλλά, ως ηθικό ον, δεν μπορώ να μη νοιώσω αποτροπιασμό όταν το βλέπω. Όταν καλούμαι εκ των πραγμάτων (χωρίς δηλαδή να το επιλέξω) να πάρω θέση, δεν είναι με την ενδεχομενική ιδιότητα του αναλυτή που θα το κάνω, αλλά με την καθολική ιδιότητα που υπερτερεί οποιασδήποτε άλλης: του ηθικού όντος.
Ηθικά μιλώντας, δεν χρειάζεται να ξέρω κάτι παραπάνω για το περιστατικό ενός βιασμού παρά μόνο την ίδια την πράξη. Δεν απαιτείται να έχω αναλύσει πράξεις ποικίλης επιθετικότητας (από τη βία σε ένα ζευγάρι μέχρι τις δολοφονίες της «17 Νοέμβρη») – μου αρκεί να γνωρίζω ότι συνέβησαν. Η γνώση του συμβάντος προ(σ)καλεί την ηθική κρίση μου. Και η μη θέση, χάριν της μη-μονομέρειας, συνιστά θέση – ηθική αδιαφορία. Η τάση μου για αποφυγή ηθικής κρίσης, χάριν της αναζήτησης αναλυτικής-εξηγητικής πληρότητας, δεν υπερτερεί της ηθικής μου υποχρέωσης. Αντιθέτως, ως εγγενώς ηθικό ον που είμαι, το ηθικό ερώτημα είναι αυθυπόστατο, επιτακτικό και πρώτιστο· έχει προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε εξήγησης.
Υπάρχει, όντως, ένας τρόπος να μη ρίξουμε λάδι στην Ουκρανική φωτιά – να την αφήσουμε να καίει μέχρι να σβήσει από μόνη της. Πώς; Με την εξόντωση του θύματος. Όσοι εισηγούνται κάτι τέτοιο αποκαλύπτουν την ηθική αμβλύνοιά τους. Όχι ότι δεν την ξέραμε. Αλλά κάθε φορά που τη βλέπουμε, έχουμε υποχρέωση να την απο-καλύπτουμε.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick