«Η Ρωσία είναι ένα φιλικό ευρωπαϊκό έθνος» που προωθεί την «ειρήνη» στη Γηραιά Ήπειρο και τον σεβασμό «των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών» εντός των ρωσικών συνόρων: Αυτό ήταν το μήνυμα που είχε στείλει ο τότε 49χρονος Βλαντιμίρ Πούτιν τον Σεπτέμβριο του 2001, ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου, μιλώντας την «γλώσσα του Γκαίτε, του Σίλερ και του Καντ» όπως ο ίδιος είχε αποκαλέσει τη γερμανική, μια γλώσσα που είχε μάθει τα χρόνια που πέρασε στην Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας ως αξιωματικός της KGB.
«Οι βουλευτές της Μπούντεσταγκ τον είχαν χειροκροτήσει τότε όρθιοι, συγκινημένοι από τη συμφιλίωση που φαινόταν να ενσαρκώνει ο Πούτιν σε μια πόλη όπως το Βερολίνο που για χρόνια συμβόλιζε τη διαίρεση ανάμεσα στη Δύση και τον ολοκληρωτικό Σοβιετικό κόσμο», γράφει ο πολύπειρος συντάκτης Ρότζερ Κόεν στους New York Times, ανατρέχοντας σε μια άλλη μακρινή και πολύ διαφορετική φάση της πορείας του Ρώσου προέδρου ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία της Ρωσίας από το 1999 και έπειτα.
Το μακρινό 2001
Ο βετεράνος βουλευτής των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Νόρμπερτ Ρέτγκεν ήταν παρών σε εκείνη την ομιλία του Πούτιν στη Μπούντεσταγκ τον Σεπτέμβριο του 2001. «Ο Πούτιν μας είχε συνεπάρει τότε. Η φωνή του ήταν απαλή, στα γερμανικά, μια φωνή που σε δελέαζε να πιστέψεις όσα σου λέει. Είχαμε λόγο τότε να πιστέψουμε πως υπήρχε μια βιώσιμη προοπτική σύμπνοιας», θυμάται ο ίδιος, μιλώντας στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Σημειωτέων πως τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς (2001), και ο υιός Τζορτζ Μπους από την πλευρά του είχε χαρακτηρίσει τον Πούτιν «ευθύ και αξιόπιστο».
Σχεδόν 20 χρόνια μετά ωστόσο, κάθε ίχνος σύμπνοιας και αξιοπιστίας μοιάζει να έχει χαθεί πλέον στην σκιά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με εκείνη την άλλοτε «απαλή» φωνή του Πούτιν να έχει πια δώσει τη θέση της στο «οργισμένο παραλήρημα» ενός ηγέτη που αποκηρύσσει ως «αποβράσματα» και ως «προδότες» όσους τολμούν να αντισταθούν στη βία της δικτατορίας του, όπως σημειώνει ο Ρότζερ Κόεν μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Το αίνιγμα Πούτιν
Ο Πούτιν, που το 2001 μιλούσε για «τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες» εντός της Ρωσίας, τώρα μιλάει για μια «πέμπτη φάλαγγα» που χειραγωγείται από τη Δύση και πρέπει να ξεριζωθεί προκειμένου η ρωσική κοινωνία να επιτύχει την «απαραίτητη αυτοκάθαρση». Αυτή ωστόσο δεν είναι πια η γλώσσα του Καντ, όπως σημειώνει ο Κόεν.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ωστόσο και έπειτα, έχουν μεσολαβήσει πολλά. «Καθώς η Κίνα ανέβαινε, καθώς η Αμερική πολεμούσε και έχανε τους αιωνίους πολέμους της σε Ιράκ και Αφγανιστάν, καθώς η τεχνολογία δικτύωνε τον κόσμο, ένα ρωσικό αίνιγμα σχηματίστηκε στο Κρεμλίνο», συνεχίζει ο Κόεν στο άρθρο του.
Ερωτήματα
Μήπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, λόγω υπερβολικής αισιοδοξίας ή αφέλειας, έκαναν λάθος για τον Πούτιν από την αρχή; Ή μήπως εκείνος μεταμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου στον ρεβανσιστή πολεμοχαρή του σήμερα;
Ο Πούτιν είναι ένα αίνιγμα. Είναι όμως και ένα δημόσιο πρόσωπο που μέσα στα χρόνια έγινε ο ίδιος το κράτος και ενώθηκε με τη Ρωσία υπό τη σκιά ενός μεσσιανικού οράματος αποκατάστασης της χαμένης ρωσικής αυτοκρατορικής δόξας.
Ο Πούτιν «είχε πάντοτε εμμονή με τα 25 εκατομμύρια Ρώσους που είχαν παγιδευτεί έξω από τη Μητέρα Ρωσία έπειτα από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ξανά και ξανά το έθετε αυτό το θέμα. Για αυτόν τον λόγο, το τέλος της Σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν για εκείνον η μεγαλύτερη καταστροφή του 20ού αιώνα», σημειώνει από την πλευρά της η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, που είχε συναντηθεί με τον Πούτιν πολλές φορές στο παρελθόν.
Για τον Πούτιν, τα γεγονότα που διαδέχθηκαν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ειδικά εκείνα του 1993 (με την πολύνεκρη επίθεση κατά του κτιρίου του κοινοβουλίου που είχε καταληφθεί από διαδηλωτές εν μέσω κατακόρυφης πτώσης του βιοτικού επιπέδου εντός των ρωσικών συνόρων, με την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας από τη Δύση), ήταν εξευτελιστικά.
«Μισούσε αυτό που συνέβη στη Ρωσία, μισούσε την ιδέα ότι η Δύση έπρεπε να τη βοηθήσει», δηλώνει – αναφερόμενος στον Πούτιν – ο Κρίστοφ Χόισγκεν, κορυφαίος διπλωματικός σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ την περίοδο μεταξύ 2005 και 2017.
Ενδεικτικό των διαθέσεων του Πούτιν ήταν όμως και το πολιτικό μανιφέστο με το οποίο εκείνος είχε πάρει μέρος ως υποψήφιος για την προεδρία της χώρας στις εκλογές του 2000. «Για τους Ρώσους», έγραφε σε εκείνο το μανιφέστο, «το ισχυρό κράτος είναι η πηγή της τάξης και ο εγγυητής της, ο εμπνευστής και η κύρια κινητήρια δύναμη κάθε αλλαγής».
Ο Πούτιν δεν ήταν μαρξιστής. Είχε δει τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό να αποτυγχάνει στη Ρωσία αλλά και στην Ανατολική Γερμανία όπου εκείνος υπηρέτησε ως αξιωματικός της KGB μεταξύ 1985 και 1990.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν έτοιμος, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, να συνεργαστεί με την τότε αναδυόμενη τάξη των Ρώσων ολιγαρχών, με την προϋπόθεση βέβαια ότι εκείνοι θα του ήταν πιστοί και ότι δεν θα αμφισβητούσαν την εξουσία του.
Γέννημα-θρέμμα της Αγίας Πετρούπολης ο ίδιος, μιας πόλης που λέγεται πως είχε φτιαχτεί ως το παράθυρο της Ρωσίας προς την Ευρώπη, ο Βλαντιμίρ Πούτιν παρουσιάζεται στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας να είναι ανοιχτός στη Δύση. Όταν εργαζόταν στο γραφείο του δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Αλλά και αργότερα, το 2000 είχε αναφέρει στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον το ενδεχόμενο να ενταχθεί η Ρωσία στο ΝΑΤΟ, ενώ το 2002 θα ακολουθούσε και η σύσταση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO-Russia Council).
Ασκήσεις ισορροπίας
Σύμφωνα με τον Ρότζερ Κόεν των New York Times, εκείνη την περίοδο, πίσω στις αρχές του 21ου αιώνα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιδιδόταν σε κάποιες ασκήσεις ισορροπίας για τις οποίες είχε πολύ καλά προετοιμαστεί. Ο ίδιος ο Πούτιν είχε άλλοτε αποκαλέσει τον εαυτό του «ειδικό στις ανθρώπινες σχέσεις».
«Πρέπει να καταλάβετε, είναι από την KGB, το να ψεύδεται είναι το επάγγελμά του. Είναι σαν καθρέπτης. Προσαρμόζεται σε όσα βλέπει», δηλώνει για τον Πούτιν η Σιλβί Μπέρμπαν, άλλοτε πρέσβης της Γαλλίας στη Μόσχα (την περίοδο 2017 – 2020).
Ο Ρότζερ Κόεν των New York Times θυμάται τη συνέντευξη που είχε πάρει από τον Πούτιν δια ζώσης το 2003 στη Ρωσία. Θυμάται πως ο Ρώσος πρόεδρος τους είχε αφήσει να περιμένουν για αρκετές ώρες, πράγμα που έκανε, όπως λέγεται, ακόμη και όταν επρόκειτο να συναντήσει ξένους αξιωματούχους όπως για παράδειγμα την Κοντολίζα Ράις.
Πολλοί θυμούνται και εκείνη τη συνάντηση του 2007 με τη Μέρκελ, στην οποία είχε φέρει τον σκύλο του ενώ γνώριζε πως η Γερμανίδα καγκελάριος φοβάται τα σκυλιά. «Καταλαβαίνω γιατί το έκανε, για να αποδείξει πως είναι άντρας», είχε πει η Μέρκελ αναφερόμενη σε εκείνο το περιστατικό.
Το 2003, πριν από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει τότε στους New York Times, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ήδη κάνει έναν πόλεμο στην Τσετσενία βομβαρδίζοντας το Γκρόζνι. Είχε παράλληλα ήδη αρχίσει να φιμώνει τα ανεξάρτητα ρωσικά μίντια και να προωθεί τους δικούς του (siloviki), πολλοί από τους οποίους ήταν και παλαιοί του φίλοι από την Αγία Πετρούπολη, σε κομβικά πόστα. Κι όμως, στη συνέντευξή του τότε στους NY Times, εκείνος είχε μιλήσει υπέρ της δημοκρατίας και των καλών σχέσεων με τη Δύση και την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον Μισέλ Ελτσάνινοφ, συγγραφέα του βιβλίου «Στο μυαλό του Βλαντιμίρ Πούτιν», η έλξη της αποκατάστασης της ρωσικής αυτοκρατορικής ισχύος, και έτσι η εκδίκηση για τον υποβιβασμό της Ρωσίας σε αυτό που ο Μπαράκ Ομπάμα θα αποκαλούσε «περιφερειακή δύναμη», ήταν πάντα η πιο βαθιά παρόρμηση του Πούτιν.
Τα παιδικά του χρόνια
Γεννημένος το 1952 σε μια πόλη που τότε ονομαζόταν Λένινγκραντ, ο Πούτιν μεγάλωσε στη σκιά του πολέμου των Σοβιετικών με τη ναζιστική Γερμανία, του γνωστού και ως Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ο πατέρας του τραυματίστηκε βαριά, ένας μεγαλύτερος αδερφός πέθανε κατά τη διάρκεια της βίαιης πολιορκίας της πόλης από τους Γερμανούς και ο παππούς του είχε δουλέψει για τον Στάλιν ως μάγειρας. Οι θυσίες του Κόκκινου Στρατού δεν ήταν αφηρημένες αλλά κάτι το πολύ απτο μέσα στην οικογένειά του.
«Η Δύση δεν έλαβε επαρκώς υπόψη της τη δύναμη του σοβιετικού μύθου, του στρατιωτικών θυσιών και του ρεβανσισμού (σ.σ. που είχε ο Πούτιν μέσα του)», δηλώνει χαρακτηριστικά ο κ. Ελτσάνινοφ.
Ο Πούτιν είχε γαλουχηθεί μέσα σε έναν σοβιετικό κόσμο σύμφωνα με τον οποίο η Ρωσία για να είναι μεγάλη δύναμη θα έπρεπε να κυριαρχεί πάνω στους γείτονές της.
Από τον Νοέμβριο του 2003 ωστόσο και έπειτα, θα ακολουθούσαν πολλά στη ρωσική γειτονιά: Η «επανάσταση των Ρόδων» στη Γεωργία, η «πορτοκαλί επανάσταση» στην Ουκρανία, η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς (με την ένταξη Εσθονίας, Λιθουανίας, Λετονίας, Βουλγαρίας, Σλοβακίας, Σλοβενίας, Ρουμανίας).
Δολοφονίες
Έκτοτε, θα άρχιζε ωστόσο να γίνεται περισσότερο εμφανής και η στροφή του Πούτιν προς μια κατεύθυνση αντιπαράθεσης με την Δύση αλλά και προς τον αυταρχισμό.
Στην πορεία, επικριτές του Πούτιν όπως η δημοσιογράφος Άννα Πολιτόφσκαγια και ο πρώην πράκτορας Αλεξάντερ Λιτβινένκο θα δολοφονούνταν, η μεν Πολιτόφσκαγια στη Μόσχα, ο δε Λιτβινένκο στο Λονδίνο.
Ο Πούτιν θεώρησε πως με την επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες που ήταν άλλοτε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης η Δύση τον είχε προδώσει. Κάποτε, όταν ρωτήθηκε από την Μέρκελ ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος του, ο Ρώσος πρόεδρος απάντησε: «Να σας εμπιστευτώ».
Ωστόσο, το ενδεχόμενο να υπάρξει μια επιτυχημένη δυτικού τύπου δημοκρατία κοντά στα ρωσικά σύνορα θα εξελισσόταν στην πορεία σε ακόμη μεγαλύτερη και αμεσότερη απειλή στα μάτια του Ρώσου ηγέτη.
Η «απειλή» της δημοκρατίας
«Ο εφιάλτης του Πούτιν δεν είναι το ΝΑΤΟ αλλά η δημοκρατία, οι έγχρωμες επαναστάσεις και οι χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους του Κιέβου», δηλώνει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ, σύμφωνα με τον οποίο ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει πια υιοθετήσει μια «αυτοκρατορική, στρατιωτική ιδεολογία» πάνω στην οποία θέλει να θεμελιώσει τη Ρωσία ως παγκόσμια δύναμη.
Ο ίδιος ο Πούτιν μπορεί, βέβαια, να παρουσιάζει μια Ουκρανία που θα έχει στραφεί στη Δύση ως απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας, ωστόσο επί της ουσίας από μια τέτοια Ουκρανία δεν απειλείται η Ρωσία αλλά το αυταρχικό σύστημα που έχει υιοθετήσει και του οποίου ηγείται ο ίδιος ο Πούτιν. «…μια δημοκρατική Ουκρανία, ενσωματωμένη στην Ευρώπη, αποτελεί απειλή για τον πουτινισμό. Αυτό, περισσότερο από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, είναι το ζήτημα», δηλώνει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, Ράντεκ Σικόρσκι.
Ο δυτικές δημοκρατίες ωστόσο άργησαν να το καταλάβουν, είτε επειδή δεν μπορούσαν είτε επειδή δεν ήθελαν. Χρειάζονταν τη Ρωσία όχι μόνο για το πετρέλαιο και το φυσικό της αέριο. Ο Ρώσος πρόεδρος, που είχε πρώτος καλέσει τον Μπους μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ήταν ένας σημαντικός πιθανός σύμμαχος σε αυτό που ονομάστηκε Παγκόσμιος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας.
Ο ίδιος ο Πούτιν ωστόσο δεν θα έβλεπε καθόλου θετικά τα σχέδια της Ουάσιγκτον περί προώθησης της δημοκρατίας ανά την υφήλιο. O Γουίλιαμ Μπερνς, νυν αρχηγός της CIA και άλλοτε πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μόσχα, είχε προειδοποιήσει σχετικά ήδη από το 2005, υποστηρίζοντας πως η Ρωσία του Πούτιν θέλει να συνεχίσει να διαδραματίζει «διακριτό ρόλο μεγάλης δύναμης» και πως σε αυτό το πλαίσιο θα προκαλέσει «σημαντικά προβλήματα».
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην σκληρή ομιλία που εκφώνησε ο Βλαντιμίρ Πούτιν το 2007 από τη βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια, μια ομιλία στο πλαίσιο της οποίας εκείνος επιτέθηκε στις ΗΠΑ και στη Δύση.
Ακόμη και έπειτα από εκείνη την ομιλία ωστόσο, χώρες όπως η Γερμανία θα συνέχιζαν να τρέφουν ελπίδες για τον Πούτιν και την πορεία που εκείνος θα μπορούσε να ακολουθήσει. «Υπήρχε μια συμπάθεια, μια κατανόηση», δηλώνει ο κ. Χόισγκεν, άλλοτε κορυφαίος διπλωματικός σύμβουλός της Μέρκελ.
Τα γεγονότα του 2008
Το 2008 ωστόσο, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, και παρά τις σχετικές διαφωνίες εντός του δυτικού στρατοπέδου, η Συμμαχία θα καλούσε επισήμως τις Γεωργία και Ουκρανία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, προβαίνοντας σε μια «κενή υπόσχεση» περί ένταξης, όπως λέγεται σήμερα, την οποία δεν θα συνόδευε κάποιο σχέδιο υλοποιήσιμων ενεργειών. Νωρίτερα, τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς (2008), οι ΗΠΑ είχαν αναγνωρίσει και την ανεξαρτησία του Κοσόβου προκαλώντας την αντίδραση της ρωσικής πλευράς. «Προσέξτε, αποτελεί προηγούμενο, θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σας», είχε προειδοποιήσει τότε ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, όπως θυμάται η πρώην πρέσβης της Γαλλίας στη Μόσχα κα. Μπέρμαν. Όσο για τον ίδιο τον Πούτιν, εκείνος θα απαντούσε διαμηνύοντας δημόσια πως η Ουκρανία είναι μια φτιαχτή-κατασκευασμένη χώρα στην οποία ζουν 17 εκατομμύρια Ρώσοι, και πως το Κίεβο είναι η μητέρα όλων των ρωσικών πόλεων.
Και πάλι ωστόσο, Δύση και Ρωσία θα παρουσιάζονταν στην πορεία να τα βρίσκουν. Ο Τζορτζ Μπους και η Κοντολίζα Ράις θα συναντούσαν τον Πούτιν στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας σε καλό κλίμα, ενώ η Ρωσία προετοιμαζόταν για τη διεξαγωγή των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2014.
Το 2008 είχαμε όμως και το – νικηφόρο για τη Μόσχα – πόλεμο της Ρωσίας στη Γεωργία, με τη ρωσική πλευρά να καταγάγει νίκη ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη de-facto απόσχιση της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας και εξουδετερώνοντας παράλληλα τις όποιες νατοϊκές βλέψεις της Γεωργίας.
Στην πορεία ωστόσο θα κορυφωνόταν και η καχυποψία του ιδίου του Πούτιν απέναντι στη Δύση. Οι ογκώδεις αντι-πουτινικές διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στη Ρωσία αρχής γενομένης από τον Δεκέμβριο του 2011 έπεισαν τον Πούτιν ότι οι δυτικοί θέλουν να μεταφέρουν σκηνικό πολύχρωμης επανάστασης εντός των ρωσικών συνόρων. Ο ίδιος είχε κατηγορήσει μάλιστα ανοιχτά την τότε Αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον ότι βρισκόταν πίσω από τις διαδηλώσεις αν και αξίζει να σημειωθεί πως την περίοδο εκείνη η αμερικανική ηγεσία ενδιαφερόταν περισσότερο για την αλ Κάιντα και λιγότερο για τη Ρωσία την οποία δεν αντιμετώπιζε ως απειλή.
Ο Πούτιν τελικώς επικράτησε στο εσωτερικό μέτωπο μέσα σε ένα όργιο καταστολής, επιστρέφοντας στη ρωσική προεδρία το 2012, έπειτα από ένα (αναγκαστικό λόγω συνταγματικών περιορισμών) διάλειμμα τεσσάρων ετών στην πρωθυπουργία.
Η ανατροπή του Καντάφι θα ερχόταν ωστόσο εν συνεχεία να στοιχειώσει τον Ρώσο πρόεδρο, όπως λέγεται, προβληματίζοντάς τον ακόμη περισσότερο για όσα θα μπορούσε να κάνει ή σχεδίαζε να κάνει η Δύση.
Σύμφωνα με τον Μισέλ Ντουκλό, πρώην πρέσβη της Γαλλίας στη Συρία, ο Πούτιν «είχε πειστεί ότι η Δύση ήταν σε παρακμή μετά την οικονομική κρίση του 2008» και για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ίδιος αποφάσισε πως πλέον «ο δρόμος προς τα εμπρός» για τον ίδιο και τη Ρωσία «ήταν η σύγκρουση» με τη Δύση.
Επιλέγοντας τη σύγκρουση
Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης, ο Πούτιν επέλεξε να οπλιστεί με πολιτιστικές και θρησκευτικές ενισχύσεις. Παρουσίασε τον εαυτό του ως ενσάρκωση των συντηρητικών ορθόδοξων χριστιανικών αξιών ενάντια στον άθρησκο εναγκαλισμό της Δύσης με τον γάμο των ομοφύλων, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, την ομοφυλοφιλία, τη μαζική μετανάστευση και άλλες εκδηλώσεις δυτικής «παρακμής».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους, σύμφωνα με τον κ. Πούτιν, είχαν την πρόθεση να παγκοσμιοποιήσουν αυτές τις «εκδηλώσεις παρακμής» υπό την κάλυψη της προώθησης της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η «Αγία Ρωσία» θα στεκόταν ωστόσο εμπόδιο σε αυτήν την ομογενοποίηση, με τον πουτινισμό να παίρνει θέση απέναντι στην «άθεη» Δύση, κερδίζοντας οπαδούς μεταξύ των ηγετών της Δεξιάς στην Ευρώπη αλλά και πέρα από αυτήν.
Όταν καλούνται να εξηγήσουν την κοσμοαντίληψη του Πούτιν, οι πιο πολλοί επικαλούνται πλέον τα ονόματα φασιστών και εθνικιστών συγγραφέων και ιστορικών που έχουν εντάξει στο αφήγημά τους και μυστικιστικές ιδέες αναφορικά με τη μεσσιανική ιστορική αποστολή της Ρωσίας. Μεταξύ αυτών, κορυφαία θέση παρουσιάζεται να κατέχει εδώ και χρόνια το όνομα του εχθρού των μπολσεβίκων Ρώσου φιλοσόφου Ιβάν Ίλιν (1883-1954) πολλές από τις θέσεις του οποίου έχουν όμως βρεθεί στο στόχαστρο κριτικής ως απροκάλυπτα αντισημιτικές και ναζιστικές-χιτλερικές.
Ο Πούτιν ξεκίνησε την θητεία του στην εξουσία με την πρόθεση να αποκαταστήσει την τάξη στη Ρωσία και να κερδίσει τον διεθνή σεβασμό. Στην πορεία ωστόσο, πείστηκε ότι μια Ρωσία, εφοδιασμένη με έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας και νέα όπλα υψηλής τεχνολογίας, θα μπορούσε να αλωνίζει στον κόσμο αναπτύσσοντας στρατιωτική δράση χωρίς να συναντά αντίσταση.
«Είδα τον Πούτιν να γίνεται από λίγο ντροπαλός λιγότερο ντροπαλός, έπειτα αλαζονικός και τώρα μεγαλομανής», σημειώνει από την πλευρά της η πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις.
Ενθαρρυμένος από την «αδυναμία» της Δύσης
Η απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να μην βομβαρδίσει τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία το 2013, παρά τις καταγγελίες για χρήση χημικών όπλων από τους Σύριους, εξελήφθη από τον Πούτιν ως δυτική αδυναμία. «Νομίζω πως έπειτα από αυτό ο κ. Πούτιν θεωρούσε τον κ. Ομπάμα αδύναμο», δηλώνει από την πλευρά του ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, μιλώντας στους New York Times.
Η Ουκρανία, εκδιώκοντας από την εξουσία τον υποστηριζόμενο από τη Μόσχα Βίκτορ Γιανουκόβιτς τον Φεβρουάριο του 2014 και έτσι απορρίπτοντας την Ευρασιατική Ένωση του Πούτιν στον βωμό μιας συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, διέπραξε κάτι ασυγχώρητο στα μάτια της ηγεσίας του Κρεμλίνου.
Ακολούθησε η προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν και η ενορχήστρωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία.
«Παράνοια»
Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν οι δυνάμεις της Ρωσίας θα έμπαιναν και στη Συρία βομβαρδίζοντας το Χαλέπι.
Εν έτει 2022 πια, αξιωματούχοι της Δύσης που έτυχε να συναντήσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν πρόσφατα μιλούν για έναν ηγέτη που δείχνει περισσότερο σκληρός και άκαμπτος από ό,τι στο παρελθόν. Κάποιοι λένε μάλιστα πως δείχνει ακόμη και «παρανοϊκός», σημειώνει ο Ρότζερ Κόεν στο άρθρο του για τους NY Times, επικαλούμενος μεταξύ άλλων και κάποιες από τις πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
Η πανδημία του κορωνοϊού λέγεται πως ίσως να έχει συμβάλει σε αυτήν την «παράνοια» του Ρώσου προέδρου, ο οποίος παρουσιάστηκε το περασμένο διάστημα να συναντά όχι μόνο ξένους ηγέτες αλλά ακόμη και Ρώσους υπουργούς (Λαβρόφ, Σοϊγκού κ.ά.) σε μακρόστενα τραπέζια στο Κρεμλίνο.
Γιατί τώρα;
Γιατί όμως τώρα; Γιατί επιτέθηκε ο Πούτιν τώρα στην Ουκρανία φτάνοντας ως το Κίεβο;
Ο Τόμας Μπάγκερ, πολύπειρος διπλωματικός σύμβουλος της γερμανικής προεδρίας, ξεχωρίζει μια σειρά από λόγους, μιλώντας στους NY Times: το ότι η Δύση ήταν αδύναμη, διχασμένη, παρακμιακή στα μάτια του Πούτιν, το ότι η Γερμανία είχε έναν νέο καγκελάριο και η Γαλλία πήγαινε σε εκλογές, το ότι οι σχέσεις της Κίνας με τη Ρωσία έδειχναν πια να έχουν εδραιωθεί. Εάν προσθέσει κανείς στα παραπάνω και τις πληροφορίες που φέρεται να είχε λάβει ο Βλαντιμίρ Πούτιν περί «περιπάτου» των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, τότε το «παζλ» της ρωσικής εισβολής μοιάζει να συμπληρώνεται.
«Ο Πούτιν μέθυσε με την ίδια την επιτυχία του», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Ολάντ, αναφερόμενος στις ρωσικές επιτυχίες των τελευταίων ετών σε Κριμαία, Συρία, Λευκορωσία, Αφρική και Καζακστάν.
Ωστόσο αυτή η επιτυχία των περασμένων ετών πλέον τίθεται εν αμφιβόλω. «Με το γύρισμα ενός νομίσματος ο Πούτιν αναίρεσε τις επιτυχίες της προεδρίας του», σχολιάζει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, ερευνητής της δεξαμενής σκέψης Carnegie Moscow Center, αναφερόμενος στον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία.
«Είναι σαν ο Πούτιν, που θα γίνει 70 ετών φέτος, να επέστρεψε στον κόσμο της παιδικής του ηλικίας μετά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, με τη Ρωσία στο μυαλό του να απελευθερώνει ξανά τους Ουκρανούς από τον ναζισμό και τον Στάλιν να αποκαθίσταται ως ηρωική φιγούρα. Με την επίθεσή του στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης να έχει ολοκληρωθεί, την επιμονή του ότι η εισβολή δεν είναι «πόλεμος» και τη διάλυση της Memorial International, της κορυφαίας οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατέγραφε τις διώξεις της εποχής του Στάλιν, ο Πούτιν έχει επιστρέψει στις ρίζες του σε μια ολοκληρωτική χώρα», καταλήγει ο Ρότζερ Κόεν, υπογραμμίζοντας ωστόσο και κάτι άλλο: πως εάν η πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου παραμένει ακόμη μακρινή, τότε σήμερα είναι λιγότερο μακρινή από όσο πριν ένα μήνα, καθώς ο Πούτιν επιδιώκει την «αποναζιστικοποίηση» μιας χώρας της οποίας ο ηγέτης είναι Εβραίος.
Πηγή: New York Times