Τον πόλεμο στην Ουκρανία πολλοί τον έχουν παρουσιάσει και ως «πόλεμο (σ.σ. του Πούτιν) ενάντια στη δημοκρατία». Η αυταρχική ηγεσία μιας χώρας όπως είναι η Ρωσία, που «κάνει παρέα» με τις αυταρχικές ηγεσίες άλλων «ανελεύθερων» καθεστώτων (του Σι Τζινπίνγκ στην Κίνα, του Ζ. Μπολσονάρο στην Βραζιλία, του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία) εισβάλλει στρατιωτικά σε μια χώρα όπως είναι η Ουκρανία που, παρά τα δημοκρατικά της ελλείμματα, θα ήθελε να μοιάσει περισσότερο στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης.
Ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει από την πρώτη στιγμή διαμηνύσει πως η ρωσική εισβολή σηματοδοτεί «το ξεκίνημα ενός πολέμου ενάντια στη δημοκρατία».
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει επίσης δει να αναδύονται κίνδυνοι για τη δημοκρατία μέσα από τις ρωσικές κινήσεις στην Ουκρανία, ενώ και η αμερικανική ηγεσία υπό τον Τζο Μπάιντεν παρουσιάζει πια την ουκρανική αντίσταση ως μια «νέα μάχη για την ελευθερία».
Ο ιστοχώρος GZERO διερωτάται εάν όντως δικαιούται κανείς να παρουσιάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια «μάχη για τη δημοκρατία», δίνοντας επιχειρήματα υπέρ αλλά και κατά της εν λόγω άποψης.
Η Ουκρανία είναι μια δημοκρατία που πλέον μάχεται για την ύπαρξή της αν και θα πρέπει να σημειωθεί πως προπολεμικά σίγουρα δεν ήταν μια ιδανική δημοκρατία. Ωστόσο, εάν αυτή η χώρα συντριβεί τώρα από τη Ρωσία, θα απωλέσει την κυριαρχία της και θα μετατραπεί σε ένα κράτος-μαριονέτα στα χέρια της «δικτατορίας» του Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως σημειώνεται.
Η Ουκρανία ήθελε να ενταχθεί στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, σε δύο από τις ισχυρότερες ομάδες δημοκρατιών στον κόσμο, και ο Πούτιν εισέβαλε στρατιωτικά στη χώρα για να την αποτρέψει από το να κάνει κάτι τέτοιο.
Όσο για τον εχθρό της Ουκρανίας στην τρέχουσα σύγκρουση, αυτός ο εχθρός είναι μια χώρα όπως η Ρωσία του Πούτιν που εξάγει διεθνώς «ανελευθερία» («illiberalism»). Τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, η Ρωσία έχει μάλιστα καταβάλει μεγάλες προσπάθειες με σκοπό να παροξύνει μια σειρά από προβλήματα που ήδη προϋπήρχαν στις δημοκρατικές χώρες της Δύσης.
Εάν όμως η Ρωσία τώρα υποστεί ήττες στο μέτωπο της Ουκρανίας, σε συνδυασμό παράλληλα και με το κόστος των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί, ίσως αναγκαστεί να σταματήσει να παίζει αυτό το παιχνίδι.
Από την άλλη πλευρά, εάν η Ρωσία επικρατήσει τώρα, θα είναι σαν να στέλνει ένα μήνυμα ενθάρρυνσης προς όλους τους άλλους αυταρχικούς ηγέτες που ίσως να ήθελαν να συντρίψουν άλλες – «ενοχλητικές» για εκείνους – δημοκρατίες κοντά στα σύνορά τους.
Η Ταϊβάν βρίσκεται, για παράδειγμα, ψηλά στη λίστα με τις περιοχές που θα μπορούσαν να δεχθούν επίθεση το προσεχές διάστημα από την Κίνα. Για το Πεκίνο άλλωστε, η Ταϊβάν αποτελεί «κινεζικό έδαφος».
Διόλου τυχαία, στην παρούσα φάση η Κίνα έχει πάρει το μέρος της Ρωσίας του Πούτιν με φόντο την Ουκρανία.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπάρχουν και δημοκρατίες που έχουν αρνηθεί να καταδικάσουν την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία: για παράδειγμα εκείνες της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής αλλά και χωρών όπως είναι η Ουγγαρία του Όρμπαν η οποία μάλιστα τυγχάνει μέλος τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
Κατά τα λοιπά, υπάρχει και το επιχείρημα πως η Δύση δεν υπερασπίζεται πια με συνέπεια τη δημοκρατία διεθνώς, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. πόλεμος στην Υεμένη) και του κράτους δικαίου για τις οποίες έχει δείξει να αδιαφορεί αλλά και απολύτως αυταρχικές χώρες (βλ. Σαουδική Αραβία) στον αυταρχισμό των οποίων όμως η ίδια προτιμά να μην ασκεί κριτική.
Πέρα από όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία επί του παρόντος, οι δημοκρατίες έχουν εισέλθει εδώ και χρόνια σε μια τροχιά κρίσεων η οποία δείχνει μάλιστα να επιδεινώνεται. Ολοένα περισσότεροι πολίτες δηλώνουν πως δεν είναι πια ικανοποιημένοι με το πολιτικό σύστημα στο οποίο ζουν. Το πλαίσιο των ελευθεριών διεθνώς περιορίζεται. Αυταρχικοί ηγέτες βγαίνουν στο προσκήνιο. Θα μπορούσε, άραγε, μια ουκρανική νίκη να ανακόψει αυτήν την ευρύτερη αντιδημοκρατική τάση;
Πηγή: GZERO