Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία για δεύτερη φορά μετά το 2014 γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να εξουδετερώσει την απειλή μιας νατοϊκής περικύκλωσης. Η Δύση δεν άφησε επιλογές στη Ρωσία. Αρα, η εισβολή και ο ακρωτηριασμός της Ουκρανίας είναι μια «ορθολογική» στρατηγική επιλογή που στόχο έχει να ανασχέσει τη δυτική απειλή για τη Ρωσία. Αυτή είναι η βασική ρωσική αιτίαση. Ας δεχθούμε χάριν της συζήτησης ότι η ρωσική επιχειρηματολογία είναι αληθινή και η «στρατιωτική επιχείρηση» δεν έχει σχέση με τη νέα εθνική ιδέα που προωθεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια το καθεστώς Πούτιν και την αποκατάσταση των αδικιών που υπέστη η Ρωσία από την Ιστορία. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η ρωσική εισβολή είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό φιάσκο το οποίο υποφέρει μια μεγάλη δύναμη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη μεγαλύτερο και από την αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στο Βιετνάμ. Στην περίπτωση του Βιετνάμ, η αμερικανική ήττα δεν άλλαξε ούτε τους συσχετισμούς ισχύος –οι ΗΠΑ παρέμειναν η ισχυρότερη χώρα, ενώ η ΕΣΣΔ δεν ωφελήθηκε στο παραμικρό– ούτε την αρχιτεκτονική του Ψυχρού Πολέμου. Τα δύο στρατόπεδα έμειναν σταθερά. Η μόνη αλλαγή ήλθε και πάλι μετά από ένα κολοσσιαίο σφάλμα της Μόσχας να συγκεντρώσει στρατεύματα στη σινο-σοβιετική μεθόριο και να απειλήσει με πόλεμο την Κίνα. Το αποτέλεσμα ήταν να σπρώξει τον Μάο στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον.
Νατοϊκά αντανακλαστικά
Ετσι και τώρα, η ρωσική επέμβαση ξύπνησε τα νατοϊκά αντανακλαστικά. Χιλιάδες στρατιώτες μεταφέρθηκαν ακόμη πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα και αμυντική βοήθεια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων ρέει στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα την καθήλωση των ρωσικών στρατευμάτων. Κυρίως, όμως, αναγκάζει χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία να εγκαταλείψουν τη μεταπολεμική ουδετερότητά τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στη συμμαχική εγγύηση. Η κατάρρευση της ρωσικής στρατηγικής είναι εκκωφαντική. Ολοι και όλες τώρα αντιλαμβάνονται ότι δεν ήταν η πιθανότητα η Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ που προκάλεσε τη ρωσική εισβολή, αλλά η άρνηση της Συμμαχίας να ανταποκριθεί στην ουκρανική επιθυμία. Στο Ελσίνκι και στη Στοκχόλμη η ουδετερότητα γίνεται αντιληπτή πλέον ως υπαρξιακό μειονέκτημα.
Η ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη πριν από τη ρωσική εισβολή. Ούτε μετά το 2014 άλλαξαν οι πολιτικές προτεραιότητες της χώρας. Μια χώρα που έχει μάθει να ζει με τον φόβο της Ρωσίας. Μια χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1917 μετά από έναν αιώνα ως μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Εχασε ένα κομμάτι εδάφους κατά τον Πόλεμο του Χειμώνα (1939-40) από το καθεστώς Στάλιν και έζησε σε ημικυρίαρχη κατάσταση καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η «φινλανδοποίηση» κατέστη ορολογία στις διεθνείς σχέσεις. Και τώρα, μέσα σε μία νύχτα, μια συντριπτική πλειονότητα σε μία από τις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατικές πολιτείες και κοινωνίες του κόσμου υποστηρίζει την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Μετά από αυτό, η Ρωσία θα αποκτήσει άλλα 1.330 χιλιόμετρα σύνορα με το ΝΑΤΟ. Ο Κόλπος της Φινλανδίας δεν θα είναι άβατο για το ΝΑΤΟ, το οποίο δεν θα βρίσκεται πλέον μόνο στις νοτιοανατολικές ακτές της Βαλτικής. Οι γεωστρατηγικές συνέπειες της νατοϊκής παρουσίας και στις βορειοδυτικές ακτές είναι μεγάλες. Η άμυνα των βαλτικών χωρών απέναντι σε ενδεχόμενο ρωσικό στρατιωτικό διάβημα θα είναι ευκολότερη, ενώ η ρωσική πρόσβαση στο Καλίνινγκραντ γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Ακόμη βεβαίως δεν είμαστε σε αυτό το σημείο.
Οι απειλές της Μόσχας δεν πρέπει να υποτιμώνται, αλλά τα περιθώριά της είναι ελάχιστα. Ετσι κι αλλιώς η πυρηνική της παρουσία στο Καλίνινγκραντ είναι μεγάλη, αλλά και στη Χερσόνησο Κόλα στη Θάλασσα Μπάρεντς υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση ρωσικών πυρηνικών δυνάμεων από οπουδήποτε αλλού. Μια στρατιωτική επιχείρηση κατά της Φινλανδίας έχει ελάχιστες πιθανότητες. Οι φινλανδικές ένοπλες δυνάμεις είναι μεγάλες και υπερσύγχρονες. Η Μόσχα δεν έχει την πολυτέλεια ενός τέτοιου μετώπου.
* O κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής στο ΙΔΙΣ.