Η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ για το ΝΑΤΟ

Η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ για το ΝΑΤΟ

Οι διαπραγματεύσεις για την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας και οι αντιδράσεις της Αγκυρας

7' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ενός καταστρεπτικού ελληνοτουρκικού πολέμου μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως διαμαρτυρία για την αδυναμία της Συμμαχίας να σταματήσει την αδικαιολόγητη τουρκική εισβολή. Η κίνηση αυτή, που φαινόταν να είναι η χαριστική βολή για τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, στόχευε στο να ασκήσει πίεση στους συμμάχους και κυρίως στην Ουάσιγκτον, ώστε να πιέσουν την Τουρκία να αποσυρθεί από την Κύπρο. Επίσης, ανταποκρινόταν στο λαϊκό αίσθημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό έβλεπε τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ ως υπεύθυνους για την κυπριακή τραγωδία. Τέλος, η Αθήνα αποχωρώντας από τα ΝΑΤΟϊκά στρατηγεία έθετε υπό εθνικό έλεγχο τις Ενοπλες Δυνάμεις της, γεγονός που της επέτρεπε να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ευελιξία μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική κρίση.

Ηδη από νωρίς φάνηκε ότι η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε αποτύχει να προκαλέσει την ανησυχία και την κινητοποίηση στην οποία ήλπιζε η ελληνική πλευρά, ενώ ταυτόχρονα γινόταν αντιληπτό ότι η απουσία της Αθήνας από μια σειρά ΝΑΤΟϊκών επιτροπών που ήταν κρίσιμες για τα ελληνικά αμυντικά συμφέροντα μεσοπρόθεσμα ευνοούσε την Αγκυρα. Πράγματι, η Τουρκία προσπαθούσε συστηματικά να υποβαθμίσει τον ελληνικό παράγοντα και να καλύψει το κενό που είχε δημιουργήσει η ελληνική αποχώρηση στον αμυντικό σχεδιασμό της Συμμαχίας βρίσκοντας πολλές φορές ανταπόκριση μεταξύ των συμμάχων, οι οποίοι έβλεπαν ως επιτακτική ανάγκη την πλήρωση του χάσματος που είχε ανοίξει στο μαλακό υπογάστριο της δυτικής άμυνας. Το σημαντικότερο διακύβευμα για την Αγκυρα ήταν η επέκταση της ευθύνης της επί των ορίων επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο. Τα όρια επιχειρησιακής ευθύνης ήταν στην ουσία τεχνικοί στρατιωτικοί διακανονισμοί που καθόριζαν τις αρμοδιότητες της κάθε χώρας για την άμυνα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Ομως, λόγω των ελληνοτουρκικών διαφορών σχετικά με τα θαλάσσια όρια και τον εναέριο χώρο του Αιγαίου, και οι δύο πλευρές, Αθήνα και Αγκυρα, έβλεπαν αυτές τις διευθετήσεις ως κρίσιμα πολιτικά ζητήματα απτόμενα των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους στην περιοχή.

Η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ για το ΝΑΤΟ-1
Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Μια «ιδιότυπος σχέσις» με τη Συμμαχία

Η Αθήνα δεν υποτιμούσε τον κίνδυνο μιας γενικότερης ανάφλεξης στις σχέσεις Ανατολής – Δύσης παρά το κλίμα της ύφεσης που κυριαρχούσε διεθνώς, ενώ γινόταν φανερό ότι μια μακροχρόνια απουσία από τον αμυντικό σχεδιασμό της Συμμαχίας θα υποβάθμιζε τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας σε μια εποχή που η ελληνική κυβέρνηση, με σοβαρές θυσίες εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης, πάσχιζε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο. Ετσι, η κυβέρνηση Καραμανλή έπρεπε να βρει έναν τρόπο να επιστρέψει στις κρίσιμες λειτουργίες της Συμμαχίας από τις οποίες είχε αποκοπεί, να ματαιώσει τις παρασκηνιακές τουρκικές ενέργειες που απειλούσαν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και να διατηρήσει ένα βαθμό αυτονομίας ως προς τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Επίσης, η επιστροφή στη συμμαχική κανονικότητα δεν θα έπρεπε να ανατρέπει την απόφαση αποχώρησης, εφόσον οι λόγοι που την είχαν επιβάλει –δηλαδή η τουρκική κατοχή στην Κύπρο– δεν είχαν αρθεί. Ετσι, προκρίθηκε η λύση μιας «ιδιοτύπου σχέσεως» με τη Συμμαχία, η οποία, όπως δήλωνε ο Καραμανλής, θα εξασφάλιζε στη χώρα αυτοτέλεια εν καιρώ ειρήνης αλλά και θα ενίσχυε την ασφάλειά της σε περίπτωση πολέμου. Αν και οι σύμμαχοι, και κυρίως οι Αμερικανοί, δεν ευνοούσαν τις ειδικές σχέσεις εντός της Συμμαχίας για λόγους συνοχής, ενθάρρυναν την πρόθεση της ελληνικής πλευράς να επιστρέψει.
Μέσα στο 1977 η ελληνική επανένταξη φαινόταν επιβεβλημένη. Αφενός, η άνοδος του αντι-δυτικού ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1977 έδειξε ότι η κυβέρνηση είχε λίγο χρόνο για να ολοκληρώσει το επιστέγασμα της πολιτικής της, που ήταν η οργανική ένταξη της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο. Αφετέρου, η Τουρκία πέτυχε την αναγνώριση μιας πάγιας επιδίωξής της από τη Συμμαχία, την αναδιάρθρωση του στρατηγείου της Σμύρνης και την ανάθεση της διοίκησής του σε Τούρκο διοικητή. Εως το 1974 το στρατηγείο της Σμύρνης λειτουργούσε υπό Αμερικανό διοικητή, ενώ ένας Ελληνας κι ένας Τούρκος υποδιοικητής ήταν υπεύθυνοι για τις χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις των αντίστοιχων εθνικών τους περιοχών. Αμέσως ανακοινώθηκε ότι ο Τούρκος διοικητής θα ήταν υπεύθυνος μόνο για τις τουρκικές χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να διασκεδάσει τις ελληνικές ανησυχίες ότι η Αγκυρα θα χρησιμοποιούσε τη νέα, βελτιωμένη, θέση της για να επεκτείνει τον στρατιωτικό της έλεγχο στο Αιγαίο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Αντιδρώντας, η Αθήνα ζήτησε τη δημιουργία αντίστοιχου στρατηγείου στη Λάρισα, τα όρια της δικαιοδοσίας του οποίου έπρεπε να καθοριστούν, καθώς η Τουρκία δεν αναγνώριζε τα όρια του FIR Αθηνών. Ηταν φανερό ότι το θέμα της ελληνικής επανένταξης δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο και η Αθήνα άρχισε να επιδιώκει ενεργά την επίσπευση των ελληνο-ΝΑΤΟϊκών διαπραγματεύσεων που θα οδηγούσαν στην πλήρη επανένταξή της. Ταυτόχρονα, η Αγκυρα, ως πλήρες μέλος με δικαίωμα βέτο, προσπαθούσε να δημιουργήσει έναν διαδικαστικό κλοιό γύρω από τις επερχόμενες διαπραγματεύσεις ώστε να διατηρεί αποφασιστικό ρόλο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Οι προβλέψεις του τελικού διακανονισμού

Προσπαθώντας να αποφύγουν την πολιτική εμπλοκή της Αγκυρας, Αθήνα και ΝΑΤΟ συμφώνησαν ότι το θέμα της ελληνικής επανένταξης έπρεπε πρώτα να συζητηθεί σε τεχνικό επίπεδο. Ετσι, ο ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SACEUR) Αλεξάντερ Χέιγκ θα διεξήγε διερευνητικές συνομιλίες με τις ελληνικές στρατιωτικές αρχές, οι οποίες θα κατέθεταν τις προτάσεις τους. Στη συνέχεια ο Χέιγκ θα αξιολογούσε τις προτάσεις αυτές και θα τις υπέβαλλε προς έγκριση στα στρατιωτικά και πολιτικά όργανα της Συμμαχίας. Ο βασικός στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν η επιστροφή στο status quo ante χωρίς να επηρεάζονται οι ελληνικές θέσεις στα διμερή ελληνοτουρκικά προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις περιλάμβαναν πολλά τεχνικά στρατιωτικά ζητήματα, η προσοχή και των δύο πλευρών επικεντρώθηκε στο ζήτημα των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης, με την ελληνική πλευρά να επιμένει ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί τη διοίκηση ελληνικών δυνάμεων από ξένους αξιωματούχους, πόσο μάλλον Τούρκους.

Τον Μάιο του 1978 οι συνομιλίες μεταξύ του Χέιγκ και του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ιωάννη Ντάβου οδήγησαν σε ένα κοινά συμφωνημένο έγγραφο, το οποίο περιέγραφε τους όρους της ελληνικής επανένταξης. Σύμφωνα με αυτό, η Ελλάδα θα επέστρεφε με τους όρους που ίσχυαν πριν από το 1974 σε προσωρινή βάση, αλλά δεσμευόταν να διαπραγματευτεί τα όρια του νέου στρατηγείου της Λάρισας μετά την επανένταξή της και να συζητήσει ένα νέο ΝΑΤΟϊκό αμυντικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο ναυτικός επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου θα μπορούσε να ανατεθεί και σε άλλες μονάδες πλην του αρχηγού του Ελληνικού Ναυτικού (Task Force Concept). Η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις, αλλά ήταν φανερό ότι η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της, καθώς θα μπορούσε να διαπραγματευτεί το ευαίσθητο θέμα των επιχειρησιακών ζωνών του Αιγαίου μετά την επιστροφή της στη Συμμαχία ως πλήρες μέλος – και άρα με ίσα δικαιώματα με την Τουρκία. Στην ουσία, όμως, ο διακανονισμός Ντάβου – Χέιγκ περιλάμβανε μόνο τις ελληνικές προτάσεις και έπρεπε να εγκριθεί και από τα άλλα όργανα της Συμμαχίας, στα οποία η Τουρκία διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο. Παρ’ όλα αυτά, οι Ελληνες θεώρησαν το έγγραφο ως βάση για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις και προσπάθησαν να κρατήσουν το περιεχόμενό του ακέραιο.

Η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ για το ΝΑΤΟ-2
Ο ανώτατος διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης, Αλεξάντερ Χέιγκ. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Το τουρκικό βέτο καθυστέρησε την επανένταξη

Ολα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ είδαν ευνοϊκά τη συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ, εκτός φυσικά από την Τουρκία, η οποία, αφού εξέφρασε την ενόχλησή της που ο Χέιγκ διαπραγματεύτηκε χωρίς να συμβουλευτεί την Αγκυρα, διακήρυξε ότι θεωρούσε όλες τις ρυθμίσεις προ του 1974 άκυρες. Αυτό σήμαινε ότι τα όρια επιχειρησιακού ελέγχου έπρεπε να καθοριστούν πριν από την επανένταξη της Ελλάδας, κάτι που υπονόμευε τη βάση της ελληνο-ΝΑΤΟϊκής συμφωνίας. Οι σύμμαχοι προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα αλλά δεν κατάφεραν να περιορίσουν την αδιαλλαξία της Αγκυρας. Ετσι, με τη συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ να έχει ουσιαστικά απορριφθεί από τα όργανα της Συμμαχίας μετά την παρέμβαση της Αγκυρας, το ζήτημα επέστρεψε στο τεχνικό επίπεδο, με τον Χέιγκ να αναλαμβάνει χρέη άτυπου διαμεσολαβητή για τα επόμενα δύο χρόνια. Λαμβάνοντας υπόψη τα τουρκικά στρατηγικά συμφέροντα, οι νέες προτάσεις Χέιγκ είχαν ως βάση τον κοινό επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου και δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική πλευρά.

Το ζήτημα φαινόταν να έχει φτάσει σε τέλειο αδιέξοδο. Η συνδυασμένη πίεση της ελληνικής κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον και η διασύνδεση του ζητήματος με την παρουσία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα δεν αποδείχθηκαν ικανές να κάμψουν τις τουρκικές αντιστάσεις. Θα ήταν τελικά η σπάνια διεθνής συγκυρία του φθινοπώρου του 1980 που θα επέτρεπε στην ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει την επανένταξή της στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ σύμφωνα με τις βασικές γραμμές της συμφωνίας Ντάβου – Χέιγκ. Ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις λόγω του πραξικοπήματος του 1980, η τουρκική κυβέρνηση θα δεχόταν την επιστροφή της Ελλάδας με τους όρους του 1974 και τη μετάθεση του προβλήματος των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης στο μέλλον. Μέχρι σήμερα το ζήτημα δεν έχει λυθεί οριστικά.
 
* Ο κ. Γιάννης Χάλκος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο European University Institute.

Η συμφωνία Ντάβου – Χέιγκ για το ΝΑΤΟ-3
23 Μαΐου 1978. Η συνάντηση Ντάβου – Χέιγκ την επομένη, στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, κορυφαίο δίστηλο στην πρώτη σελίδα της «Καθημερινής».

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT