Σε διαφορετικές κατευθύνσεις κινήθηκαν την Πέμπτη η δικαστική και η νομοθετική εξουσία στις ΗΠΑ στο θέμα της οπλοκατοχής, με τη Γερουσία να ψηφίζει νόμο με στόχο τον περιορισμό της κατοχής όπλων και το Ανώτατο Δικαστήριο να εκδίδει απόφαση-δώρο για το λόμπι των κατασκευαστών όπλων.
Η ιστορική νίκη για το λόμπι της οπλοκατοχής και η όχι και τόσο σημαντική ψήφος της Γερουσίας ενισχύουν τη σύγχυση γύρω από την κατεύθυνση που θα πάρει η εθνική πολιτική για τα όπλα σε εποχή μαζικών δολοφονιών και αυξανόμενης πίεσης από μέρους συντηρητικών Αμερικανών για επέκταση του δικαιώματος οπλοκατοχής και οπλοφορίας. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακυρώσει νόμο της πολιτείας της Νέας Υόρκης που περιορίζει το δικαίωμα οπλοφορίας σε δημόσιους χώρους βασίσθηκε στην επιχειρηματολογία του συντηρητικού δικαστή Κλάρενς Τόμας, ο οποίος υπογράμμισε ότι κάθε περιορισμός του δικαιώματος οπλοφορίας παραβιάζει το σύνταγμα, υποχρεώνοντας πολιτείες όπως η Νέα Υόρκη, η Καλιφόρνια και το Νιου Τζέρσεϊ να χαλαρώσουν δραστικά τη σχετική νομοθεσία τους.
H Γερουσία ψήφισε νόμο για τον περιορισμό της κατοχής όπλων και το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση-δώρο για το λόμπι των κατασκευαστών όπλων.
Στα μέσα της εβδομάδας, όμως, η Γερουσία κατάφερε να ψηφίσει νομοσχέδιο για την οπλοκατοχή, ύστερα από μακρά και σκληρή διαπραγμάτευση. Ο νόμος θα περιορίσει το δικαίωμα των καταδικασμένων για συζυγική βία να αποκτούν όπλα και θα καθιστά αυστηρότερη τη διαδικασία απόκτησης όπλων από άτομα 18 έως και 21 ετών. Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατήγγειλε η υφυπουργός Δικαιοσύνης Λίσα Μόνακο, χαρακτηρίζοντάς την «βαθύτατα απογοητευτική», ενώ ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης –και πρώην αστυνομικός– Ερικ Ανταμς δεσμεύθηκε να μην επιτρέψει η πόλη να γίνει «άγρια Δύση».
Η ψήφος της Γερουσίας προσέφερε, στο μεταξύ, σχετική πολιτική κάλυψη στους Ρεπουμπλικανούς, αποδεικνύοντας ότι τα δύο κόμματα μπορούν να συνεργασθούν και αυτό παρά τις επικρίσεις που αντιμετώπισαν ρεπουμπλικανικά μέλη του οργάνου από υποστηρικτές της ελεύθερης οπλοφορίας.