Σειρά ελληνοτουρκικών συνομιλιών

Ο διάλογος των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών διατηρεί ανοικτούς τους διαύλους, αλλά δεν προσφέρει λύση

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη συνάντηση κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Μοντρέ τον Μάρτιο του 1978 ανάμεσα στους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή και Μπουλέντ Ετσεβίτ αντίστοιχα, συμφωνήθηκε η συνέχιση των διμερών συνομιλιών μεταξύ των γενικών γραμματέων των εκατέρωθεν υπουργείων Εξωτερικών. Επρόκειτο για μια προσπάθεια διατήρησης ανοιχτών απευθείας διαύλων επικοινωνίας, και μάλιστα σε υψηλό υπηρεσιακό επίπεδο, δίχως την πίεση που ενίοτε προκύπτει (αλλά και τις προσδοκίες που καλλιεργούνται) όταν οι συζητήσεις διεξάγονται ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες. Εξάλλου, στο Μοντρέ είχαν πέρα από κάθε αμφιβολία διαπιστωθεί οι αποκλίνουσες απόψεις της Αθήνας και της Αγκυρας για το σύνολο των ζητημάτων που σκίαζαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι ρεαλιστική η προοπτική της άμεσης διευθέτησής τους.

Μέσα σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τριών ετών, πραγματοποιήθηκαν συνολικά εννέα συναντήσεις ανάμεσα στους γενικούς γραμματείς των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών, τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο και, αρχικά από την τουρκική πλευρά, τον Σουκρού Ελεκντάγκ: η πρώτη στην Αγκυρα στις 4-5 Ιουλίου 1978, η δεύτερη στην Αθήνα στις 18-19 Σεπτεμβρίου 1978, η τρίτη στην Αγκυρα στις 8-9 Φεβρουαρίου 1979, η τέταρτη στην Αθήνα στις 9-10 Ιουλίου 1979, η πέμπτη στην Αγκυρα στις 18-19 Φεβρουαρίου 1980, η έκτη στη Νέα Υόρκη στις 3-5 Οκτωβρίου 1980, η έβδομη στην Αθήνα στις 4-5 Δεκεμβρίου 1980, η όγδοη στην Αγκυρα στις 16-20 Μαρτίου 1981 και η ένατη στην Αθήνα στις 7-8 Σεπτεμβρίου 1981.

Οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν σε τρία μείζονα ζητήματα: α) την υιοθέτηση ενός πολιτικού κειμένου που θα έθετε τις βάσεις για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων (όπως για παράδειγμα ένα σύμφωνο μη επίθεσης ή ένα σύμφωνο φιλίας), β) την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και γ) θέματα που σχετίζονταν με τον εναέριο χώρο και τις ζώνες ελέγχου πτήσεων στο Αρχιπέλαγος. Με κοινή συμφωνία των δύο μερών, από τις συζητήσεις αποκλείστηκαν κατ’ αρχάς τα μειονοτικά ζητήματα, τα οποία μόνο παρεμπιπτόντως (και οπωσδήποτε κατ’ εξαίρεση) τέθηκαν στο τραπέζι των συνομιλιών. Επίσης, καμία αναφορά δεν έγινε στο Κυπριακό, καθώς, κατά την πάγια μετά το 1974 θέση της Αθήνας, η διαχείρισή του αποτελούσε πρωταρχικά αρμοδιότητα της Λευκωσίας.

Σειρά ελληνοτουρκικών συνομιλιών-1
Επιθεώρηση του ελληνικού στόλου. Στις συνομιλίες των γ.γ. των υπουργείων Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν υπήρξαν σημεία σύγκλισης ούτε στο θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου ούτε σε αυτό του περιορισμού των εξοπλισμών. 

Συζητήσεις για ένα σύμφωνο μη επιθέσεως

Η ιδέα για την υπογραφή ενός ελληνοτουρκικού συμφώνου βασίστηκε στην πρόταση που ήδη από τον Απρίλιο του 1976 είχε υποβάλει ο Καραμανλής. Πάνω σε αυτή τη βάση, οι γενικοί γραμματείς ετοίμασαν και αντάλλαξαν σχέδια ενός τέτοιου συμφώνου, τα οποία αποτύπωναν τις διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο κρατών. Θεμέλιος λίθος του ελληνικού σχεδίου ήταν η πρόνοια για την ειρηνική διευθέτηση των διμερών διαφορών με γνώμονα το διεθνές δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, εντασσόταν η συμπερίληψη ρητής αναφοράς στον αποκλεισμό της χρήσης βίας – όπως, εξάλλου, επέβαλε ο Χάρτης του ΟΗΕ. Υπογραμμιζόταν, επίσης, η ανάγκη υιοθέτησης ορισμένων πρακτικών μέτρων, τα οποία θα επέτρεπαν την αποφόρτιση της έντασης και την καλλιέργεια κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ως τέτοια θα μπορούσαν να θεωρηθούν η δέσμευση για παροχή ενημέρωσης σε περίπτωση που κάποια από τις δύο χώρες αποφάσιζε να προχωρήσει στην αγορά νέων οπλικών συστημάτων, καθώς και η έγκαιρη προειδοποίηση για τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων μεσαίας και μεγάλης κλίμακας: ο στόχος ήταν αφενός η αποφυγή μιας κούρσας εξοπλισμών, αφετέρου η αποφυγή παρεξηγήσεων και αχρείαστων εντάσεων.

Η Τουρκία αντιπρότεινε μία ευρύτερης κλίμακας συμφωνία, η οποία, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, θα κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των διμερών ζητημάτων. Ετσι, για παράδειγμα, η τουρκική πρόταση για αποδοχή του απαραβίαστου των ελληνοτουρκικών συνόρων συνοδευόταν από την πρόνοια για τη «μονιμότητα» των χωρικών υδάτων των δύο χωρών: όμως αυτή η «μονιμότητα» αποτελούσε στην πραγματικότητα τον διπλωματικό ευφημισμό για την επιβολή στην Ελλάδα της υποχρέωσης να μην επεκτείνει ποτέ τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο πέρα από τα έξι ναυτικά μίλια. Επιπλέον, το τουρκικό σχέδιο έκανε αναφορά στην ανάγκη περιορισμού των εκατέρωθεν αμυντικών δαπανών, τον οποίο όμως συνέδεε με τη γεωστρατηγική θέση κάθε χώρας: κατά την τουρκική αντίληψη, αφού η Τουρκία είχε αυξημένη γεωπολιτική σημασία, θα έπρεπε κατ’ επέκταση να έχει μεγαλύτερα περιθώρια απόκτησης νέων οπλικών συστημάτων σε σύγκριση με την Ελλάδα. Τέλος, η τουρκική πλευρά επιδίωξε να αναγνωριστεί ο εθνικός (τουρκικός) χαρακτήρας της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, σε αντικατάσταση του θρησκευτικού (μουσουλμανικού) που όριζε ρητά η Συνθήκη της Λωζάννης.

Σειρά ελληνοτουρκικών συνομιλιών-2
Ο Ελληνας αντιπρόσωπος στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες, Βύρων Θεοδωρόπουλος, σε μεταγενέστερη φωτογραφία. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ ΣΩΤΗΡΗ ΝΤΑΛΗ

Οι προτάσεις για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας

Οι διιστάμενες απόψεις των δύο κρατών επιβεβαιώθηκαν αναφορικά και με το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η Αθήνα απέρριψε κατηγορηματικά οποιαδήποτε πιθανότητα εγκλωβισμού ελληνικών νησιών σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Η μέγιστη υποχώρηση που μπορούσε να συζητήσει ήταν η αναγνώριση ύπαρξης τουρκικής υφαλοκρηπίδας στα διάκενα μεταξύ των ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου, αλλά σε καμία περίπτωση η επέκτασή της δυτικότερα. Σε περίπτωση εφαρμογής αυτής της ιδέας, στην Τουρκία θα περιερχόταν περίπου το 10% της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, έναντι του 8% που θα της ανήκε εάν το όριο χαρασσόταν με βάση τη μέση γραμμή ανάμεσα στα εν λόγω νησιά και τα μικρασιατικά παράλια. Εάν λύση μέσω διαπραγματεύσεων δεν μπορούσε να βρεθεί, τότε η Ελλάδα προέκρινε σταθερά την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η τουρκική πλευρά απέρριψε τις ελληνικές προτάσεις. Βασική της επιδίωξη, όπως επιβεβαιώθηκε στους αλλεπάλληλους γύρους συνομιλιών, ήταν η χάραξη της υφαλοκρηπίδας στη μέση γραμμή μεταξύ των εκατέρωθεν ηπειρωτικών ακτών. Κατά την τουρκική άποψη, τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται παράλληλα προς τις τουρκικές ακτές (από τη Σαμοθράκη στον βορρά έως τα Δωδεκάνησα στον νότο) δεν δικαιούνταν να έχουν υφαλοκρηπίδα. Κάποια επήρεια, αλλά και πάλι όχι πλήρης, στον προσδιορισμό της υφαλοκρηπίδας θα μπορούσε να αναγνωριστεί μόνο στα νησιά που βρίσκονται εγγύτερα στις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας. Εάν αυτός ο διαμοιρασμός της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου δεν γινόταν δεκτός από τους Ελληνες, τότε οι Τούρκοι αντιπρότειναν κάθε χώρα να είχε δικαίωμα εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους που βρίσκονταν αποκλειστικά και μόνο εντός των χωρικών της υδάτων. Από εκεί και πέρα, ο βυθός και το υπέδαφος θα αποτελούσαν αντικείμενα συνεκμετάλλευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Σειρά ελληνοτουρκικών συνομιλιών-3
Στη συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ στο Μοντρέ, τον Μάρτιο του 1978, αποφασίστηκε η συνέχιση των συνομιλιών μεταξύ των γ.γ. των υπουργείων Εξωτερικών. Εως τον Σεπτέμβριο του 1981 έγιναν εννέα γύροι συνομιλιών.

Απόκλιση θέσεων των δύο πλευρών σε όλα τα θέματα

Ασύμβατες αποδείχθηκαν οι απόψεις των δύο κρατών και για τα ζητήματα της εναέριας κυκλοφορίας στο Αιγαίο. Οι Τούρκοι απέβλεπαν στην απομείωση των αρμοδιοτήτων που, βάσει διεθνών συμβάσεων, η Ελλάδα ασκούσε στην περιοχή του FIR Αθηνών. Στην πράξη ήθελαν να χωρίσουν τους αιθέρες του Αιγαίου περίπου στη μέση, έτσι ώστε οι ίδιοι να ελέγχουν την πτητική δραστηριότητα στο ανατολικό τμήμα του. Η ελληνική πλευρά δεν αποδέχθηκε τις τουρκικές θέσεις, διευκρινίζοντας ότι εάν γινόταν οποιαδήποτε αλλαγή στο FIR Αθηνών, τότε αντίστοιχη θα έπρεπε, στη βάση της αρχής της αμοιβαιότητας, να γίνει και στο FIR Κωνσταντινουπόλεως. Χωρίς αποτέλεσμα κύλησαν και οι συζητήσεις για τεχνικά ζητήματα, όπως η διεξαγωγή αεροπορικών ασκήσεων, η ανταλλαγή στοιχείων μαχητικών αεροσκαφών και η λειτουργία αεροδιαδρόμων. Μοναδική θετική εξέλιξη υπήρξε η αιφνιδιαστική, αμέσως μετά το τέλος του πέμπτου γύρου των συνομιλιών, άρση από τουρκικής πλευράς της Αγγελίας προς Αεροναυτιλλομένους (ΝΟΤΑΜ) 714, την οποία οι Τούρκοι είχαν εκδώσει στις 6 Αυγούστου 1974 και είχε έκτοτε οδηγήσει στη διακοπή όλων των αεροπορικών πτήσεων πάνω από το Αιγαίο.

Συνολικά, οι συνομιλίες των γενικών γραμματέων δεν προσέφεραν κάτι ιδιαίτερα θετικό στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η χρησιμότητά τους έγκειτο στη διατήρηση της τακτικής επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές. Από εκεί και πέρα, οι θέσεις της Αθήνας και της Αγκυρας παρέμειναν αμετάβλητες. Στην ουσία η Ελλάδα προέβαλε την ανάγκη συνεννόησης στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η Τουρκία αντέτεινε τη λογική της ισχύος. Δεν διαπιστώθηκε το παραμικρό περιθώριο για σύγκλιση των εκατέρωθεν απόψεων, ενώ πολύ συχνά η συζήτηση εξαντλείτο στην επανάληψη εκ των προτέρων γνωστών και κατ’ επανάληψη διατυπωμένων θέσεων. Εξάλλου, οι γενικοί γραμματείς δεν είχαν καμία εξουσιοδότηση να προχωρήσουν πέρα από τις γραμμές που είχαν χαράξει οι πολιτικές ηγεσίες. Ετσι, μοιραία περιορίστηκαν σε μια σειρά από αβλαβείς παράλληλους μονολόγους, οι οποίοι διακόπηκαν με ελληνική πρωτοβουλία όταν τον Οκτώβριο του 1981 το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία.
 
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «1974. Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT