Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ

Στη συζήτηση στη Βουλή το πολιτικό σύστημα τοποθετείται έναντι της συμμετοχής της Ελλάδας στον ανεπτυγμένο κόσμο

7' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδος EOK του 1961 είχε προκαλέσει έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, με την ΕΡΕ να υπερθεματίζει υπέρ της συμφωνίας, την Ενωση Κέντρου να την επικροτεί κριτικά και την ΕΔΑ να την καταδικάζει απερίφραστα και με πολύ βαρύ λεξιλόγιο. Η συμφωνία πάγωσε στην «τρέχουσα διαχείριση» των τεχνοκρατικών προβλέψεων λόγω της επιβολής δικτατορίας στην Ελλάδα, γεγονός που αποπροσανατόλισε την ελληνική βιομηχανική τάξη, με συνέπεια να μην υπάρξουν επενδύσεις εκσυγχρονισμού της οικονομίας όσο η παγκόσμια ανάπτυξη διατηρούνταν αλώβητη. Η κύρωση της συμφωνίας προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινό-τητες (Ε.Κ.) στις 29 Ιουνίου 1979 σηματοδοτεί το τέλος του δρόμου που άνοιξε το 1961. Η έναρξη συζητήσεων για την προσχώρηση ήταν μια συνειδητή πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των στενών συνεργατών του Παναγή Παπαληγούρα και Ξενοφώντα Ζολώτα.

Το διεθνές πολιτικό και οικονομικό σκηνικό

Η παγκόσμια οικονομία είχε μπει σε μείζονα νομισματική κρίση από τον Αύγουστο του 1971, όταν κατέρρευσε το καθεστώς των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ίσχυε από το 1944 και τα νομίσματα άρχισαν να διακυμαίνονται, με το δολάριο να χάνει σε ανταλλακτική αξία. Παράλληλα, στα Ηνωμένα Εθνη συγκρούονταν ο ανεπτυγμένος «Βορράς» με τον φτωχό «Νότο» γύρω από το ζήτημα των δυσμενών όρων εμπορίου υπέρ των πλουσίων και της επιθυμίας μιας νέας διεθνούς οικονομικής τάξης από τους φτωχούς. Το 1973 ξέσπασε μετά την τότε ισραηλινοαραβική διένεξη η πρώτη κρίση του πετρελαίου, που έφερε πληθωρισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Η συνύπαρξη ύφεσης και πληθωρισμού σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο προκαλούσε, σε συνδυασμό και με την παγκόσμια νομισματική αναστάτωση, πολιτικές ζυμώσεις και κοινωνικές ανακατατάξεις και χτύπησε και την πόρτα της Ελλάδας, που δεν χειρίστηκε αποτελεσματικά τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας το διάστημα 1971-74.

Η κυβέρνηση του Νοεμβρίου 1974 έθεσε ως στόχο την επαναφορά της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή τροχιά και στις 12 Ιουνίου 1975 υπέβαλε αίτηση προσχώρησης στις Ε.Κ., χωρίς να έχει λήξει η μεταβατική περίοδος σύμφωνα με τη συνθήκη των Αθηνών. Η ελληνική πλευρά δικαιολόγησε την πρωτοβουλία της με γεωπολιτικά, πολιτιστικά, αλλά και οικονομικά επιχειρήματα.

Το σημαντικότερο όλων ήταν το οικονομικό. Η ελλειμματικότητα του ισοζυγίου πληρωμών, που είχε διευρυνθεί από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, επέβαλε την αναζήτηση πολιτικών και οικονομικών εταίρων που θα παρείχαν πόρους είτε από κοινοτικά ταμεία είτε από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Στην πορεία έπρεπε να ξεπεραστούν σημαντικά εμπόδια – το μεγαλύτερο ήταν η εισήγηση της Επιτροπής για την υιοθέτηση ενός «προενταξιακού» σταδίου και για την προοπτική ένταξης από κοινού με τις ιβηρικές χώρες. Πάντως, οι διαπραγματεύσεις αποδείχθηκαν εξαιρετικά επίπονες και χρονοβόρες, παρά την εμπειρία των Ε.Κ. με τη συνθήκη προσχώρησης Βρετανίας, Δανίας και Ιρλανδίας το 1972. Συνολικά 26 σύνοδοι αναπληρωτών και 11 σύνοδοι υπουργών ασχολήθηκαν με το θέμα, ενώ έγιναν και  εκατοντάδες συναντήσεις σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Στις αρχές του 1978, ο Κων. Καραμανλής ταξίδεψε σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αποσπώντας πολιτικές δεσμεύσεις ότι οι διαπραγματεύσεις θα έκλειναν μέχρι το τέλος της ίδιας χρονιάς, πράγμα που έγινε. Τελικά, περίπου τρία χρόνια μετά την έναρξή τους, οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν και η συμφωνία προσχώρησης ήλθε στα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια και στη Βουλή των Ελλήνων, όπου και επικυρώθηκε. Από την 1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα ήταν πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι όροι και οι μεταβατικές προβλέψεις της συμφωνίας

Η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόζει από 1.1.1981 το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες είχε οριστεί μεταβατική περίοδος.

Ειδικότερα, είχε προβλεφθεί μεταβατική περίοδος επτά ετών για δύο αγροτικά προϊόντα και για την εφαρμογή της ελεύθερης μετακίνησης εργαζομένων. Επίσης προβλέφθηκε και η δυνατότητα λήψης ειδικών μέτρων σε περίπτωση έκτακτων δυσχερειών σε κάποιον τομέα της οικονομίας ή περιοχή της χώρας. Παράλληλα, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση πλήρους προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην κοινοτική, αλλά και της πραγματοποίησης των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών στον διοικητικό μηχανισμό για τη διασύνδεσή του με αυτόν της ΕΟΚ. Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταργήσει σταδιακά τους δασμούς στα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα. Επιπλέον, θα καταργούσε άμεσα και όλους τους ποσοτικούς περιορισμούς πλην αυτών σε 14 βιομηχανικά προϊόντα, οι οποίοι θα καταργούνταν σταδιακά. Οσον αφορούσε τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, η Ελλάδα όφειλε να προσαρμοστεί στο κοινό εξωτερικό δασμολόγιο στο πλαίσιο πενταετούς μεταβατικής περιόδου. Στον τομέα των δημοσιονομικών, προβλέφθηκε τριετής μεταβατική περίοδος για την εισαγωγή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ενώ όσον αφορούσε τις κινήσεις κεφαλαίων αυτές θα απελευθερώνονταν άμεσα με λίγες εξαιρέσεις. Απαραίτητη κρίθηκε η ίδρυση αγοράς συναλλάγματος στην Αθήνα ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της πραγματικής ισοτιμίας της δραχμής με τα άλλα νομίσματα, ενώ στη μεταβατική περίοδο θα συζητείτο και η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα.

Με την προσχώρησή της στην  ΕΟΚ, η Ελλάδα απέκτησε μόνιμη πρόσβαση στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και στα ταμεία στήριξης του ευρωπαϊκού Νότου που σταδιακά θεσμοθετήθηκαν. Η προσχώρηση λειτούργησε ως αγκυροβόλιο ασφαλείας για την οικονομική πολιτική και βοήθησε στην περαιτέρω εναρμόνιση της χώρας με το ευρωπαϊκό οικονομικό πρότυπο. Η εγκατάλειψη του ισχύοντος έως τότε προστατευτισμού είχε σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο μερίδιο γεωργίας και βιομηχανίας στο ΑΕΠ, μετατρέποντας τη χώρα σε τόπο προσφοράς υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, η προσχώρηση άμβλυνε το μακροχρόνιο ζήτημα του ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών, απαλλάσσοντας τους φορείς της οικονομικής πολιτικής από ένα μόνιμο έως τότε άγχος.

Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ-1
Ο Γ. Πεσμαζόγλου του ΚΟΔΗΣΟ 

Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ-2
Ο Ιω. Ζίγδης της ΕΔΗΚ

Οι απόψεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας

Η συζήτηση στο Κοινοβούλιο σχετικά με την πράξη προσχώρησης  ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου 1979 και ολοκληρώθηκε σε τέσσερις ημέρες. Εγινε σε κλίμα έντονης φόρτισης καθώς αιφνιδιαστικά, και παρά τη συναίνεση ως προς την ημερομηνία κοινοβουλευτικής συζήτησης, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη Βουλή και να απόσχουν των σχετικών συζητήσεων. Το ΠΑΣΟΚ πρόβαλε το επιχείρημα ότι με την προσχώρηση ανατρέπεται η εγχώρια έννομη τάξη λόγω της αποδοχής του κοινοτικού κεκτημένου από ελληνικής πλευράς, γεγονός ενισχυτικό της άποψής του περί άσκησης από την κυβέρνηση πολιτικής «εθνικής υποτέλειας». Επιπρόσθετα ζητήθηκε η κατάθεση όλων των φακέλων σχετικά με τις διαπραγματεύσεις ώστε να προηγηθεί της συζήτησης ενδελεχής μελέτη τους. Το ΚΚΕ πρόβαλε για την αποχώρησή του το επιχείρημα του περιορισμένου χρόνου συζήτησης, της ανεπαρκούς τηλεοπτικής κάλυψης των συζητήσεων και την αντίθεσή του για την ένταξη της χώρας στις Ε.Κ.

Στη συζήτηση έλαβαν μέρος πάνω από είκοσι μέλη του Κοινοβουλίου και έγινε έντονος και ενδιαφέρων διάλογος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τόνισε επανειλημμένως και με έμφαση το πόσο απαραίτητη ήταν η παρέμβασή του για την ευτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι η προσχώρηση δεν ήταν ένας περίπατος και ότι απαιτούνταν σκληρή δουλειά προσαρμογής σε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής με διαφορετική λογική και μηχανισμούς λειτουργίας. Οι βουλευτές της Ν.Δ. επισήμαναν τα αναμενόμενα οφέλη από την προσχώρηση, όπως αυτά είχαν κωδικοποιηθεί στον πολιτικό διάλογο έως τότε.

Κυριότερος όλων ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Γι’ αυτόν η προσχώρηση δεν λειτουργούσε μόνον ως ανάχωμα έναντι μελλοντικών επιβουλών κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα. Αποτελούσε μια έμπρακτη αποτίναξη της αντίληψης «για την αιώνια μοναξιά της Ελλάδος». Ανάμεσα στην υπερατλαντική Δύση και την ευρασιατική Ανατολή η Ελλάδα καλούνταν, σε μια εποχή συγκρότησης ευρύτερων οικονομικών χώρων, να ενταχθεί σε ένα στρατόπεδο που της έδινε δυνατότητα ελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης σε συμπληρωματικό πλαίσιο με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα δεν ήταν, κατά τον ίδιο, ούτε «Ανατολή», ούτε «Αμερική», ούτε «Αφρική». Ηταν Ευρώπη. Η προσχώρηση της Ελλάδας στις Ε.Κ. μέσα από τη συγκεκριμένη συνθήκη κεφαλαιοποιούσε την έως τότε κοινωνική ανάπτυξή της, την αναβάθμιζε και της έδινε παραπέρα δυνατότητες σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.

Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ-3
Ο Λ. Κύρκος του ΚΚΕ εσ. άσκησε έντονη κριτική, αλλά έδωσε θετική ψήφο, ενώ το ΠΑΣΟΚ του Ανδρ. Παπανδρέου απείχε από τη συζήτηση.

Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ-4
Ανδρέας Παπανδρέου 

Οι θέσεις της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης

Ο Γ. Πεσμαζόγλου ψήφιζε θετικά αλλά έλεγξε την κυβέρνηση για ολιγωρία στις διαπραγματεύσεις και μη αξιοποίηση ευκαιριών. Προσπάθησε να κάνει πιο διακριτό τον ρόλο του ΚΟΔΗΣΟ στην πολιτική ζωή της χώρας και άσκησε την πιο εμπεριστατωμένη κριτική στους μεγάλους απόντες, ΠΑΣΟΚ και, δευτερευόντως, ΚΚΕ. Η συμμετοχή στην Ενωμένη Ευρώπη αποτελούσε κατά τον ίδιο δικαίωμα της χώρας, αναγκαία συνθήκη αναπαραγωγής και ύπαρξής της στον σύγχρονο κόσμο. Η αγροτική τάξη ειδικότερα είχε, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονταν από άλλα κόμματα, τις προϋποθέσεις να ωφεληθεί πολύ οικονομικά. Μια «ειδική σχέση» τύπου Νορβηγίας δεν αποτελούσε ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα λόγω της οικονομικής δομής της και των πολιτικών της ιδιαιτεροτήτων. Η ΕΔΗΚ, διά του αρχηγού της Ιωάννη Ζίγδη, κατηγόρησε την κυβέρνηση για βιασύνη, για αποκλειστικά θετική προπαγάνδα υπέρ της προσχώρησης, χωρίς αναφορά σε πιθανές δυσμενείς εξελίξεις και για αφ’ υψηλού συμπεριφορά στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ψήφισε θετικά. Το ίδιο έκανε και η ανανεωτική Αριστερά. Ο Λεωνίδας Κύρκος εξήγησε πως οι E.Κ. ήταν μια ολοκλήρωση καπιταλιστικού τύπου σε φάση αντιπαλότητας με τις ΗΠΑ. Η μέλλουσα ένωση της Ευρώπης θα προωθούνταν από τους Ευρωπαίους εργαζομένους στο σύνολό τους. Το έως τότε κοινοτικό κεκτημένο ήταν ευνοϊκό για την ελληνική εργατική τάξη και ανεξάρτητα από διαφωνίες του με τους χειρισμούς της κυβέρνησης έδωσε και αυτός θετική ψήφο. Οι συζητήσεις για θετικές/αρνητικές πτυχές της προσχώρησης συνεχίστηκαν μέχρι το 1985, τουλάχιστον. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 και η έως τότε αντιευρωπαϊκή ρητορεία του προδίκαζαν αμφίρροπη συνέχεια για τις ελληνοευρωπαϊκές σχέσεις. Ομως περιφερειακές αλλαγές στη συνθήκη προσχώρησης, καθώς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις σχετικά με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, άλλαξαν τη στάση του Ανδρέα Παπανδρέου. Η αποδοχή της προσχώρησης στις Ε.Κ. από το σύνολο του πολιτικού κόσμου πλην ΚΚΕ ήταν πλέον πραγματικότητα.

Κύρωση της συνθήκης ένταξης στην ΕΟΚ-5
29.6.1979. Η «Κ» προβάλλει την πρόσκληση Καραμανλή για συστράτευση όλων στην ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας.

* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι σύμβουλος στο Ινστιτούτο Ελληνικής Ανάπτυξης και Ευημερίας (IHGP) του Αμερικανικού Κολλεγίου, και ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT