«Εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω πίσω στο 1990», λέει ένας χρήστης του YouTube, στα σχόλια κάτω από το βίντεο των τίτλων του «Twin Peaks», ενώ κάποιος άλλος εύχεται «να μπορούσε να ζήσει μέσα σε αυτήν τη μουσική εισαγωγή». Αλλοι ανακαλούν ανεξίτηλες παιδικές ή εφηβικές μνήμες: «Ως παιδί, αυτή η μουσική με τρόμαζε και με συνάρπαζε την ίδια στιγμή», λέει κάποιος άλλος, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανατρέχουν με μελαγχολία σε αυτό που κάποτε ήταν μια νεότητα μέσα σε έναν «απλούστερο κόσμο» και τώρα έχει γίνει μια μπλεγμένη μέση ηλικία εντός μιας ανεπίστρεπτα μπλεγμένης πραγματικότητας.
Πράγματι, οι τίτλοι αρχής εκείνης της ουρανοκατέβατης τηλεοπτικής σειράς του Ντέιβιντ Λιντς είναι (ακόμη) ένα πανίσχυρο ταξίδι πίσω στον χρόνο, σε μια πρόσφατη εκδοχή του πλανήτη που, στην αυγή της δεκαετίας του ’90, ετοιμαζόταν να δεχθεί κοσμογονικές αλλαγές: ο μακρινός αντίλαλος του Ιντερνετ ακουγόταν να έρχεται φουτουριστικά από το μέλλον και συνοδευόταν από τον πάταγο «τοίχων που σωριάζονταν στο πάτωμα» στην Ευρώπη – εκεί που η Ρωσία αποκτούσε τον πρώτο της εκλεγμένο πρόεδρο και υπογραφόταν η συμφωνία του Μάαστριχτ.
Ομως, σε εκείνα τα σχόλια των χρηστών στο YouTube, κοινός παρονομαστής δεν είναι μόνον η νοσταλγία, αλλά και η ανεξήγητη γοητεία που ασκεί πάνω μας ο συνδυασμός κινούμενης εικόνας και μουσικής. Οταν τα συστατικά αυτού του παντρέματος συνδυαστούν σωστά, η σαγήνη είναι πολύ μεγάλη για να ξεχαστεί – ακόμη και αν πέρασαν 30 χρόνια και ο πλανήτης πια ατενίζει με σάστισμα τον γκρεμό. Πώς μπορούσε ένα μακρόσυρτο πλάνο, που δείχνει κάτι τόσο κοινότοπο όσο τα κινούμενα γρανάζια ενός εργοστασίου, να είναι τόσο υπνωτικό; Τι είχε το τόσο φοβερό αυτή η σκηνή στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου, δίπλα στην επιγραφή που μας καλωσορίζει σε μια μικρή ορεινή πόλη έξω από το Σιάτλ;
Η απάντηση μάλλον βρισκόταν μέσα στους δαιδάλους του δημιουργικού μυαλού του συνθέτη της Αντζελο Μπανταλαμέντι, ο οποίος έφυγε στις 11 Δεκεμβρίου σε ηλικία 85 ετών. Γεννημένος το 1937 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, αυτός ο γιος Σικελού ιχθυοπώλη, με τους μουσικούς του κόσμους, αποκάλυψε σε εκείνες τις κατά τ’ άλλα τετριμμένες εικόνες μιας καθημερινής Αμερικής, στους τίτλους του «Twin Peaks», την «ασυνήθιστη γοητεία των συνηθισμένων πραγμάτων». Το ίδιο είχε καταφέρει το 1986, τη χρονιά που έγινε ευρύτερα γνωστός, κατά την πρώτη του συνεργασία με τον Ντέιβιντ Λιντς για τη θρυλική σκοτεινή ταινία «Μπλε βελούδο», όπου, πέρα από τη μουσική υπόκρουση, ο Μπανταλαμέντι ανέδειξε την αιθέρια ερμηνεύτρια Τζούλι Κρουζ, ενώ δίδαξε και τραγούδι στην Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Ακολούθησαν πολλές ακόμη συνεργασίες με τον Λιντς, σταθμοί στην πορεία του Μπανταλαμέντι: «Ατίθαση καρδιά», «The Straight story», «Χαμένη λεωφόρος», «Οδός Μαλχόλαντ» κ.ά.
Στο «Twin Peaks» όμως, όταν πρωτοπροβλήθηκε στην ΕΡΤ ένα βράδυ του Γενάρη του ’91, ήταν λες και κάτι ήρθε από το Διάστημα και προσγειώθηκε απρόσμενα μέσα στις οθόνες των τηλεοράσεών μας. Ισως ήταν και η παράξενη έλξη που είχε ακόμη τότε η τηλεοπτική εμπειρία, ίσως εκείνα τα φωσφορίζοντα πράσινα γράμματα τίτλων που είχαν προφανώς φτιαχτεί σε έναν φανταχτερό υπολογιστή της εποχής, σίγουρα ήταν και τα samples στους ήχους της μουσικής: μπορεί να μην είχαμε τότε τη γνώση ότι ακούμε ένα συνθεσάιζερ, νιώθαμε όμως πως σε εκείνο το μουσικό θέμα παντρευόταν το παλιό με το καινούργιο, ακριβώς πάνω στη στιγμή που οι δύο δεκαετίες, με τα σύμβολα και τα όνειρά τους η κάθε μία, αποσχίζονταν και ενώνονταν. Ο Αντζελο Μπανταλαμέντι έδωσε ήχο σε αυτήν την κοσμογονία, αλλά και στον ασαφή και δυσκολόβατο δημιουργικό χώρο όπου το ελαφρύ συνυπάρχει με το «σοβαρό», το τρομακτικό με το κωμικό.
Ηταν κιόλας λες και το έργο του είχε κάτι από τον κόσμο των κόμικς – εκείνων των εικαστικών κόμικς του τέλους του ’80 και των αρχών του ’90. Ισως γι’ αυτό και η δουλειά του για την ακραία εικαστική «Πόλη των χαμένων παιδιών» των Μαρκ Καρό και Ζαν-Πιερ Ζενέ, μια ταινία του ’95 που μοιάζει με σουρεαλιστικό, σκοτεινό και αχανές εργοστάσιο κινουμένων κόμικς, να ταίριαξε σαν γάντι στον προορισμό της. Ο σκοτεινός κόσμος των δύο Γάλλων, στο μεταίχμιο μεταξύ ονείρου και εφιάλτη, μοιάζει να μοιράζεται κοινά υλικά με αυτόν τον Λιντς. Ο αλλόκοτος χορός του «man from another place» στο «Twin Peaks» εδώ αποκτά έναν ελεγειακό ήχο που ξέφυγε από ένα παλιό τσίρκο. Και όταν εμφανίζεται η δεσποτική φωνή της Μάριαν Φέιθφουλ συνοδεία μιας συστοιχίας εγχόρδων, η μουσική του ξανακούγεται επιβλητική, «συμφωνική».
Σε εκείνο το αριστουργηματικό σάουντρακ, η μεγάλη Αγγλίδα ντίβα (που τόσο εύστοχα και αβίαστα τραγούδησε Κουρτ Βάιλ, λίγα χρόνια μετά, αντηχώντας παράξενα μέσα στα χρόνια την αγάπη του ίδιου του Μπανταλαμέντι για τον σπουδαίο Γερμανό συνθέτη) ήταν λες και αντικατέστησε ένα ρόλο που είχε δώσει ο ίδιος ο μαέστρος στον Ντέιβιντ Μπόουι, πέντε χρόνια πριν, όταν το 1990 έντυσε την αμίμητη, εξωγήινη φωνή του με τα έγχορδά του, για να αποδώσουν φόρο τιμής στους αδελφούς Γκέρσουιν, στη συλλογή «Red Hot and Rhapsody». Εκεί, ο μάγος-ενορχηστρωτής υφαίνει με αυθεντία την ατμόσφαιρα του ομιχλώδους Λονδίνου, εκεί όπου το φως μπορεί να τρυπήσει το σκοτάδι και να λάμψει αναπάντεχα – ακριβώς όπως συμβαίνει και στο «θέμα της Λόρα Πάλμερ» του «Twin Peaks» (ουσιαστικά, μια παραλλαγή εκείνου του αλησμόνητου κεντρικού θέματος των τίτλων της σειράς), με τα απειλητικά μινόρε να τα διαδέχεται μια ανάσα, μια κορύφωση-λύτρωση στα ματζόρε.
Ποιος ξέρει, ίσως το σιτσιλιάνικο αίμα του Μπανταλαμέντι να έκανε τη δουλειά του. Το βλέμμα του, μέσα στην προσήνεια και την ευγένειά του, έμοιαζε να περιέχει και κάτι πονηρό, παιγνιώδες, μια κωμική σπίθα. Ισως ήταν ο ίδιος συνδυασμός του οικείου με το απόκοσμο που είχε κάνει τον Μελ Μπρουκς να αποκαλέσει κάποτε τον Ντέιβιντ Λιντς «Τζίμι Στιούαρτ από τον Αρη». Ισως κι εμείς μπορούμε με παρόμοιο τρόπο να αποκαλέσουμε τον Μπανταλαμέντι έναν «Μπέρναρντ Χέρμαν για τα ’90s». Οπως ο μεγάλος συνθέτης του Χίτσκοκ εξερεύνησε τις ψυχολογικές περιοχές της μουσικής, έτσι και ο μεγάλος Μπανταλαμέντι μεγαλούργησε δίπλα στον Λιντς, δίνοντας ήχο στα σκοτεινά του όνειρα, αφήνοντας πίσω του τον ήχο μιας ολόκληρης εποχής.