Η «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ

Η Δύση αντιδρά ενεργά στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων ενδιάμεσου βεληνεκούς από τη Σοβιετική Ενωση

7' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η λεγόμενη «Dual-Track decision» του ΝΑΤΟ, που έχει αποδοθεί ως «διπλή απόφαση», αλλά ακριβέστερα μπορεί να μεταφραστεί ως «απόφαση με δύο σκέλη – κατευθύνσεις», ελήφθη στις 12 Δεκεμβρίου 1979 σε μια περίοδο που είχε ήδη αναζωπυρωθεί η ψυχροπολεμική ένταση στην Ευρώπη (και σε άλλα σημεία της υφηλίου). Η εν λόγω απόφαση αποτέλεσε εν μέρει συνέπεια αυτής της νέας έντασης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, ταυτόχρονα όμως συνέβαλε στην περαιτέρω κλιμάκωσή της. Αφορούσε στον ριζικό εκσυγχρονισμό του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου «μέσου – ενδιάμεσου βεληνεκούς» (LRTNF, long-range theatre nuclear forces, όπως ήταν η επίσημη ονομασία), επηρεάζοντας έναν κρίσιμο τομέα – κατηγορία του πυρηνικού συσχετισμού ισχύος ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και στα αντίστοιχα πολιτικοστρατιωτικά μπλοκ του Ψυχρού Πολέμου. Η «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ είχε τόσο πολιτικοδιπλωματικές όσο και στρατιωτικές προεκτάσεις και υπήρξε ένα από τα σημεία καμπής της λεγόμενης «κρίσης των ευρωπυραύλων».

Η «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ-1
Σύμφωνα με τη «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ, αμερικανικοί πύραυλοι Κρουζ (αριστερά) και Πέρσινγκ 2 θα εγκαθίσταντο σε βάσεις στην Ευρώπη. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ-2
22.10.1983: Διαδηλωτές με ένα ομοίωμα Πέρσινγκ 2 αντιδρούν στην εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων στο έδαφος της Δυτικής Γερμανίας. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ζήτημα εκσυγχρονισμού του οπλοστασίου

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε τεθεί επί τάπητος το ζήτημα της ανάγκης εκσυγχρονισμού του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου «θεάτρου επιχειρήσεων»: τόσο των πυρηνικών όπλων πεδίου μάχης (των επονομαζόμενων «τακτικών»), όσο και των πυρηνικών όπλων «μέσου βεληνεκούς», τα οποία εκτοξευόμενα από τη Δυτική Ευρώπη μπορούσαν να πλήξουν στόχους βαθιά στα μετόπισθεν των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας – περιλαμβανομένων δυτικών περιοχών της ίδιας της Σοβιετικής Ενωσης. Ποικίλες εξελίξεις είχαν προκαλέσει τις σχετικές ζυμώσεις τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και σε αρκετές δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που πίεσαν τις ΗΠΑ ώστε το ΝΑΤΟ να αντιδράσει σε αυτό που φάνταζε ως κλιμακούμενη σοβιετική πρόκληση: πρώτον, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι επιτελείς του ΝΑΤΟ διερευνούσαν τους καλύτερους τρόπους για την εφαρμογή στην πράξη της νέας στρατηγικής της «ευέλικτης απάντησης» (Flexible Response), προκειμένου να καταστεί λειτουργική. Δεύτερον, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ άρχισαν να επανεκτιμούν τη στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στην αναδυόμενη τότε «επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις», καθώς πρόσφατα είχαν σημειωθεί ή ήταν σε εξέλιξη σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες.

Την ίδια στιγμή, Δυτικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες και ακαδημαϊκοί αμφισβήτησαν τη σοφία της χρήσης τακτικών (μικρής εμβέλειας) πυρηνικών όπλων από το ΝΑΤΟ ως μέσο ανάσχεσης, ή έστω επιβράδυνσης, μιας σοβιετικής προέλασης προς δυσμάς. Ενα τέτοιο δόγμα ουδέποτε ήταν ελκυστικό, διότι θα σήμαινε τη χρήση πυρηνικών όπλων στο ίδιο το έδαφος του ΝΑΤΟ, ενώ πλέον δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα αξιόπιστο ως παράγοντας αποτροπής. Αντίθετα, μια ενίσχυση του αμερικανικού-νατοϊκού πυρηνικού οπλοστασίου μέσου βεληνεκούς, με όπλα ικανά να καταφέρουν είτε χειρουργικά πλήγματα σε στόχους υψηλής αξίας ή χτυπήματα «βαθιάς απαγόρευσης – απομόνωσης» (deep interdiction), φάνταζε περισσότερο ελκυστική, αξιόπιστη και αποτελεσματική επιλογή, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά.

Τρίτος παράγοντας –και ίσως σημαντικότερος– ήταν το γεγονός ότι πολλές δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν έντονες ανησυχίες εξαιτίας της ενίσχυσης του συμβατικού και πυρηνικού οπλοστασίου των Σοβιετικών στην Ευρώπη. Και, κυρίως, λόγω της εμφάνισης ενός νέου εξελιγμένου σοβιετικού πυραύλου ενδιάμεσου βεληνεκούς –ικανού δηλαδή να πλήξει μόνο δυτικοευρωπαϊκό έδαφος, και όχι και τις ΗΠΑ– ο οποίος εν πολλοίς ανέτρεπε τις μέχρι τότε ισορροπίες: του SS-20 Sabre.

Η Ευρώπη φοβάται τις κεφαλές των SS-20

Οι Σοβιετικοί είχαν ξεκινήσει να παρατάσσουν συστοιχίες του νέου οπλοσυστήματος ήδη από το 1977. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ, μέχρι τα τέλη του 1980 θα υπήρχαν 35 βάσεις SS-20 με 315 εκτοξευτές πυραύλων. Καθώς κάθε πύραυλος SS-20 έφερε τρεις πυρηνικές κεφαλές, οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν μεμιάς εναντίον της Δυτικής Ευρώπης 945 κεφαλές. Η κάθε μια πυρηνική κεφαλή είχε εκρηκτική ισχύ δέκα έως δώδεκα φορές μεγαλύτερη από την ατομική βόμβα που είχε πλήξει τη Χιροσίμα. Δεν ήταν λοιπόν παράλογο που πολλοί Δυτικοευρωπαίοι αξιωματούχοι και ηγέτες θεώρησαν τους SS-20 απειλή «στρατηγικού» χαρακτήρα για την ασφάλεια και την πολιτική ανεξαρτησία της Δυτικής Ευρώπης. Παρ’ όλο που ελάχιστοι πίστευαν πραγματικά ότι το Κρεμλίνο θα ξεκινούσε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας στην Ευρώπη, έντονος ήταν ο φόβος ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους ισχύ για να «εκβιάσουν» ή να ασκήσουν πίεση στη Δυτική Ευρώπη, ώστε να επιτύχουν πολιτικές, στρατιωτικές ή εμπορο-οικονομικές παραχωρήσεις. Ιδιαίτερη ανησυχία προκλήθηκε στη Δυτική Γερμανία λόγω της γειτνίασης με το ανατολικό μπλοκ και της ιδιαίτερης σημασίας που απέδιδε σε αυτή τη χώρα η Μόσχα.

Η σημαντική ενίσχυση του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου ενδιάμεσου βεληνεκούς, σε συνδυασμό με την επίτευξη πλήρους πυρηνικής ισορροπίας μεταξύ των υπερδυνάμεων, τροφοδότησε περαιτέρω μια πάγια φοβία των Δυτικοευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ: ότι δηλαδή η ανάδειξη σαφούς ισοτιμίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ στις συνολικές πυρηνικές δυνατότητές τους –διηπειρωτικές-στρατηγικές, μεσαίου βεληνεκούς και τακτικές-πεδίου μάχης– ίσως οδηγούσε σε υπονόμευση της δέσμευσης των Αμερικανών για τη δυτικοευρωπαϊκή ασφάλεια και εν τέλει στην αποσύνδεση της άμυνας των ΗΠΑ από εκείνη της Ευρώπης.

Ετσι, το ζήτημα της βέλτιστης αντίδρασης του ΝΑΤΟ στην πρόκληση των SS-20 οδήγησε σε μακρές και πολύπλοκες διαπραγματεύσεις μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων –πρωτοστατούσης της Δυτικής Γερμανίας και προσωπικά του καγκελάριου Χέλμουτ Σμιτ– και της αμερικανικής κυβέρνησης. Αλλά το 1977 ο Αμερικανός νέος πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ αρχικά είχε δώσει έμφαση στην προοπτική ενίσχυσης των συμβατικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ, καθώς και στον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών δυνάμεων μικρού βεληνεκούς (τα τακτικά όπλα), με αιχμή του δόρατος τη «βόμβα νετρονίου», της οποίας ωστόσο η παραγωγή αναβλήθηκε. Οι μάλλον ατυχείς χειρισμοί της προεδρίας Κάρτερ προκάλεσαν ρωγμές στους διατλαντικούς δεσμούς και ενίσχυσαν την ανησυχία των Δυτικοευρωπαίων για την αξιοπιστία των ΗΠΑ.

Διαπραγματευτικό χαρτί για μια «διπλή μηδενική λύση» 

Καθώς συνεχιζόταν η παραγωγή των SS-20 και εκείνοι καθίσταντο επιχειρησιακοί, Δυτικοευρωπαίοι αξιωματούχοι πίεσαν τους Αμερικανούς να αντιδράσουν αποφασιστικά στη σοβιετική πυρηνική πρόκληση. Ιδίως η Δυτική Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβαν ηγετικό ρόλο ώστε να πείσουν τόσο τις ΗΠΑ όσο και πιο διστακτικούς Δυτικοευρωπαίους συμμάχους για την ανάγκη υιοθέτησης μιας λύσης που θα περιελάμβανε αφενός τον ριζικό εκσυγχρονισμό των αμερικανικών χερσαίων συστημάτων LRTNF και αφετέρου τη φιλοξενία τους σε επιλεγμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Οι νέοι αμερικανικοί πύραυλοι μέσου βεληνεκούς που θα στάθμευαν σε διάφορα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στη Δυτική Ευρώπη επρόκειτο να ενισχύσουν την αξιοπιστία της πυρηνικής αποτροπής της Συμμαχίας στην Ευρώπη, που είχε υπονομευθεί μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αλλά στο απευκταίο σενάριο έκρηξης πυρηνικού πολέμου σε περίπτωση αποτυχίας της αποτροπής, θα βελτίωναν σημαντικά τις δυνατότητες εξαπόλυσης πυρηνικών πληγμάτων ακριβείας σε περιφερειακό επίπεδο. Εξίσου –αν όχι περισσότερο– σημαντικό: η επίτευξη συμφωνίας των συμμάχων για τον εκσυγχρονισμό των αμερικανικών LRTNF θα επιβεβαίωνε τη συνοχή και την αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ αλλά και την προθυμία και ικανότητα των ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στην πυρηνική στρατηγική της Συμμαχίας. 

Η «διπλή απόφαση» του ΝΑΤΟ-3
12.12.1979. Η μη εγκατάσταση πυραύλων Πέρσινγκ στην Ελλάδα, στην κορυφή της πρώτης σελίδας της «Κ».

Η απόφαση του ΝΑΤΟ της 12ης Δεκεμβρίου 1979 προέβλεπε την ανάπτυξη, σε διάφορα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, προηγμένων αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς: 108 Πέρσινγκ 2 καθώς και 464 τεχνολογίας Κρουζ (εκτοξευόμενων από το έδαφος) Gryfon. Οι Πέρσινγκ 2 και, ακόμα περισσότερο, οι Κρουζ Gryfon (που επιλέχθηκαν αντί για αντίστοιχης τεχνολογίας Κρουζ εκτοξευόμενους από πλοία επιφανείας ή υποβρύχια, που είχαν μεγαλύτερη επιβιωσιμότητα) θα εξυπηρετούσαν κυρίως πολιτικούς σκοπούς: μόνο αμερικανικοί πύραυλοι που θα έδρευαν σε δυτικοευρωπαϊκό έδαφος και θα επανδρώνονταν από αμερικανικό προσωπικό θα ενίσχυαν σημαντικά τη φυσική αμυντική και πολιτική σύνδεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δυτικής Ευρώπης. Επιπλέον, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους της «διπλής απόφασης» η Συμμαχία εμφανίστηκε έτοιμη να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για τη μείωση του αριθμού ή την ακύρωση τοποθέτησης των νέων πυραύλων, σε περίπτωση που και η σοβιετική πλευρά έπραττε κάτι ανάλογο με τους SS-20. 

Ομως, η σοβιετική ηγεσία εξέφρασε την άποψη ότι, ακόμη και μετά την ανάπτυξη των SS-20, υπήρχε ήδη μια ισορροπία στις πυρηνικές δυνάμεις μέσου/ενδιάμεσου βεληνεκούς στην Ευρώπη. Και ότι, συνεπώς, η απόφαση του ΝΑΤΟ για εκσυγχρονισμό των LRTNF θα διατάρασσε σε μεγάλο βαθμό αυτή την ισορροπία. Αν και οι φόβοι της σοβιετικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας για τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά των Πέρσινγκ 2 και Κρουζ ήταν σε μεγάλο βαθμό ειλικρινείς (αν και μάλλον υπερβολικοί), ωστόσο μέχρι το 1986-1987 το Κρεμλίνο ήταν απρόθυμο να διαπραγματευθεί μια αμοιβαία μείωση ή εξάλειψη των αμερικανικών και των σοβιετικών πυραύλων μέσου/ενδιάμεσου βεληνεκούς. Αντίθετα, ιδίως κατά την περίοδο 1980-1983 στήριξε δυτικοευρωπαϊκά αντιπυρηνικά/φιλειρηνικά κινήματα που εκδήλωναν την αντίθεσή τους στην έλευση των Πέρσινγκ 2 και Κρουζ, ελπίζοντας –μάταια– ότι οι λαϊκές αντιδράσεις στη Δυτική Ευρώπη θα ανάγκαζαν τις κυβερνήσεις σε αναβολή ή ακύρωση της εγκατάστασης των αμερικανικών πυραύλων. Καθώς οι αμερικανοσοβιετικές διαπραγματεύσεις δεν καρποφόρησαν, οι νέοι αμερικανικοί πύραυλοι εγκαταστάθηκαν σταδιακά σε δυτικοευρωπαϊκό έδαφος μετά το φθινόπωρο του 1983. 

Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, ο εκσυγχρονισμός των αμερικανικών LRTNF στη Δυτική Ευρώπη ενίσχυσε μεν τις πυρηνικές δυνατότητες του ΝΑΤΟ, αλλά δεν συνέβαλε σημαντικά στην επίλυση χρόνιων ζητημάτων που ταλάνιζαν τη στρατιωτική στρατηγική της Συμμαχίας. Αντίθετα, σε πολιτικό επίπεδο η λήψη της «διπλής απόφασης» καταδείκνυε τη διατήρηση ή και ενίσχυση της συνοχής του ΝΑΤΟ σε μια περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών προκλήσεων για τη Δύση (όπως ήταν η εκ νέου κλιμάκωση της ψυχροπολεμικής έντασης, η συνεχιζόμενη κούρσα των εξοπλισμών αλλά και η έκρηξη της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης). Χρησίμευσε επίσης ως αποτελεσματικό διαπραγματευτικό χαρτί ώστε αργότερα οι Σοβιετικοί να αποδεχθούν τη λεγόμενη «διπλή μηδενική λύση»: δηλαδή, την αμοιβαία καταστροφή και κατάργηση των πυρηνικών οπλοσυστημάτων μέσου και ενδιάμεσου βεληνεκούς, η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ των υπερδυνάμεων με τη Συνθήκη INF τον Δεκέμβριο του 1987. 
 
* Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT