Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια

Ενας από τους θρύλους της σύγχρονης πυγμαχίας, παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, εγκαταλείπει τα ρινγκ

7' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα κλεμμένο ποδήλατο αποτέλεσε την αιτία για να αποκτήσει η παγκόσμια πυγμαχία ένα από τα σύμβολά της. Ο Κάσιους Κλέι, και αργότερα Μοχάμεντ Αλι, όταν ήταν 12 ετών έχασε το αγαπημένο του ποδήλατο, με το οποίο γυρνούσε στις φτωχογειτονιές του Λούισβιλ (Κεντάκι). Οταν πήγε στο τμήμα της περιοχής για να καταγγείλει το περιστατικό, το πρώτο που είπε στον αστυνομικό ήταν «τον κλέφτη θα τον δείρω».

Ο 40χρονος αστυνομικός και προπονητής πυγμαχίας, Τζον Μάρτιν, εξήγησε στο νευριασμένο πιτσιρίκι ότι για να γίνει αυτό πρέπει να μάθει να δέρνει. Ο Τζον Μάρτιν έμελλε να οδηγήσει τον Κάσιους Κλέι στα ρινγκ. Βέβαια, το ταλέντο του είχε φανεί από τότε που ήταν 6 ετών, όταν με μία γροθιά είχε σπάσει δύο δόντια της μητέρας του.

Ο μετέπειτα θρύλος της πυγμαχίας γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1942 στο Λούισβιλ. Ο πατέρας του σχεδίαζε πινακίδες και η μητέρα του δούλευε ως οικιακή βοηθός. Η γνωριμία του με το άθλημα της πυγμαχίας έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Ο ρατσισμός που είχε νιώσει από παιδί τον είχε κάνει επιθετικό και επηρμένο. Αποκαλούσε τον εαυτό του «μέγιστο» (The Greatest). Η τάση του για επίδειξη δεν άρεσε στα υπόλοιπα μέλη της εθνικής ομάδας των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα οι μαύροι πυγμάχοι πολλές φορές τον «χρησιμοποίησαν» για… προπόνηση. Ο πιτσιρικάς βρήκε συμμάχους δύο Ελληνες, τους φημισμένους αδελφούς Σπανάκους. «Ηθελε να είναι το επίκεντρο της προσοχής, κάτι που δεν άρεσε στους υπολοίπους», είχε δηλώσει στην «Κ» ο Πέτρος Σπανάκος.

Η νύχτα που ο Κάσιους Κλέι άλλαξε το όνομά του

Το 1960 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης. Εμενε στο ίδιο δωμάτιο με τον Νίκο Σπανάκο και ένα βράδυ ο Νίκος τον είδε να πίνει νερό από τον μπιντέ. Ηταν η πρώτη φορά που ο 18χρονος είχε δει μπιντέ.

Στη Ρώμη κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα 81 κιλά, αλλά το ολυμπιακό μενταγιόν δεν έμεινε για πολύ στα χέρια του. Οταν γύρισε στην Αμερική πήγε για φαγητό σε ένα εστιατόριο. «Δεν σερβίρουμε νέγρους», του είπε ο ιδιοκτήτης. «Ωραία, γιατί και εγώ δεν τρώω νέγρους», απάντησε ο Κάσιους. Ο εστιάτορας του ζήτησε να φύγει. Λίγη ώρα μετά, θα πετάξει το χρυσό μετάλλιο στο ποτάμι, αφού, όπως είπε αργότερα, «δεν μπόρεσε να μου προσφέρει ούτε ένα χάμπουργκερ». Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στη διοργάνωση «Χρυσά Γάντια» και έκλεισε την πόρτα της ερασιτεχνικής πυγμαχίας –στην οποία είχε πετύχει 100 νίκες– για χάρη της επαγγελματικής.

Και στην επαγγελματική βρήκε τον χώρο που του ταίριαζε. Με… φαρμακερές γροθιές, αλλά και γλώσσα, έστηνε σε κάθε αγώνα το δικό του σόου και οι νίκες διαδέχονταν η μία την άλλη. Είχε φανατικούς θαυμαστές και εχθρούς. Πυγμαχούσε με έναν εντυπωσιακό τρόπο: άφηνε ακάλυπτο το πρόσωπο σαν να προκαλούσε το χτύπημα, κρατούσε τα χέρια του χαμηλά και απέφευγε τις γροθιές με κινήσεις του σώματος. «Πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα», έλεγε.

Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, ο Κάσιους Κλέι διεκδίκησε τον τίτλο των βαρέων βαρών. Απέναντί του μία από τις πιο «σκοτεινές» μορφές των ρινγκ: ο Σόνι Λίστον, ο επονομαζόμενος «διάβολος», «ναύτης» ή «μηχανή θανάτου». Ο Κλέι είπε: «Είναι τόσο μεγάλος που θα μπορούσε να ήταν παππούς μου». Ο Σόνι ήταν, μέχρι τότε, αήττητος στην κατηγορία. Κράτησε τον τίτλο έως τον 6ο γύρο του αγώνα. Στον έβδομο, καταβεβλημένος από τα χτυπήματα, δεν επέστρεψε στο ρινγκ. Εκείνη τη νύχτα ο Κάσιους Κλέι έγινε Μοχάμεντ Αλι. Τις επόμενες ημέρες, ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στους «Μαύρους Μουσουλμάνους», μια ακραία οργάνωση. «Πλέον δεν χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ», ανέφερε στους δημοσιογράφους και εξήγησε ότι το όνομα Κάσιους προέρχεται από το λευκό αφεντικό του παππού του, ενώ το Κλέι σημαίνει βρωμιά. «Κάσιους Κλέι ήταν το όνομά μου ως δούλος. Είμαι ο Μοχάμεντ Αλι, ένα ελεύθερο όνομα. Μοχάμεντ σημαίνει “άξιος επαίνων” και Αλι “μέγιστος”. Ετσι θα αναφέρεστε σε εμένα».

Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια-1
Μαϊάμι, 25 Μαΐου 1974. Μετά τη νίκη του επί του Σόνι Λίστον, ο Κάσιους Κλέι αλλάζει το όνομά του σε Μοχάμεντ Αλι. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια-2
«Θρίλερ στη Μανίλα», 1η Οκτωβρίου 1975. Ενας από τους πιο σκληρούς αγώνες στην ιστορία του μποξ, εναντίον του Τζο Φρέιζερ. Διήρκεσε 14 γύρους Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια-3
Νέα Υόρκη, 28 Ιανουαρίου 1974. Αγώνας 12 γύρων με τον Τζο Φρέιζερ στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν. 19 Ιουλίου 1996. Ο καταβεβλημένος από το Πάρκινσον Μοχάμεντ Αλι ανάβει τη δάδα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια-4
19 Ιουλίου 1996. Ο καταβεβλημένος από το Πάρκινσον Μοχάμεντ Αλι ανάβει τη δάδα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Καταδίκη λόγω άρνησης να πολεμήσει στο Βιετνάμ

Τα επόμενα χρόνια, πολλοί κορυφαίοι πυγμάχοι είδαν τα «πετάγματα» και δοκίμασαν τα «τσιμπήματα» της «πεταλούδας-μέλισσας» της παγκόσμιας πυγμαχίας: Φλόιντ Πάτερσον, Χένρι Κούπερ, Μπράιαν Λόντον και άλλοι πολλοί. Το 1966 καταφέρει στον Κλίβελαντ Γουίλιαμς περισσότερα από εκατό χτυπήματα σε τρεις γύρους, ενώ ο Αλι δέχτηκε μόλις τέσσερα. Το 1967 αντιμετώπισε τον Ερνι Τέρελ. Ο Τέρελ για να τον εκνευρίσει τον αποκαλούσε Κάσιους. Ο «σταρ» του αθλήματος άρχισε να τον χτυπάει χωρίς όμως να τον ρίξει νοκ άουτ. Σε κάθε χτύπημα τον ρωτούσε «πώς είναι το όνομά μου;». 
Την ίδια εποχή διχάζει την κοινή γνώμη διότι αρνείται να πολεμήσει στο Βιετνάμ, αφού, όπως τόνισε, «κανένας από τους Βιετκόνγκ δεν με έχει αποκαλέσει βρωμονέγρο». Θα οδηγηθεί στο δικαστήριο, θα καταδικαστεί σε φυλάκιση πέντε ετών, θα του αφαιρεθούν η άδεια πυγμαχίας και ο τίτλος του πρωταθλητή. Ο Μοχάμεντ Αλι εκείνη την εποχή δήλωνε ότι δεν του λείπει η πυγμαχία, αλλά «εγώ λείπω από αυτήν», όμως ξεκίνησε δικαστικό αγώνα και αρχές του 1971 βρέθηκε και πάλι στα ρινγκ.

Ο Μοχάμεντ Αλι κρεμάει τα γάντια-5
31.10.1974. Η νίκη του Μοχάμεντ Αλι επί του Τζορτζ Φόρμαν στην αθλητική σελίδα της «Κ».

Στις 8 Μαρτίου 1971 αντιμετώπισε στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης τον Τζο Φρέιζερ στην, όπως ονομάστηκε, «μάχη του αιώνα». Ηττήθηκε στα σημεία, όμως το 1974, και πάλι στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, στο Super Fight II, πήρε τη ρεβάνς και τον τίτλο της Βορείου Αμερικής. Και ύστερα ήρθε η «Βουή στη Ζούγκλα»… Στην Κινσάσα του Ζαΐρ, μπροστά σε 60.000 ανθρώπους, ο Αλι βρέθηκε απέναντι στον πρωταθλητή κόσμου Τζορτζ Φόρμαν με έπαθλο τον τίτλο στην κατηγορία βαρέων βαρών. Το πλήθος παραληρεί: «Ali, boma aye-yay!» (Αλι, ρίξε τον κάτω, σκότωσέ τον). Και ο Μοχάμεντ Αλι τον έριξε κάτω στον 8ο γύρο. Η κραυγή των κατοίκων του Ζαΐρ, αργότερα, θα γίνει σάουντρακ στη βιογραφική ταινία του πυγμάχου, «The Greatest».

Ενα δισ. θεατές είδαν το σκληρό «Θρίλερ στη Μανίλα»

Το κοινό όμως ήθελε και άλλον αγώνα με τον Φρέιζερ. Αυτός διεξήχθη στο 1975 στη Μανίλα και έμεινε στην ιστορία ως «Thrilla in Manilla» (Θρίλερ στη Μανίλα). Ο αγώνας θεωρείται ένας από τους πιο σκληρούς στην ιστορία του αθλήματος και έχει εκτιμηθεί ότι τον παρακολούθησαν 1.000.000.000 θεατές. Στον 14ο γύρο, ο προπονητής του Φρέιζερ θα ρίξει «λευκή πετσέτα». Αργότερα ο Αλι θα παραδεχτεί πως «και ο Τζο και εγώ φτάσαμε πολύ κοντά στον θάνατο».

Στα 36 του αντιμετώπισε τον «χρυσό» ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ, Λέον Σπινκς, και έχασε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Επτά μήνες αργότερα θα τον κατακτήσει για 3η φορά και θα γίνει ο πρώτος πυγμάχος βαρέων βαρών που θα πετύχει κάτι τέτοιο. Η αρχή του τέλους είχε έρθει και το 1979 θα εγκαταλείψει τα ρινγκ. Ομως δεν έλειπε μόνο αυτός από την πυγμαχία, αλλά και η πυγμαχία από αυτόν. Επέστρεψε το 1980, αλλά η «πεταλούδα» και η «σφήκα» είχαν πετάξει… Ηττήθηκε από τον Λάρι Χολμς και τον Καναδό Τρέβορ Μπέρμπικ («Δράμα στις Μπαχάμες») και αποφάσισε να «κατεβάσει», οριστικά, την αθλητική αυλαία στα τέλη του 1981.

Τρία χρόνια αργότερα, στη ζωή του Μοχάμεντ Αλι θα «έμπαινε» ένας ανίκητος αντίπαλος: το Πάρκινσον. Τα επόμενα χρόνια, ο πυγμάχος θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη. Μία από τις εμφανίσεις του που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στην αθλητική ιστορία είναι όταν «μετέφερε» τη φλόγα στον βωμό της Ατλάντας, το 1996. Εγινε (1998) πρεσβευτής Καλής Θελήσεως, τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας από τον πρόεδρο Μπους και αφοσιώθηκε στο φιλανθρωπικό έργο. Η ασθένεια όμως σιγά σιγά τον κατέβαλε και η Ιστορία έγραψε ότι στις 3 Ιουνίου 2016 ένας εκ των κορυφαίων πυγμάχων άφησε την τελευταία του πνοή.

Ατάκες που έμειναν στην Ιστορία

Ο Μοχάμεντ Αλι έμεινε στην παγκόσμια Ιστορία για τις επιτυχίες του στην πυγμαχία, για τη στάση ζωής, αλλά και για τις ατάκες του. Ας θυμηθούμε κάποιες από αυτές:
• Μη μετράς τις ημέρες. Κάνε τις ημέρες να μετράνε.
• Εναν αγώνα τον κερδίζεις ή τον χάνεις πολύ μακριά από τους θεατές, πολύ έξω από το ρινγκ. Στο γυμναστήριο και στον δρόμο. Για χρόνια είχα φάει τη ζωή μου εκεί πέρα.
• Αν ονειρεύτηκες ποτέ ότι με νίκησες, τότε ξύπνα και ζήτα μου συγγνώμη.
• Ενας άνθρωπος χωρίς φαντασία είναι ένας άνθρωπος χωρίς φτερά.
• Αν είσαι όσο σπουδαίος είμαι εγώ, είναι δύσκολο να είσαι ταπεινόφρων.
• Σιχαινόμουν κάθε λεπτό της προπόνησης, όμως έλεγα στον εαυτό μου ταλαιπωρήσου τώρα και θα ζήσεις μια ζωή ως πρωταθλητής.
• Είμαι ο κορυφαίος όλων. Το είχα δηλώσει προτού αντιληφθώ ότι πραγματικά είμαι.
• Οι πρωταθλητές δεν γίνονται στα γυμναστήρια. Γίνονται από κάτι που έχουν μέσα τους, μια επιθυμία, ένα όραμα, ένα όνειρο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT