Η επέτειος ενός έτους από τη ρωσική εισβολή μάς δίδαξε να μην υποτιμάμε και να μη θεωρούμε δεδομένη την Ουκρανία. Η αντίσταση του Κιέβου διέψευσε όσους επιθυμούσαν συνθηκολόγηση και παραχώρηση εδαφών, έχοντας πεισθεί ότι η ρωσική ισχύς θα είχε καταλυτική σημασία.
Η επιχειρησιακή ακινησία στα τέλη του καλοκαιριού, εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών του ουκρανικού στρατού, οδήγησε πάλι σε δυτικές εκκλήσεις για λήξη του πολέμου με εδαφικές παραχωρήσεις. Η αμερικανική απόφαση για ενίσχυση της αμυντικής βοήθειας, με τα πυραυλικά συστήματα HIMARS, άλλαξε ριζικά τα δεδομένα στο πεδίο της μάχης. Ο ουκρανικός στρατός άρχισε να στοχεύει αποθήκες ρωσικών πυρομαχικών, κέντρα διοίκησης, στρατιωτικά αεροδρόμια σε ρωσικό έδαφος, ακόμη και την εμβληματική γέφυρα στα Στενά του Κερτς. Οι ουκρανικές επιτυχίες έκαναν τις δυτικές φωνές για ειρηνευτικές συνομιλίες να σιγήσουν.
Μετά τον Νοέμβριο ο πόλεμος εισήλθε πάλι σε περίοδο φαινομενικής στασιμότητας. Υστερα από τη μεγάλη ουκρανική προέλαση του φθινοπώρου και οι δύο πλευρές χρειάσθηκε να ανεφοδιασθούν και να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Στην περίπτωση της Ρωσίας, αυτό σήμανε την προώθηση μεγάλου αριθμού επίστρατων στην πρώτη γραμμή, παρά την ελλιπή τους εκπαίδευση και τον περιορισμένο οπλισμό τους.
Η ρωσική προσπάθεια για ανακατάληψη του Μπαχμούτ προκάλεσε τεράστιες απώλειες και στις δύο πλευρές. Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν στη μάχη αυτή ποινικούς κρατουμένους, οι οποίοι έλαβαν διαταγές επίθεσης κατά μέτωπο εναντίον οχυρωμένων θέσεων. Οι λιποτάκτες καταδικάζονταν σε θάνατο στο πεδίο της μάχης και εκτελούνταν με σφυριές στο κεφάλι.
Για μία ακόμη φορά η φαινομενική στασιμότητα του μετώπου έφερε στο προσκήνιο τον φόβο για μακροχρόνιο πόλεμο και προκάλεσε νέες εκκλήσεις για κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία. Ολα θα κριθούν τώρα από τη βοήθεια που θα εξασφαλίσει η κάθε πλευρά: η Ρωσία από τη βιομηχανική της βάση και τους νέους συμμάχους της (Κίνα και Ιράν) και η Ουκρανία από τη Δύση.
Παρά τη σημαντική στήριξη των ΗΠΑ και της Δύσης προς το Κίεβο, η προώθηση του οπλισμού παραμένει οδυνηρά αργή. Η απόφαση για παροχή σύγχρονων γερμανικών και αμερικανικών αρμάτων μάχης, που ελήφθη τον Ιανουάριο στο Ραμστάιν, έπρεπε να είχε ληφθεί πριν από έξι μήνες. Την ίδια στιγμή, οι Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ αναμένεται να συσπειρωθούν γύρω από πολιτική πλατφόρμα άρνησης περαιτέρω αμυντικής βοήθειας προς την Ουκρανία, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024.
Η ευρωπαϊκή βοήθεια προς την Ουκρανία υπήρξε ουσιώδης και εντυπωσιακή. Χάρη στον ήπιο χειμώνα και τα αποθέματα φυσικού αερίου, η ενεργειακή κρίση αποφεύχθηκε στην Ευρώπη, ενώ ο πόλεμος ευνόησε τον απογαλακτισμό των ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών από τη Ρωσία.
Ολα θα κριθούν τώρα από τη βοήθεια που θα εξασφαλίσει η κάθε πλευρά: η Ρωσία από τη βιομηχανική της βάση και τους νέους συμμάχους της (Κίνα και Ιράν) και η Ουκρανία από τη Δύση.
Η τάση και στις δύο όχθες του Ατλαντικού είναι, όμως, σαφής. Η στήριξη προς την Ουκρανία θα συνεχίσει να φθίνει με το πέρας του χρόνου και θα εξαρτάται από τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης. Αν η Ουκρανία δώσει την αίσθηση ότι είναι ικανή να ανακτά εδάφη με τα νέα δυτικά όπλα, τότε η ξένη στήριξη θα συνεχιστεί.
Πολλοί ∆υτικοί αναλυτές έχουν βυθιστεί σε αδικαιολόγητη απαισιοδοξία, που μόλις τώρα αρχίζει να αμφισβητείται από τα μέσα ενημέρωσης. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ρωσικά οπλικά αποθέματα δεν είναι ανεξάντλητα, ενώ η πρόσφατη μαζική επιστράτευση δείχνει ότι τεράστιος αριθμός Ρώσων επίστρατων έχει σκοτωθεί στα πεδία των μαχών από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, με τον συνολικό αριθμό Ρώσων νεκρών και τραυματιών να φθάνει τις 200.000 από την αρχή των επιχειρήσεων. Ο Βρετανός υπουργός Αμυνας σχολίασε πρόσφατα ότι ποσοστό 97% των ανδρών του ρωσικού στρατού βρίσκεται σήμερα στην Ουκρανία.
Το Κρεμλίνο δεν διαθέτει πια σημαντικές ενισχύσεις, ικανές να ανατρέψουν τα δεδομένα. Το ένα τρίτο των προπολεμικών αποθεμάτων ρωσικών αρμάτων μάχης πιθανολογείται ότι έχει καταστραφεί ή τεθεί εκτός μάχης, περιορίζοντας δραστικά την ευκινησία του ρωσικού στρατεύματος και την ικανότητά του να διεξάγει αποτελεσματικές επιθέσεις τεθωρακισμένων με αεροπορική στήριξη. Δημοσιογραφικές πληροφορίες θέλουν τη ρωσική βιομηχανική παραγωγή να έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα εξαιτίας της επιστράτευσης και τις ελλείψεις σε προσωπικό. Ο όμιλος Βάγκνερ ανακοίνωσε από τη μεριά του παύση της στρατολόγησης ποινικών κρατουμένων, λόγω περιορισμένης προσέλευσης εθελοντών, οι οποίοι σπανίζουν πλέον αφότου συνειδητοποίησαν ότι οι πιθανότητες επιβίωσής τους στο ουκρανικό μέτωπο δεν είναι μεγάλες.
Η απαισιοδοξία δεν δικαιολογείται και για έναν ακόμη λόγο: το πόσο λίγα έχει διδαχθεί ο ρωσικός στρατός από τον πόλεμο. Αντί να σχεδιάσει μεγάλη επίθεση, η ρωσική διοίκηση επιμένει σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις σε πολλαπλά μέτωπα. Δεν προκαλεί έτσι καμία εντύπωση ότι ελάχιστα εκπαιδευμένοι νεοσύλλεκτοι αδυνατούν να πραγματοποιήσουν περίπλοκες επιχειρήσεις. Η αδυναμία αυτή κατέστη πασιφανής στις πρόσφατες ρωσικές απόπειρες κατάληψης του Βουλεντάρ, νοτιοδυτικά του Μπαχμούτ. Δύο επίλεκτες μονάδες Ρώσων πεζοναυτών υπέστησαν καταστροφικές απώλειες στην επιχείρηση, με τους Ρώσους να χάνουν 30 άρματα μάχης και να έχουν 1.000 νεκρούς και τραυματίες σε λιγότερο από δύο ημέρες.
Οι Ουκρανοί έχουν μπροστά τους δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο, έργο για την ανάκτηση των εδαφών τους. Η απελευθέρωση πρέπει να αρχίσει από τη Χερσώνα και τη Ζαπορίζια, εξασφαλίζοντας τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η κατάληψη της Μελιτούπολης θα διακόψει τον ανεφοδιασμό των Ρώσων στην Κριμαία, απειλώντας τη θέση της Ρωσίας στην προσαρτηθείσα χερσόνησο. Το σχέδιο αυτό θα έπρεπε να έχει υψηλότερη προτεραιότητα από την ανακατάληψη του Ντονμπάς.
Παρά την προθυμία του Κρεμλίνου να επιτρέψει μεγάλες απώλειες, το μόνο που χρειάζεται είναι μία επίμονη και επιτυχημένη προέλαση για να καταρρεύσει το ρωσικό μέτωπο.
Ο κ. Φράνσις Φουκουγιάμα είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ και συγγραφέας του βιβλίου «Το τέλος της Ιστορίας».