Eπιχείρηση-φιάσκο των ΗΠΑ στο Ιράν

Η προσπάθεια απελευθέρωσης των ομήρων της αμερικανικής πρεσβείας κατέληξε σε στρατιωτική και πολιτική αποτυχία

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ιρανική Επανάσταση και η πτώση του φιλοαμερικανικού καθεστώτος του σάχη τις πρώτες εβδομάδες του 1979 είχαν καταλάβει εξαπίνης την αμερικανική κυβέρνηση και τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά για αρκετούς μήνες η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι θα μπορούσε να διατηρήσει μια λειτουργική σχέση με το Ιράν. Αλλωστε, παρότι οι φανατικοί ισλαμιστές, συσπειρωμένοι γύρω από τον θρησκευτικό-πνευματικό ηγέτη (αγιατολάχ) Ρουχολάχ Χομεϊνί, είχαν αναδειχθεί η σημαντικότερη πολιτική δύναμη και είχαν σε μεγάλο βαθμό επιβάλει το πολιτικό τους πρόγραμμα, μέχρι το τέλος του έτους η πολιτική κατάσταση στο Ιράν παρέμενε μάλλον ρευστή. Η προεδρία Κάρτερ εκτιμούσε ότι ΗΠΑ και Ιράν εξακολουθούσαν να έχουν κάποια κοινά συμφέροντα και δυνατότητα συνεργασίας. Ετσι, οι επαφές Αμερικανών και Ιρανών αξιωματούχων συνεχίστηκαν μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου 1979.

Σύντομα, ωστόσο, το σκηνικό άλλαξε άρδην. Με αφορμή την έλευση και φιλοξενία του έκπτωτου σάχη και της οικογένειάς του στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου εκείνος να νοσηλευθεί για καρκίνο, εξαγριωμένο πλήθος Ιρανών (κυρίως φοιτητών) εισέβαλε στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη, την κατέλαβε και συνέλαβε δεκάδες Αμερικανούς ως ομήρους, απαιτώντας την έκδοση του σάχη στο Ιράν. Παρότι οι επίσημες ιρανικές αρχές δεν είχαν ανάμειξη, οι φοιτητές είχαν την υποστήριξη του Χομεϊνί. Ο τελευταίος και οι συνεργάτες του αποσκοπούσαν στην πρόκληση μιας μεγάλης κρίσης στις σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν, ώστε να συσπειρώσουν γύρω τους τους Ιρανούς και να εδραιωθούν στην εξουσία. Επίσης, αμερικανικά έγγραφα που βρέθηκαν ανέπαφα στην πρεσβεία χρησιμοποιήθηκαν επιλεκτικά ώστε να αποδυναμωθούν πολιτικά αντίπαλοι του Χομεϊνί.

Πολλαπλές πιέσεις προς τον πρόεδρο Κάρτερ

Αυτή η πρωτοφανής ενέργεια, που παραβίαζε κατάφωρα κάθε πρωτόκολλο και πρακτική της διπλωματίας, υπήρξε θρυαλλίδα εξελίξεων. Η ιρανική κυβέρνηση του μετριοπαθούς πρωθυπουργού Μεχντί Μπαζαργκάν παραιτήθηκε λίγες ημέρες μετά, ενώ και ο σάχης αποχώρησε από τις ΗΠΑ καταφεύγοντας στην Αίγυπτο (όπου και απεβίωσε το καλοκαίρι του 1980). Η επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ ευνόησε τη δημοφιλία του νέου καθεστώτος στο εσωτερικό του Ιράν αλλά και σε μερίδα της μουσουλμανικής κοινής γνώμης ανά την υφήλιο. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1979 ο Χομεϊνί εξασφάλισε την υπερψήφιση του νέου Συντάγματος του Ιράν που επιβεβαίωνε τον θεοκρατικό χαρακτήρα της χώρας. Επίσης, οι αμερικανικές πρεσβείες σε Ισλαμαμπάντ (Πακιστάν) και Τρίπολη (Λιβύη) πυρπολήθηκαν από οργισμένα πλήθη λίγες εβδομάδες μετά την κατάληψη της πρεσβείας στην Τεχεράνη. Αντίστροφα, στην αμερικανική κυβέρνηση και κοινή γνώμη κυριάρχησε η οργή. Διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ομήρων δεν οδήγησαν πουθενά, ενώ ούτε ο συνδυασμός διπλωματικής πίεσης και επιβολής οικονομικών κυρώσεων έκαμψαν το ιρανικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, αυξανόταν η πίεση προς τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και τους άμεσους συνεργάτες του. Αλλωστε, το 1980 ήταν προεκλογικό έτος και ο Κάρτερ ήδη βρισκόταν υπό πίεση λόγω των πρόσφατων εξελίξεων στο Ιράν αλλά, πλέον, και των συνεπειών της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης. Μάλιστα, η συνεχής κάλυψη των εξελίξεων (ή της απουσίας εξελίξεων) από μεγάλα αμερικανικά ειδησεογραφικά δίκτυα κλιμάκωνε την πίεση στον Λευκό Οίκο και εξυπηρετούσε –έστω αθέλητα– τους προπαγανδιστικούς και πολιτικούς στόχους των Ιρανών ισλαμιστών. Ενδεικτική, και χαρακτηριστική του κλίματος, ήταν η ημερήσια ειδησεογραφική εκπομπή του ABC με τίτλο «Η Αμερική υπό ομηρία» («America held hostage»).

Eπιχείρηση-φιάσκο των ΗΠΑ στο Ιράν-1
26.4.1980. Η καταστροφική επιχείρηση απελευθέρωσης των Αμερικανών ομήρων, πρώτο θέμα στην «Κ».

Δίχως να διαφαίνεται κάποια λύση στον ορίζοντα, ο Κάρτερ αναγκάστηκε να σκεφτεί την ανάληψη στρατιωτικής δράσης για την απελευθέρωση των ομήρων. Ηδη από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1979 είχε ζητήσει να αναζητηθούν στρατιωτικές βάσεις επί, ή πέριξ, του Περσικού Κόλπου. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί αφενός ότι η παραπάνω εξέλιξη συνέπεσε με την απόφαση ενεργότερης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή, λόγω των παράλληλων εξελίξεων στο Αφγανιστάν και της σοβιετικής επέμβασης εκεί. Αφετέρου ότι η κατάσταση το 1979-80 επί του πεδίου ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι στη σημερινή εποχή: οι ΗΠΑ είχαν πολύ μικρή στρατιωτική παρουσία και πρόσβαση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ δεν είχαν δημιουργήσει κάποια διοίκηση με περιοχή ευθύνης την ευρύτερη Μέση Ανατολή (όπως η μετέπειτα Central Command – CENTCOM). Οι εξελίξεις στο Ιράν και στο Αφγανιστάν έδωσαν το έναυσμα ώστε ο πρόεδρος Κάρτερ να εξαγγείλει μια πολύ πιο δυναμική στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή. Η αρχή έγινε με την εξαγγελία του λεγόμενου Δόγματος Κάρτερ τον Ιανουάριο του 1980, το οποίο προειδοποιούσε ότι οι ΗΠΑ θα αντετίθεντο, ακόμα και ενόπλως, σε κάθε απόπειρα ελέγχου του Περσικού Κόλπου από εξωτερική δύναμη. Παρότι η παραπάνω εξαγγελία είχε ως έμμεσο αποδέκτη τη Σοβιετική Ενωση, ωστόσο σηματοδότησε την απαρχή της αέναης αμερικανικής στρατιωτικής εμπλοκής στην περιοχή εναντίον, τελικά, τοπικών κρατών ή και μη κρατικών δρώντων. Στρατιωτικός βραχίονας των ΗΠΑ στην περιοχή αποτέλεσε, αρχικά, η νεοϊδρυθείσα Rapid Deployment Joint Task Force (RDJTF).

Eπιχείρηση-φιάσκο των ΗΠΑ στο Ιράν-2
Η υπό κατάληψη αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη. Οι όμηροι κρατήθηκαν εκεί για 444 ημέρες, από τις 4 Νοεμβρίου 1979 έως τις 20 Ιανουαρίου 1981. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ατυχείς συγκυρίες, αστοχίες υλικού και λάθη 

Αρχικά η RDJTF είχε μικρές επιχειρησιακές δυνατότητες. Δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις, ούτε κατάλληλα μέσα για επιχειρησιακή δράση στο απαιτητικό περιβάλλον της περιοχής, αλλά ούτε και βάσεις απ’ όπου θα εξορμούσαν και θα ανεφοδιάζονταν αυτές οι δυνάμεις. Ακόμη, τότε οι Αμερικανοί δεν είχαν γνώση και εμπειρία των γεωμορφολογικών και κλιματολογικών χαρακτηριστικών της Μέσης Ανατολής. Οι παραπάνω περιορισμοί καταδείχθηκαν περίτρανα στην αποτυχημένη απόπειρα απελευθέρωσης των Αμερικανών ομήρων με την επιχείρηση «Eagle Claw», που αποτέλεσε ένα στρατιωτικό αλλά και πολιτικό φιάσκο. Η επιχείρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 24ης προς 25η Απριλίου 1980. Βασιζόταν σε έναν φιλόδοξο και περίπλοκο σχεδιασμό που δεν άφηνε το περιθώριο του παραμικρού λάθους. Προέβλεπε την απογείωση έξι μεταγωγικών αεροσκαφών C-130 τα οποία μετέφεραν καταδρομείς και επιπρόσθετα αεροπορικά καύσιμα, από νησί στα ανοικτά του Ομάν, και την προσγείωσή τους τη νύχτα σε μια απομονωμένη ερημική τοποθεσία στην ιρανική επικράτεια. Παράλληλα, στο ίδιο σημείο επρόκειτο να προσγειωθούν οκτώ βαρέα μεταφορικά ελικόπτερα Sea Stallion που θα απογειώνονταν από αμερικανικό αεροπλανοφόρο. Κατόπιν, οι καταδρομείς θα επιβιβάζονταν στα ελικόπτερα που, αφού παράλληλα θα ανεφοδιάζονταν με καύσιμα, θα τους μετέφεραν πρώτα σε άλλη ερημική τοποθεσία εγγύτερα της Τεχεράνης και, το επόμενο βράδυ, στην ίδια την πρωτεύουσα ώστε να απελευθερώσουν τους Αμερικανούς ομήρους. Επειτα, καταδρομείς και όμηροι θα επιβιβάζονταν στα ελικόπτερα ώστε να διαφύγουν από το Ιράν. 
Είναι άγνωστο αν η επιχείρηση είχε πιθανότητες επιτυχίας αν εξελισσόταν ομαλά. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, εξαρχής επηρεάστηκε από ατυχείς συγκυρίες, αστοχίες υλικού και ανθρώπινα λάθη. Καθώς τα C-130 προσγειώθηκαν στην ιρανική έρημο, διασταυρώθηκαν με άγνωστο βυτιοφόρο (το οποίο καταστράφηκε από τους Αμερικανούς) και με λεωφορείο (οι επιβάτες του οποίου συνελήφθησαν προσωρινά). Παράλληλα εμφανίστηκαν βλάβες σε δύο από τα οκτώ ελικόπτερα ήδη πριν από την άφιξή τους στο σημείο συνάντησης με τα C-130 και τους καταδρομείς, ενώ άλλο ένα παρουσίασε μηχανική βλάβη μόλις προσγειώθηκε εκεί. Καθώς για την εκτέλεση της καταδρομικής επιχείρησης απελευθέρωσης των ομήρων στην Τεχεράνη απαιτούνταν τουλάχιστον έξι ελικόπτερα, αποφασίστηκε η ακύρωση της επιχείρησης και η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων πριν αυτές γίνουν αντιληπτές από τους Ιρανούς. 

Eπιχείρηση-φιάσκο των ΗΠΑ στο Ιράν-3
Αριστερά: Ιρανός πιλότος με τις σφαίρες του πολυβόλου σε ένα από τα ελικόπτερα. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Eπιχείρηση-φιάσκο των ΗΠΑ στο Ιράν-4
25.4.1980. Κατηφής ο πρόεδρος Κάρτερ ανακοινώνει σε διάγγελμά του την αποτυχία της επιχείρησης. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Καταστροφή με ανθρώπινες απώλειες κατά την αποχώρηση

Η επιχείρηση δεν έληξε αναίμακτα, ούτε παρέμεινε μυστική. Καθώς τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα ανεφοδιάζονταν επιτόπου πριν αναχωρήσουν υπό συνθήκες χρονικής πίεσης και χαμηλής ορατότητας (λόγω της σκόνης και του νυκτερινού σκότους), κι ενώ ορισμένα χρειάστηκε να μετακινηθούν, το στροφείο ενός ελικοπτέρου συγκρούστηκε με το πιλοτήριο ενός C-130. Αμφότερα τα αεροσκάφη τυλίχτηκαν στις φλόγες. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν οκτώ Αμερικανοί στρατιωτικοί και αρκετοί άλλοι τραυματίστηκαν βαριά. Αποφασίστηκε άμεση εκκένωση με επιβίβαση όλου του προσωπικού μόνο στα C-130. Ετσι, οι Αμερικανοί άφησαν πίσω τους τα πέντε ελικόπτερα και άλλο εξοπλισμό, έγγραφα, ακόμη και τις σορούς των οκτώ συναδέλφων τους και ενός Ιρανού. Μάρτυρες της επιχείρησης υπήρξαν και οι δεκάδες Ιρανοί επιβάτες του λεωφορείου. Το πρωί της 25ης Απριλίου, ο ίδιος ο Κάρτερ ενημέρωσε με διάγγελμα για την αποτυχημένη επιχείρηση. Παρότι έκανε λόγο για «αστοχίες υλικού» προσπαθώντας να δικαιολογήσει το ατυχές αποτέλεσμα, ανέλαβε πλήρως την ευθύνη τόσο για την απόφαση διεξαγωγής της επιχείρησης όσο και για την ακύρωσή της. Βέβαια, για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της επιχείρησης υπεύθυνες ήταν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και όχι ο πρόεδρος. Ομως, το φιάσκο της στρατιωτικής επιχείρησης και η συνέχιση της ομηρίας των Αμερικανών στην Τεχεράνη (απελευθερώθηκαν τον Ιανουάριο του 1981) αποτέλεσαν βαρύτατο πλήγμα για τον Τζίμι Κάρτερ, που δεν κατάφερε να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο του 1980. Ηττήθηκε από τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος είχε καλλιεργήσει την εικόνα του ηγέτη που θα καθιστούσε ξανά ισχυρή την αμερικανική προεδρία και την ίδια την Αμερική. Αλλά η διεξαγωγή της επιχείρησης «Eagle Claw» και η αποτυχία της υπήρξε γενικότερο σημείο τομής. Σηματοδότησε την απαρχή της μόνιμης –και έκτοτε κλιμακούμενης– στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τον Περσικό κόλπο και το Αφγανιστάν. Μέχρι τότε, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις δεν είχαν υποστεί απώλειες σε εκείνη την περιοχή. Μετά το 1980 και έως σήμερα, σχεδόν το σύνολο των απωλειών που έχουν υποστεί οι αμερικανικές δυνάμεις οφείλεται είτε σε πολεμικές επιχειρήσεις είτε σε τρομοκρατικές ενέργειες που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή (και στη Βόρεια και την Ανατολική Αφρική), τη ζώνη ευθύνης της CENTCOM.
 
Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Επιμέλεια: Δημήτρης Ρηγόπουλος 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT