Αυτές είναι πολύ δύσκολες εκλογές. Οι δύο αντίπαλοι βρίσκονται σαφώς κοντά και είναι πιθανόν οι προεδρικές εκλογές να πάνε σε δεύτερο γύρο. Επίσης, οι βουλευτικές εκλογές μπορούν κάλλιστα να καθορίσουν ποιος θα κερδίσει την προεδρία, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι συνηθισμένοι στη γαλλικού τύπου συμβίωση και μπορεί να τείνουν να ευνοήσουν τον προεδρικό υποψήφιο του μπλοκ που θα κερδίσει το Κοινοβούλιο – αν και είναι επίσης πιθανή μια αντίδραση προς την αντίθετη κατεύθυνση, ιδίως αν οι ψηφοφόροι αντιδράσουν αρνητικά σε ένα Κοινοβούλιο στο οποίο το HDP θα κρατά την ισορροπία δυνάμεων. Υπάρχουν στην πράξη πολλές εκδοχές.
Αν η αντιπολίτευση κερδίσει, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην οικονομία, επιδιώκοντας την εύνοια της Δύσης. Επομένως είναι πιθανό να συνεχιστεί η πολιτική της ηρεμίας που επικρατεί στο Αιγαίο.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε γενικές γραμμές η αντιπολίτευση είναι εξίσου εθνικιστική στα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου, όπως και η κυβέρνηση Ερντογάν. Είναι όμως πιθανό να αποδειχθεί λιγότερο προκλητική. Αν η αντιπολίτευση κερδίσει, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην οικονομία. Γι’ αυτόν τον σκοπό, όπως και για άλλους λόγους, θα επιδιώξει την εύνοια της Δύσης. Επομένως είναι πιθανό να συνεχιστεί η πολιτική της ηρεμίας που επικρατεί στο Αιγαίο μετά τον σεισμό, τουλάχιστον για τους πρώτους, αρκετούς μήνες και με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποιο απρόοπτο. Εάν επανεκλεγεί ο Ερντογάν, θα έχει επίσης λόγους να επικεντρωθεί στην οικονομία και να υποστηρίξει την ηρεμία στο Αιγαίο, αλλά είναι πολύ λιγότερο προβλέψιμος και αισθάνεται πολύ λιγότερο υπόχρεος στη Δύση απ’ ό,τι πιθανότατα ο Κιλιτσντάρογλου.
Οσον αφορά την Κύπρο, η τουρκική αντιπολίτευση πιθανώς θα είναι πιο ανοιχτή απ’ ό,τι ο Ερντογάν στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων –και πάλι για χάρη των σχέσεων με τη Δύση–, όμως ενδέχεται να είναι τόσο σκληρή όσο οποιοσδήποτε προηγούμενος Τούρκος «εταίρος». Αν επανεκλεγεί ο Ερντογάν, πιθανότατα θα τηρήσει την τρέχουσα πολιτική του – άρνηση για συνομιλίες, στόχος τα δύο κράτη.
Πάντως, στην περίπτωση που τελικά θα κερδίσει η αντιπολίτευση οφείλουμε να έχουμε υπόψη ορισμένες παραμέτρους. Πριν απ’ όλα, το CHP δεν ηγήθηκε κυβέρνησης από την εποχή του Μπουλέντ Ετζεβίτ στη δεκαετία του 1970 και δεν ήταν καν στην κυβέρνηση ως μικρότερος εταίρος από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Υπάρχει πολύ λίγη κυβερνητική εμπειρία στις τάξεις του. Είναι πιθανό λοιπόν να υπάρξουν κάποιες έντονες ωδίνες, ιδιαίτερα καθώς θα ακολουθεί την πορεία του σε ένα προεδρικό σύστημα στο οποίο το CHP αντιτάχθηκε στο δημοψήφισμα του 2017.
Επιπλέον, η δική μου εντύπωση από συναντήσεις με τον Κιλιτσντάρογλου είναι ότι ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τα εσωτερικά ζητήματα, τα οποία γνωρίζει καλύτερα από τα εξωτερικά θέματα. Θα υποστηριχθεί από νυν και πρώην διπλωμάτες, αλλά μπορεί να χρειαστεί λίγος χρόνος προτού νιώσει άνετα στην εξωτερική πολιτική.
Ο Ερντογάν ως ηγέτης της αντιπολίτευσης –αν υποθέσουμε ότι δεν θα συνταξιοδοτηθεί– πιθανότατα θα περιόριζε την πολιτική ευελιξία του Κιλιτσντάρογλου, αμφισβητώντας επίμονα την εθνικιστική υπερηφάνειά του.
Στο μεταξύ, οι δυτικοί σύμμαχοι δεν θα χύσουν δάκρυα αν χάσει ο Ερντογάν και θα θέλουν να καλωσορίσουν τη νέα κυβέρνηση, ιδιαίτερα αν εκπληρώσει γρήγορα τις δεσμεύσεις της αφενός για εφαρμογή των αποφάσεων που οδηγούν στην απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων –συμπεριλαμβανομένων των Ντεμιρτάς, Καβαλά– και αφετέρου για την έγκαιρη ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ πριν από τη σύνοδο κορυφής του Βίλνιους. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει πίεση στις ελληνικές και κυπριακές κυβερνήσεις να είναι πιο ευέλικτες απ’ ό,τι θα ήθελαν σε διάφορα τουρκο-ευρωπαϊκά ζητήματα.
* Ανώτερος συνεργάτης εθνικής ασφάλειας και διεθνούς πολιτικής, Center for American Progress