Αρθρο του Κ. Υφαντή στην «Κ»: Η τουρκική στρατηγική και το δίλημμα της Αθήνας

Αρθρο του Κ. Υφαντή στην «Κ»: Η τουρκική στρατηγική και το δίλημμα της Αθήνας

Οταν το 2028 θα τελειώνει και η τρίτη προεδρική θητεία του, ο Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του θα έχουν ηγηθεί της Τουρκίας για πάνω από 25 χρόνια. Πολύ περισσότερο από κάθε άλλον Τούρκο πολιτικό και βεβαίως από τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν το 2028 θα τελειώνει και η τρίτη προεδρική θητεία του, ο Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του θα έχουν ηγηθεί της Τουρκίας για πάνω από 25 χρόνια. Πολύ περισσότερο από κάθε άλλον Τούρκο πολιτικό και βεβαίως από τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ. Η συμβολή του έχει ήδη οργανικά ενσωματωθεί στην εθνική πολιτική κουλτούρα και διαμορφώνει αποφασιστικά την κοινωνική, πολιτική και οικονομική φυσιογνωμία της χώρας. Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά στην αντίληψη του προέδρου Ερντογάν για τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο, τότε τα επόμενα πέντε χρόνια οι προτιμήσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν το όραμα μιας μεγάλης «στρατηγικά αυτόνομης» χώρας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε τακτικό επίπεδο οι επιλογές της Αγκυρας δεν θα προσαρμόζονται στην εκάστοτε συγκυρία και σε τυχόν αλλαγές σε περιφερειακούς και παγκόσμιους συσχετισμούς.

Η τουρκική στρατηγική διαμορφώνεται στη βάση δομικών αλλά και συγκυριακών οριζουσών. Οι πρώτες αναδεικνύουν τη συνέχεια και αναφέρονται στη γεωγραφία, την ιστορική εμπειρία και τις πολιτισμικές αντιλήψεις για τον «εθνικό εαυτό» και τον ρόλο των «άλλων» τους τελευταίους δύο αιώνες. Οι δεύτερες αφορούν κυρίως αλλαγές στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Είναι αυτές που πρωτίστως έχουν παραγάγει τον μεγάλο στρατηγικό μετασχηματισμό της τουρκικής συμπεριφοράς και που έχει κωδικοποιηθεί στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και στην πεποίθηση ότι ο 21ος αιώνας θα είναι «ο αιώνας της Τουρκίας».

Οι πιο σημαντικές από αυτές τις ορίζουσες είναι οι δομικές ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν ως αποτέλεσμα των μεταβολών σε επίπεδο διεθνούς ισορροπίας ισχύος. Ο επιθετικός ρωσικός αναθεωρητισμός στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, η στρατηγική «αυτοσυγκράτηση» των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, η απόφαση της Κίνας να προβάλει την οικονομική ισχύ και να την εξαργυρώσει με ολοένα και περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις σε κρίσιμες γεωπολιτικά περιοχές, συγκρότησαν ένα προνομιακό περιβάλλον για την Τουρκία και τον πανίσχυρο πρόεδρό της, του οποίου η οραματική προτεραιότητα είναι η γεωστρατηγική χειραφέτηση της χώρας. Μια χειραφέτηση που έχει τουλάχιστον τρεις παραμέτρους:

Η επανεκλογή Ερντογάν σηματοδοτεί το τέλος της αναμονής σε πολλές πρωτεύουσες. Η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να αξιολογήσει (και να αξιολογεί κάθε στιγμή) τις επιλογές της.

Πρώτον, επιτρέπει στις τουρκικές ελίτ να συμμαχούν με μη δυτικές και κυρίως αντιδυτικές μεγάλες δυνάμεις και να υπονομεύουν την ιεραρχική μεταπολεμική made in USA διεθνή τάξη. Δεύτερον, την ίδια στιγμή, η τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί να παραμένει θεσμικά συνδεδεμένη με τη Δύση, με την τελευταία να ανέχεται τη στρατηγική της Αγκυρας και να μην την αναγκάζει να πληρώσει το κόστος που θα περίμενε κανείς για μια συμπεριφορά που προφανώς δεν εξυπηρετεί τα δυτικά συμφέροντα στην αντιπαράθεση με αναθεωρητικούς παράγοντες και τις αυταρχικές, λαϊκιστικές ηγεσίες τους. Μια ομάδα «ισχυρών ανδρών» (strongmen), μέρος των οποίων είναι ο Τούρκος πρόεδρος.

Τέλος, «επιβάλλει» ως απόλυτη εθνική προτεραιότητα την ακόμη μεγαλύτερη απεξάρτηση από τη δυτική τεχνολογία και την ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η Τουρκία κατόρθωσε να μειώσει την εξάρτησή της από την ξένη τεχνολογία στο 30% από το 70% το 2010. Ενώ το 2002 υπήρχαν μόλις 56 εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της άμυνας, σήμερα είναι σχεδόν 1.500, με τις εξαγωγές να έχουν υπερδεκαπλασιαστεί και να ξεπερνούν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις προοπτικές να είναι ακόμη πιο θετικές. Μεταξύ 2011 και 2022 η Τουρκία μείωσε τις εισαγωγές αμυντικού υλικού κατά 60% και ενώ το 2011 ήταν η τρίτη μεγαλύτερη εισαγωγέας αμερικανικών όπλων, σήμερα είναι στη 19η θέση.

Σε αυτή τη συνθήκη θα πρέπει η ελληνική εξωτερική πολιτική να αξιολογήσει (και να αξιολογεί κάθε στιγμή) τις επιλογές της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, η Αθήνα θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα στρατηγικό δίλημμα. Εδώ και πέντε μήνες η αποκλιμάκωση στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι απόλυτη από πλευράς Τουρκίας. Το πιθανότερο είναι να συνεχιστεί τουλάχιστον για το υπόλοιπο του καλοκαιριού. Η επανεκλογή Ερντογάν σηματοδοτεί και το τέλος της αναμονής σε κρίσιμες για τα ελληνικά συμφέροντα πρωτεύουσες. Η εξομάλυνση των τουρκοαιγυπτιακών σχέσεων θα προχωρήσει με γρήγορους ρυθμούς, ενώ και η Ουάσιγκτον θα είναι λιγότερο εφεκτική στη διαχείριση της Τουρκίας. Στο Βερολίνο, οι προσπάθειες διαμεσολάβησης θα ενταθούν. Η Αθήνα έχει σχεδιάσει τη στρατηγική της εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας ότι το περιβάλλον είναι δυναμικό. Από την αρχή, η βασική θέση ήταν ότι μετά την αποκλιμάκωση μπορεί να ξεκινήσει η θετικότερη εμπλοκή σε μια προσεκτικά σχεδιασμένη διαδικασία συζήτησης. Αυτό που απαιτείται είναι εσωτερική σταθερότητα και στρατηγική αυτοπεποίθηση.

O κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT