Οταν ο Σι Τζινπίνγκ, ο ισχυρότερος Κινέζος ηγέτης μετά τον Μάο, ανέλαβε τα ηνία της Κίνας και του Κομμουνιστικού Κόμματός της το 2012, ο στρατηγικός του σχεδιασμός ήταν σαφής: η χώρα έπρεπε να περάσει από τη γαλήνια, ομφαλοσκοπική αφάνειά της στη νέα εποχή, όπου θα ήταν πανταχού παρούσα στον πλανήτη ως οικονομική και εμπορική δύναμη.
Η –μάλλον καπιταλιστική– εξωστρέφεια του Πεκίνου της εποχής του Σι δημιούργησε αργά και σταθερά μία κινεζική επιχειρηματική ελίτ που έμελλε να απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την υφήλιο επενδύοντας και εξαγοράζοντας, δημιουργώντας και εντέλει παρεμβαίνοντας.
Η νέα μετακομμουνιστική μπουρζουαζία μιμήθηκε τη Δυτική, αντιλαμβανόμενη ότι αυτός είναι ένας τρόπος να κάνει αισθητή –και επιδραστική– την παρουσία της όπου Γης. Η εξάπλωση στον χώρο της τέχνης δεν θα έμενε απέξω. Το 2013, έναν χρόνο μετά την ανάρρηση του Σι στην ηγεσία, είχαμε τα πρώτα δείγματα της κινεζικής ελίτ που ήθελε να αγοράσει με κάθε τρόπο έργα τέχνης αιώνιων καλλιτεχνών. Ο Ουάνγκ Τζιανλίν, ένας μεγιστάνας της αγοράς ακινήτων (και της αμερικανικής αγοράς του κινηματογράφου) με ιδιαίτερες σχέσεις με το Κόμμα, απέκτησε έναν Πικάσο για 28,3 εκατ. δολάρια. Επρόκειτο για το έργο «Claude et Paloma» και είχε δημοπρατηθεί από τον οίκο Christie’s.
Το 2014 ήρθε η σειρά ενός Βαν Γκογκ να περάσει σε κινεζικά χέρια μέσω δημοπρασίας στον οίκο Sotheby’s. Ο παραγωγός Ουάνγκ Ζονγκτζούν, που στόχος του εξαρχής ήταν να δημιουργήσει την κινεζική εκδοχή της Walt Disney, όπως γράφουν οι New York Times, αγόρασε τον πίνακα «Νεκρή φύση, βάζο με μαργαρίτες και παπαρούνες» του πέραν του κόσμου τούτου Ολλανδού ζωγράφου. Του είχε κοστίσει μόλις 62 εκατ. δολάρια. Ηταν ένα σημάδι ότι η Κίνα μετατρεπόταν σε μιαν υπολογίσιμη δύναμη στην παγκόσμια αγορά τέχνης, κατά τη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, καθώς, μάλιστα, το 2015 είχαν δαπανηθεί εκατομμύρια «κινεζικά» δολάρια για αγορά Μονέ, Μοντιλιάνι και Πικάσο, ενώ, το 2016, η Οπρα Ουίνφρι πούλησε έναν πίνακα του Κλιμτ σε ανώνυμο Κινέζο αγοραστή για 150 εκατ. δολάρια.
Από εδώ και πέρα, όμως, ξεκινά ένα μεγάλο μυστήριο για τον πίνακα του Βαν Γκογκ…
Ποιος είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης;
Το ρεπορτάζ των ΝΥΤ ισχυρίζεται ότι ο Ουάνγκ Ζονγκτζούν μπορεί να μην είναι καν ο πραγματικός ιδιοκτήτης, καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, άλλοι δύο άντρες συνδέονται με την αγορά του Βαν Γκογκ, παρότι ο Ουάνγκ έχει μιλήσει ανοιχτά σε αφιέρωμα του Sotheby’s: ένας «σκοτεινός χρηματομεσίτης» από τη Σαγκάη, ονόματι Λιου Χαϊλόνγκ, που φέρεται να έχει καταβάλει το αντίτιμο στον οίκο Sotheby’s μέσω μίας εταιρείας-κελύφους με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, και ένα άτομο στο οποίο λογοδοτεί: ένας μοναχικός δισεκατομμυριούχος που ζει στο Χονγκ Κονγκ ονόματι Σιάο Τζιανχούα.
Αυτό, όμως, δεν είναι πρωτοφανές για τα ειωθότα των δημοπρασιών. Εμφανίζονται διαρκώς μεσάζοντες που κλείνουν συμφωνίες, αγορές και εξαγορές για λογαριασμό άλλων, ιδίως όταν είναι… πολλά τα λεφτά.
Το επίδικο, όμως, εδώ είναι ότι ο δισεκατομμυριούχος που φέρεται να είναι ο πραγματικός αγοραστής του πίνακα –ή ένας εκ των δύο, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο… ομολογήσας αγοραστής– έχει περιέλθει στη δυσμένεια της ιστορίας. Απήχθη, όπως γράφουν οι ΝΥΤ, από το πολυτελές διαμέρισμά του και παραμένει φυλακισμένος στην ηπειρωτική Κίνα, καταδικασμένος για δωροδοκία και άλλα παραπτώματα που οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι είχαν απειλήσει την οικονομική ασφάλεια της χώρας.
Πού είναι ο πίνακας;
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της νεοϋορκέζικης εφημερίδας, μετά τον θάνατο του Βαν Γκογκ, τον Ιούλιο του 1890, ο πίνακας πωλήθηκε σε έναν Παριζιάνο συλλέκτη και στη συνέχεια, το 1911, καθώς η φήμη του καλλιτέχνη αυξανόταν, πέρασε στην κατοχή ενός εμπόρου έργων τέχνης από το Βερολίνο. Μια σειρά Γερμανών συλλεκτών το κατείχαν πριν ο Κόνγκερ Γκούντγιαρ, βιομήχανος και ιδρυτής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, το αγοράσει το 1928. Ο γιος του, Τζορτζ, αργότερα παραχώρησε μερική ιδιοκτησία στην Πινακοθήκη Albright-Knox του Μπάφαλο, η οποία το εξέθετε για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Μετά τη δημοπρασία του 2014, ο Ουάνγκ διατηρούσε τον πίνακα στο διαμέρισμά του στο Χονγκ Κονγκ, πλάι πλάι με έναν Πικάσο («Femme au chignon dans un fauteuil» – σε ελεύθερη μετάφραση: Γυναίκα με σινιόν σε πολυθρόνα) που είχε αργότερα αγοράσει για 30 εκατ. δολάρια επίσης από τον οίκο Sotheby’s. Μάλιστα, όντας ο ίδιος ερασιτέχνης ζωγράφος, εξέθεσε τα δύο αριστουργήματα μαζί με τα δικά του σε τοπική γκαλερί το 2015.
Από εκεί και πέρα, ο πίνακας έχει χαθεί από προσώπου γης. Ο μεσάζων, εκείνος που πλήρωσε τον λογαριασμό στον Sotheby’s, που τον θεωρεί ιδιοκτήτη του έργου, ζει στη Σαγκάη με τη σύντροφό του, αλλά αρνούνται πεισματικά να μιλήσουν. Η γυναίκα, που ονομάζεται Ζάο Τινγκτίνγκ, μάλιστα, φέρεται να συνδέεται με τον φυλακισμένο δισεκατομμυριούχο, που επίσης φέρεται να εμπλέκεται στην αγοραπωλησία, καθώς, όπως γράφει το ίδιο ρεπορτάζ, είχε χρηματίσει στο παρελθόν ανώτατο στέλεχος σε εταιρεία που του ανήκε και η οποία είχε επιχειρηματικές σχέσεις με συγγενείς του Σι Τζινπίνγκ. Οι δυο τους, πάντως, φαίνεται ότι λειτουργούν ως πληρεξούσιοι («λευκά γάντια» είναι ο κινεζικός όρος) που σκοπό έχουν να αποκρύψουν τους πραγματικούς ιδιοκτήτες των εταιρειών.
Ο φυλακισμένος δισεκατομμυριούχος, πάντως, του οποίου οι εταιρείες στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους έκλειναν η μία μετά την άλλη έπειτα από απόφαση των κινεζικών αρχών που του διέλυσαν την περιουσία, το 2017 χάνει την κυριότητα του έργου, με τον Ουάνγκ, τον φερόμενο ως αγοραστή του Βαν Γκογκ, να έχει ιδρύσει ιδιωτικό μουσείο στο Πεκίνο εκθέτοντας το έργο μαζί με εκείνο του Πικάσο.
Τα τελευταία νέα για την τύχη του πίνακα «ακούστηκαν» πέρυσι, όταν υποβλήθηκε προσφορά για επαναγορά του πίνακα προς περίπου 70 εκατ. δολάρια. Οπως, ωστόσο, λέει νομικός που ειδικεύεται στις αγοραπωλησίες έργων τέχνης, «ουδείς χρειάζεται έναν Βαν Γκογκ 62 εκατ. δολαρίων και ουδείς θέλει να αγοράσει… νομική αγωγή».
Εως τότε, η «Νεκρή φύση, βάζο με μαργαρίτες και παπαρούνες» θα αναζητείται, δίχως ακόμη κανείς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι απέγινε το έργο που έκανε ο Βαν Γκογκ λίγες εβδομάδες προτού πεθάνει και ανήκει στα ελάχιστα έργα που κράτησε στην κατοχή του έως τον θάνατό του.
Πίνακες αναζητούνται…
Υπάρχει ακόμα ένας πίνακας του Βαν Γκογκ που έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου. Οι «Παπαρούνες», έργο του 1887, του οποίου η τιμή υπολογίζεται στα 55 εκατ. δολάρια, κλάπηκε και ξανακλάπηκε και μέχρι στιγμής ουδείς γνωρίζει την τύχη του. Είχε περιέλθει στην κατοχή του Μουσείου Μοχάμεντ Χαλίλ στο Κάιρο, αλλά κλάπηκε στις 4 Ιουλίου 1977, δίχως η αιγυπτιακή κυβέρνηση να δώσει σαφείς εξηγήσεις περί του τι συνέβη. Ο πίνακας βρέθηκε περίπου μία δεκαετια αργότερα στο Κουβέιτ, επανεκτέθηκε στο μουσείο στο Κάιρο και το 2010… ξανακλάπηκε, μέρα-μεσημέρι. Αφέθηκαν υπόνοιες ότι είχαν εμπλακεί μέλη του μουσείου, το οποίο επίσης κατηγορήθηκε για ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Εδώ και 13 ολόκληρα χρόνια ουδείς γνωρίζει τι απέγινε η υπέροχη ανθοδέσμη με τις παπαρούνες.
Το μυστήριο με πίνακες Ολλανδών ζωγράφων –αλλά όχι μόνον προφανώς– φαίνεται ότι έχει εν γένει την τιμητική του. Τον Μάρτιο του 1990 κλάπηκαν από το Μουσείο Γκάρντνερ της Βοστώνης –κατά τη λεγόμενη «μεγαλύτερη κλοπή έργων τέχνης του αιώνα»– 13 αριστουργήματα, συνολικής αξίας 500 εκατ. δολαρίων. Περιελάμβαναν έργα του Ρέμπραντ, του Βερμέερ, του Ντεγκά και του Μανέ. Παρότι το μουσείο δίνει αμοιβή 5 εκατ. δολαρίων για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα έργα, κανένας δεν έχει ιδέα πού μπορεί να βρίσκονται αυτά τα έργα, σε ποιου την κατοχή έχουν περιέλθει ή ποια διαδρομή έχουν ακολουθήσει από την κλοπή και μετά.
Ενας Κουρμπέ από τη Δρέσδη
Το 1945 η Δρέσδη έγινε, ως γνωστόν, στόχος μαζικών βομβαρδισμών των Συμμάχων και ο Κόκκινος Στρατός εισήλθε στην πόλη μετά βαΐων και κλάδων. Πολύ πιστεύουν ότι σε τούτα τα γεγονότα ένα έργο του Γκιστάβ Κουρμπέ, οι «Εργάτες που σπάνε πέτρες» του 1849, χάθηκε από το Μουσείο της Δρέσδης και δεν συμπεριελήφθη στην επιστροφή έργων τέχνης της Σοβιετικής Ενωσης στη Ρωσία.
Αλλες θεωρίες θέλουν τον πίνακα να καταστράφηκε όταν οι Γερμανοί αποπειράθηκαν να μεταφέρουν τα έργα κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Δρέσδης, όπου μία βόμβα έπεσε στο φορτηγό που μετέφερε το αριστούργημα του Γάλλου ζωγράφου και γλύπτη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, όμως, πρόκειται για τη μία εκδοχή του πίνακα που δημιούργησε ο Γάλλος πρόδρομος του ρεαλιστικού κινήματος. Θεωρείται ότι η δεύτερη εκδοχή του έργου, βρίσκεται στη συλλογή Oskar Reinhart στο Winterthur της Ελβετίας. Για την πρώτη εκδοχή, πάντως, δεν υπάρχει η παραμικρή υπόνοια για το πού μπορεί να βρίσκεται – αν έχει τελικώς διασωθεί και δεν έγινε στάχτη στις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Καραβάτζιο… πινγκ-πονγκ με τη μαφία
«Η Γέννηση με τον Αγιο Φραγκίσκο και τον Αγιο Λαυρέντιο» του Καραβάτζιο αγνοείται επίσης. Ο επαναστατικός, θα έλεγε κανείς, Ιταλός maestro του 17ου αιώνα δημιούργησε τον πίνακα το 1609, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Περιήλθε στην κατοχή του San Lorenzo Oratory στο Παλέρμο της Σικελίας και κλάπηκε το 1969. Οι αρχές ενέπλεξαν τη μαφία στην υπόθεση, αλλά έκτοτε δεν έχουμε καμία γνώση περί της κατάστασής του, καθώς οι αρχές υποθέτουν ότι άλλαξε χέρια ανάμεσα στις οικογένειες της σικελικής μαφίας. Μάλιστα, σύμφωνα με βρετανικά δημοσιεύματα, αφού είχαν εμπλακεί οι ιταλικές και οι αμερικανικές ερευνητικές αρχές αλλά και η Interpol, πληροφοριοδότης ανέφερε ότι είδε τον πίνακα να χρησιμοποιείται ως… πατάκι στο σπίτι ενός από τους νονούς της ιταλικής μαφίας, ενώ άλλος ανέφερε ότι ο νονός, ονόματι Σαλβατόρε Ρίινα, τον έδειχνε περιχαρής στο περιβάλλον του.
Οπως και να ’χει, φαίνεται ότι ο πίνακας άλλαξε πολλά χέρια ανά τα χρόνια. Σύμφωνα με μαρτυρίες που συγκέντρωσαν οι προαναφερθείσες υπηρεσίες, η μαφία ήταν πάντα στο επίκεντρο του συμβάντος. Αλλες πληροφορίες, πάντως, θέλουν τον πίνακα να πουλήθηκε σε Ανατολικοευρωπαίο ή Νοτιοαφρικανό συλλέκτη ή να καταστράφηκε κατά τον ισχυρό και φονικό σεισμό στην Ιρπίνια της νότιας Ιταλίας, λίγο προτού πουληθεί στη μαύρη, εννοείται, αγορά. Η πιο παράξενη πληροφορία για το έργο είναι ότι η σικελική μαφία έμαθε για την αξία του έργου που έκλεψε από την τηλεόραση, αλλά ώς τότε ενδεχομένως είχε φαγωθεί κατά ένα μέρος του από… αρουραίους.