Το φάντασμα δεν τρομάζει πια κανέναν

Η «κανονικοποίηση» της Ακροδεξιάς φέρνει ξενοφοβικά κόμματα στην εξουσία

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Κυριακή, ο Εμανουέλ Μακρόν προχώρησε σε μια κίνηση με ισχυρό πολιτικό συμβολισμό: ανακοίνωσε την απόφασή του να μεταφερθεί στο Πάνθεον το λείψανο του διακεκριμένου Αρμένιου ποιητή, κομμουνιστή και αντιστασιακού Μισάκ Μανουσιάν, ο οποίος εκτελέστηκε το 1944 από τους ναζί, μαζί με άλλους 21 συντρόφους του, κατά κανόνα ξένους, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Γαλλίας και της Ευρώπης. Εκείνη την εποχή, το κατοχικό καθεστώς του Βισύ είχε εκδώσει τη διαβόητη «Κόκκινη Αφίσα», που εμφάνιζε τους εκτελεσμένους ως εγκληματίες, ξένους και εχθρικούς απέναντι στη Γαλλία. Από κοντά, τα κατοχικά στρατεύματα σκορπούσαν φυλλάδια που έγραφαν: «Αν υπάρχουν Γάλλοι που λεηλατούν, κλέβουν, κάνουν σαμποτάζ και σκοτώνουν… είναι πάντα ξένοι εκείνοι που τους διατάζουν, είναι πάντα άνεργοι και επαγγελματίες εγκληματίες εκείνοι που εκτελούν, είναι πάντα Εβραίοι εκείνοι που τους εμπνέουν. Είναι ο στρατός του εγκλήματος εναντίον της Γαλλίας».

«Στους Μεγάλους Ανδρες, η Πατρίς Ευγνωμονούσα», γράφει η επιγραφή της εισόδου απ’ όπου θα περάσει ο Μανουσιάν – αναχρονιστική επιγραφή, μιας και η παλιά εκκλησία που έγινε μαυσωλείο με την Επανάσταση ήδη φιλοξενεί και έξι γυναίκες. Η επιλογή του Μακρόν θα θυμίσει, μέσω του Αρμένιου μάρτυρα της Αντίστασης, τα χρέη της Γαλλικής Δημοκρατίας απέναντι σε ουκ ολίγους ξένους, προφανώς δεν είναι άσχετη με την πολιτική συγκυρία. Τα ξενοφοβικά, ακροδεξιά κόμματα αποτελούν αυτή την περίοδο ανερχόμενη δύναμη όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε πανηπειρωτική κλίμακα, σε έκταση που δεν έχει προηγούμενο από τη δεκαετία του 1930.

Τον περασμένο Οκτώβριο, η Τζόρτζια Μελόνι, που προέρχεται από το ιταλικό νεοφασιστικό κόμμα, έγινε πρωθυπουργός της Ιταλίας. Την εβδομάδα που μας πέρασε στη Φινλανδία, άλλοτε έπαλξη της σοσιαλδημοκρατίας και του πασιφισμού, ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση Δεξιάς- Ακροδεξιάς, με το ξενοφοβικό κόμμα των «Αληθινών Φινλανδών» να έχει έρθει στη δεύτερη θέση, με ποσοστό 20,1%, στις πρόσφατες εκλογές. Αύριο σειρά μπορεί να έχει η Ισπανία, αφού οι δημοσκοπήσεις ενόψει των πρόωρων εκλογών της 23ης Ιουλίου προμηνύουν κυβέρνηση του δεξιού Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) με το φρανκικής νοοτροπίας Vox. Συναγερμοί αρχίζουν να αντηχούν και στη Γερμανία, όπου η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) εμφανίζεται να έχει διπλασιάσει τη δημοσκοπική απήχησή της σε ένα χρόνο, ισοβαθμώντας στη δεύτερη θέση με το σοσιαλδημοκρατικό SPD.

Το πρόβλημα, για όσους βέβαια το θεωρούν πρόβλημα, δεν έγκειται μόνο στη μετεωρική άνοδο ακροδεξιών, ξενοφοβικών κομμάτων σε σειρά ευρωπαϊκών κρατών, από τον σκανδιναβικό Βορρά μέχρι τον μεσογειακό Νότο. Η τάση αυτή συνοδεύεται από ένα καινούργιο, για τα μεταπολεμικά χρόνια, φαινόμενο: τη διάρρηξη των πολιτικών και ηθικών φραγμάτων που χώριζαν παραδοσιακά τις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου από την Ακροδεξιά σε μεγάλο αριθμό χωρών. Τον Φεβρουάριο του 2000, όταν σχηματίστηκε στην Αυστρία κυβέρνηση συνασπισμού του κεντροδεξιού OVP με το ακροδεξιό FPO του Γιοργκ Χάιντερ, προκλήθηκε πανευρωπαϊκό πολιτικό σοκ. Σήμερα, ανάλογα γεγονότα περνούν αψήφιστα στις περισσότερες χώρες – η Γερμανία, με το βάρος του ιστορικού φορτίου της, παραμένει εξαίρεση. Στις σκανδιναβικές χώρες η Ακροδεξιά έχει πλήρως νομιμοποιηθεί ως «κανονική» πολιτική δύναμη και συμμετέχει στις κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Στην Ισπανία, το ΡΡ και το Vox ήδη συγκυβερνούν σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας απενοχοποίησης της Ακροδεξιάς είναι, βέβαια, η Ιταλία, όπου οι «Αδελφοί Ιταλοί» της Μελόνι έγιναν ηγεμονική δύναμη της συντηρητικής παράταξης, σέρνοντας πίσω τους, στην κυβέρνηση συνασπισμού, την κεντροδεξιά του μακαρίτη Μπερλουσκόνι και τη Λέγκα του Σαλβίνι. Το υπόδειγμα της Μελόνι φαντάζει ιδιαίτερα απειλητικό στη γειτονική Γαλλία, όπου η Μαρίν Λεπέν έχει ήδη γίνει ηγεμονική δύναμη της Δεξιάς και φιλοδοξεί να σύρει σε σύμπραξη τους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικανούς μετά τις επόμενες εκλογές, όπου ο Εμανουέλ Μακρόν δεν θα μπορεί, κατά το σύνταγμα, να είναι για τρίτη συνεχή φορά υποψήφιος.

Πώς να τους σταματήσουμε; Το ερώτημα απασχόλησε πριν από λίγες ημέρες συνεδρίαση του γαλλικού υπουργικού συμβουλίου που έφερε σε σύγκρουση τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με την πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν. Κόρη Εβραίου που επιβίωσε στο Αουσβιτς, η Μπορν είχε δηλώσει σε πρόσφατη συνέντευξή της ότι «δεν πρέπει να θεωρούμε τις ιδέες του Εθνικού Συναγερμού (της Λεπέν) ως κάτι το κανονικό, είναι επικίνδυνες» και χαρακτήρισε το λεπενικό κόμμα «κληρονόμο του (κατοχικού πρωθυπουργού) Πετέν». Υπενθυμίζοντας ότι η Λεπέν πήρε στον δεύτερο γύρο των τελευταίων εκλογών πάνω από 13 εκατομμύρια ψήφους (περίπου 42%), ο Μακρόν απάντησε ότι «η μάχη κατά της Ακροδεξιάς δεν μπορεί να γίνει με ηθικά επιχειρήματα» και ότι «δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι τα εκατομμύρια των Γάλλων που ψήφισαν Λεπέν είναι φασίστες».

Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι των «Αδελφών Ιταλών» έγινε πρωθυπουργός, ενώ στη νέα φινλανδική κυβέρνηση συμμετέχει το ξενοφοβικό κόμμα των «Αληθινών Φινλανδών».

Ασφαλώς τα χαρακτηριστικά και τα αίτια ανόδου της Ακροδεξιάς διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Στην Ισπανία ρόλο καταλύτη στην εκτόξευση του Vox έπαιξε η σύγκρουση για την αυτονομία της Καταλωνίας και η στήριξη της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Σάντσεθ από το αυτονομιστικό, αριστερό κόμμα ERC. Στην Ιταλία, οι «Αδελφοί Ιταλοί» εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι ήταν το μόνο κόμμα που έμεινε εκτός των αλλοπρόσαλλων κυβερνήσεων συνεργασίας, που επέβαλαν λιτότητα και περιορισμούς τα τελευταία χρόνια, με πρωθυπουργούς μη εκλεγμένους τραπεζίτες όπως ο Μόντι και ο Ντράγκι.

Υπάρχουν όμως και ισχυρά κοινά στοιχεία, με πρώτο από αυτά την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού. Αν και οι προσφυγικές ροές στις περισσότερες χώρες δεν βρίσκονται σήμερα στο ύψος του 2015, όταν ο πόλεμος της Συρίας βρισκόταν στην πιο άγρια φάση του, η επίδραση των ξενοφοβικών αντιλήψεων στο κοινωνικό σώμα είναι πολύ ισχυρότερη, σε σημείο που να επηρεάζουν και σημαντικά τμήματα της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς.

Στη Δανία, η πρωθυπουργός Μέτα Φρεντέρικσεν, ηγέτις των σοσιαλδημοκρατών που συγκυβερνά με Πράσινους και Αριστερούς, ακολουθεί σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, που δεν έχει να ζηλέψει και πολλά πράγματα από το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα.

Η μετάλλαξη

Ενα δεύτερο κοινό στοιχείο είναι η διαφαινόμενη μετάλλαξη της Ακροδεξιάς σε πιο συστημική, «μετα-λαϊκιστική» κατεύθυνση. Αρκετά από αυτά τα κόμματα, όπως το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, έχουν τις ρίζες τους σε κόμματα της μεσαίας τάξης (ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών), όπως εκείνο του Πιερ Πουζάντ, που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’50 με αιχμές εναντίον της υψηλής φορολογίας που επέβαλε το κοινωνικό κράτος. Αρκετά αργότερα μεταλλάχθηκαν σε ριζοσπαστικά εθνικιστικά-λαϊκιστικά κόμματα, με ακραία αντιδραστικές θέσεις στα κοινωνικά θέματα, αλλά με σχεδόν αριστερά συνθήματα στην οικονομία. Σήμερα βιώνουμε μια ιδιόμορφη επιστροφή στις ρίζες. Η Μελόνι έγινε «κανονική» πρωθυπουργός αφού δεσμεύτηκε για δημοσιονομική πειθαρχία (και σύμπνοια με το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό), ενώ παρόμοια οβιδιακή μεταμόρφωση επέτρεψε στην ηγέτιδα της φινλανδικής Ακροδεξιάς Ρίκα Πούρα να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών. Αλλά και η Μαρίν Λεπέν έχει κάνει το πρώτο βήμα, αίροντας τις αντιρρήσεις της για το ευρώ και δεν της απομένει παρά η αποκήρυξη του Πούτιν για να γίνει δεκτή ως «κανονική» διεκδικήτρια της εξουσίας στην κοιτίδα των δημοκρατικών επαναστάσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT