Μια αληθινή αυθεντία της έβδομης τέχνης
μια-αληθινή-αυθεντία-της-έβδομης-τέχν-562489450

Μια αληθινή αυθεντία της έβδομης τέχνης

Ο «άρχων του φόβου» Αλφρεντ Χίτσκοκ

Αιμίλιος Χαρμπής
Ακούστε το άρθρο

Ηταν Ιανουάριος του 1946 και ο Αλφρεντ Χίτσκοκ βημάτιζε ανήσυχος στους διαδρόμους των αχανών στούντιο της RKO στο Χόλιγουντ. Ηξερε πως με την «Υπόθεση Νοτόριους», που ολοκλήρωνε σύντομα τα γυρίσματά της, είχε στα χέρια του μια καλή ταινία, από την οποία ωστόσο έλειπε εκείνο που ήθελε να είναι το σήμα κατατεθέν του: ένα τρομερά αγωνιώδες φινάλε. Και τότε του ήρθε. Στην τελική σκηνή της ταινίας, οι πρωταγωνιστές κατεβαίνουν βιαστικά την επιβλητική σκάλα του σπιτιού του αρχικακού στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Τη συγκεκριμένη διαδρομή έχει φροντίσει μάλιστα να μας τη δείξει νωρίτερα κάτω από λιγότερο πιεστικές συνθήκες. «Θα φτιάξουμε καινούργια σκάλα για το τέλος», αναφώνησε ο Βρετανός σκηνοθέτης, «μόνο που αυτή τη φορά θα είναι μεγαλύτερη».

Μια αληθινή αυθεντία της έβδομης τέχνης-1
Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1980, υπήρξε πράγματι αληθινή αυθεντία στη χρήση των κινηματογραφικών μέσων· στο πώς η γωνία της κάμερας, ο χρόνος ενός πλάνου, η ακρίβεια ενός κάδρου μπορούν να προκαλέσουν από μόνα τους συναισθήματα και εντυπώσεις στον θεατή, ανεξαρτήτως του τι είναι γραμμένο στο σενάριο. Κατά τρόπο ειρωνικό δεν βραβεύτηκε ποτέ με το Οσκαρ σκηνοθεσίας, αν και οι ταινίες του κατέκτησαν συνολικά έξι χρυσά αγαλματίδια σε διάφορες κατηγορίες. Για σκηνοθέτης, πάντως, στην εποχή των πανίσχυρων παραγωγών και των μυθικών σταρ της οθόνης, ο Χίτσκοκ ήταν και ο ίδιος αρκετά λαμπερή φιγούρα, εν μέρει και λόγω των σταθερών cameo εμφανίσεων στις ταινίες του.

Μια αληθινή αυθεντία της έβδομης τέχνης-2
30 Απριλίου 1980. Ο θάνατος του Αλφρεντ Χίτσκοκ, είδηση στην πρώτη σελίδα της «Κ».

Από τη Βρετανία στο Χόλιγουντ

Τη συνήθεια των cameo εμφανίσεων στις ταινίες του την είχε ακόμη από την εποχή του βωβού κινηματογράφου και της δουλειάς στην πατρίδα του, Βρετανία. «Ο Ενοικιαστής» του 1927 ήταν το πρώτο θρίλερ που γύρισε, επηρεασμένος και από την ατμόσφαιρα του (κινηματογραφικού) γερμανικού εξπρεσιονισμού, τον οποίο θαύμαζε. Δύο χρόνια αργότερα και μην έχοντας κλείσει ακόμη τα 30, έκανε επιτυχημένα τη μετάβαση στον ομιλούντα με το «Blackmail», ένα φιλμ που όχι μόνο διαχειρίζεται το πρωτόγνωρο μέσο του ήχου, αλλά το κάνει και δημιουργικά, προσθέτοντας άλλο ένα συστατικό στη γεμάτη ένταση συνταγή του.

Επόμενο ορόσημο «Τα 39 σκαλοπάτια», εκεί όπου ο Χίτσκοκ εισάγει για πρώτη φορά το μοντέλο της ξανθιάς ηρωίδας, η οποία επανέρχεται ξανά και ξανά στο εξής στη φιλμογραφία του. Οι πανέμορφες ξανθιές και συνήθως κάπως απόμακρες πρωταγωνίστριες –η Ινγκριντ Μπέργκμαν, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Τίπι Χέντρεν– αποτελούν ολόκληρο κεφάλαιο της χιτσκοκικής μυθολογίας και ψυχοσύνθεσης. Η Χέντρεν ήταν εκείνη που κατηγόρησε ανοιχτά τον σκηνοθέτη ως «σεξουαλικά παρενοχλητικό» και «σαδιστικά βασανιστή» απέναντί της σε ταινίες σαν τα «Πουλιά» και τη «Μάρνι». Οπως και να έχει, η εμμονή του Χίτσκοκ με τις συγκεκριμένου τύπου κοπέλες εντοπίζεται από ερευνητές του έργου του στη νεανική του ηλικία και σε κάποιες ενδεχόμενες ερωτικές απογοητεύσεις – είναι δε ολοφάνερο το «ανδρικό βλέμμα», συχνά ηδονοβλεπτικό, αυτό ακολουθεί όλους τους ήρωες, άνδρες και γυναίκες, στις ταινίες του.
Οταν ο Χίτσκοκ μετακόμισε στην Αμερική το 1939, ήταν ήδη γνωστός στους χολιγουντιανούς κύκλους ως «ο πιο σπουδαίος μάστορας του μελοδράματος» της εποχής, ωστόσο εκείνος ανυπομονούσε να χρησιμοποιήσει τους σαφώς ανώτερους πόρους της βιομηχανίας για να πραγματώσει τα θρίλερ και τις ιστορίες μυστηρίου που οραματιζόταν. Μια τέτοια ήταν και η «Ρεμπέκα», το πρώτο του αμερικανικό φιλμ, με τους Λόρενς Ολίβιε και Τζόαν Φοντέιν στους βασικούς ρόλους, το οποίο εξασφάλισε 11 υποψηφιότητες για Οσκαρ και κέρδισε εκείνο για την καλύτερη ταινία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Χίτσκοκ δούλεψε πυρετωδώς, δημιουργώντας συνολικά επτά ταινίες μεταξύ των οποίων και η προσωπικά αγαπημένη του «Σκιά της αμφιβολίας», ενώ τελευταία ήταν η περίφημη «Νύχτα αγωνίας» («Spellbound») με τον Γκρέγκορι Πεκ δίπλα στην Ινγκριντ Μπέργκμαν να σχηματίζουν ένα από τα πιο κλασικά χιτσκοκικά ζευγάρια.

Στο μεταξύ, ο σκηνοθέτης είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας λόγω του διαρκώς αυξανόμενου βάρους του. Ο θρύλος λέει πως ένα τυπικό δείπνο του αποτελούνταν από ένα ολόκληρο ψητό κοτόπουλο, βραστό ζαμπόν, πατάτες, ψωμί, λαχανικά, σαλάτα, πίκλες, επιδόρπιο, ένα μπουκάλι κρασί και λίγο μπράντι. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σωματικό βάρος γύρω στα 150 κιλά και η κοφτή άρνηση μιας ασφαλιστικής εταιρείας του Λος Αντζελες στην αίτησή του για ασφάλεια ζωής.

Μια αληθινή αυθεντία της έβδομης τέχνης-3
Κάννες. Η Γκρέις Κέλι και ο Αλφρεντ Χίτσκοκ συζητούν με τον δεκανέα Αντι Σάμερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Το κυνήγι του κλέφτη». Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Συναισθηματική «χειραγώγηση» των θεατών

Στο καλλιτεχνικό πεδίο, από την άλλη, η μοναδική ικανότητα του Χίτσκοκ να συνδυάζει γεμάτες σασπένς ιστορίες δράσης με επικά ρομάντζα είχε αρχίσει πλέον να παράγει αριστουργήματα. Ενα από τα κορυφαία ήταν το «Νοτόριους» που αναφέραμε παραπάνω. Σχεδόν όλοι οι κλασικοί μηχανισμοί παραγωγής σασπένς βρίσκουν εδώ την εφαρμογή τους, ο κινηματογραφικός χρόνος οικονομείται υποδειγματικά –σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτσκοκ, «καμία ταινία δεν πρέπει να διαρκεί παραπάνω από την αντοχή της ανθρώπινης ουροδόχου κύστης»– ενώ Γκραντ και Μπέργκμαν δίνουν ρεσιτάλ με ατάκες του τύπου: «Τι παράξενος ερωτικός δεσμός» (καθώς τον φιλάει). «Γιατί;» απαντά εκείνος. «Ισως επειδή δεν με αγαπάς». «Οταν δεν θα σε αγαπώ, θα σε ενημερώσω».

Μετά την αριστοκρατικά εύθραυστη Μπέργκμαν, ήρθε η απαστράπτουσα Γκρέις Κέλι. Τα «Dial M for Murder» και «Σιωπηλός μάρτυς» θεωρούνται από τις κορυφαίες ταινίες του Χίτσκοκ, με το δεύτερο ειδικά να αποτελεί κανονικό σεμινάριο πάνω στην κινηματογράφηση των κλειστών χώρων, την (εγγενώς) ηδονοβλεπτική ματιά του φακού, αλλά και μια έμμεση προσωπική εξομολόγηση του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος σύμφωνα με τον Φρανσουά Τριφό καθρεφτίζει τον εαυτό του στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του Τζέιμς Στιούαρτ.

Από την άλλη, η λιγότερο γνωστή ταινία από την τριλογία της Γκρέις Κέλι είναι ίσως και η πιο απολαυστική. Στο «Κυνήγι του κλέφτη» του 1955, ο Κάρι Γκραντ υποδύεται έναν πρώην κλέφτη κοσμημάτων, ο οποίος θα προσπαθήσει να αποδείξει την αθωότητά του με τη βοήθεια μιας όμορφης κληρονόμου (Κέλι), όταν θα βρεθεί κυνηγημένος με αφορμή έναν νέο κύκλο ληστειών. Ο Χίτσκοκ κινηματογραφεί ένα υπέροχο ζευγάρι πρωταγωνιστών με φόντο την εκθαμβωτική Ριβιέρα, στο πιο ανάλαφρο πιθανότατα φιλμ της καριέρας του, το οποίο όμως διατηρεί μια σαρδόνια κυνικότητα, κοφτερή σαν ξυράφι.

Αυτό, βέβαια, που πραγματικά επιδίωκε ο Χίτσκοκ ήταν η συναισθηματική «χειραγώγηση» των θεατών: «Το σασπένς έχει να κάνει με το να δημιουργείς εφιάλτες για το κοινό. Και εγώ παίζω με το κοινό. Το κάνω να τρομάζει, να εκπλήσσεται, να σοκάρεται και, τελικά, να λυτρώνεται. Οταν έχεις έναν ζωντανό εφιάλτη, για παράδειγμα ότι οδηγείσαι στην ηλεκτρική καρέκλα· έπειτα ξυπνάς και είσαι χαρούμενος όσο ποτέ γιατί έχεις ανακουφιστεί». Οταν ήταν παιδί στην Αγγλία, ο πατέρας του Αλφρεντ συνήθιζε να τον στέλνει στο αστυνομικό τμήμα με ένα σημείωμα που ζητούσε από τους αστυνομικούς να τον κλείσουν σε ένα κελί για μερικά λεπτά, λέγοντας «αυτό κάνουμε στα άτακτα αγόρια». Αργότερα, στο αυστηρής πειθαρχίας δημοτικό σχολείο, οι Ιησουίτες ιερείς-δάσκαλοι φρόντιζαν ώστε οι μικροί μαθητές να γνωρίζουν εξαρχής την τιμωρία (ραβδισμοί στις παλάμες) που τους περίμενε στο τέλος της ημέρας. Ο Χίτσκοκ δήλωσε αργότερα πως η συγκεκριμένη εμπειρία εντύπωσε μέσα του το συναίσθημα του φόβου.

Αριστοτεχνικά θρίλερ που έμειναν στην Ιστορία

Ολα τα παραπάνω δεν αποκλείεται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μερικών από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της κινηματογραφικής ιστορίας. Στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» («Vertigo») του 1958, ο ντετέκτιβ Τζέιμς Στιούαρτ αναπτύσσει εμμονή με την (ξανθιά εννοείται) γυναίκα που παρακολουθεί, με τη σχέση να οδηγείται σε τραγωδία. Ο Χίτσκοκ εξερευνά βαθύτερα από ποτέ το σύμπλεγμα σεξουαλικής επιθυμίας και θανάτου, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά τον τρόμο του ιλίγγου ως καταλύτη. Ακόμη πιο καθαρό θρίλερ είναι το «Ψυχώ», εκεί όπου ο δημιουργός δεν διστάζει να «εκτελέσει» την κεντρική ηρωίδα του (Τζάνετ Λι) πριν από τη μέση της ταινίας. Φυσικά, αυτό γίνεται με τη διαβόητη «σκηνή στο ντους», μια αριστοτεχνικά στημένη σεκάνς, η οποία περιλαμβάνει 52 «κοψίματα» και είναι γυρισμένη με την κάμερα σε 78 διαφορετικές θέσεις.
Τελευταία πραγματικά σπουδαία ταινία του Χίτσκοκ ήταν τα «Πουλιά», εκεί όπου ένας ακόμη τρόμος ζωντανεύει στην οθόνη· και όχι μόνο, καθώς η πρωταγωνίστρια, Τίπι Χέντρεν, αφηγούνταν αργότερα πώς ο Χίτσκοκ έβαλε να εξαπολύουν εναντίον της ζωντανά πουλιά επί μία εβδομάδα προκειμένου να γυρίσει τη σκηνή της σοφίτας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σε χέρια, πόδια και πρόσωπο… Και ο ίδιος ο μετρ του σινεμά, όμως, δεν απολάμβανε το γύρισμα, τουλάχιστον όχι εξίσου με τον σχεδιασμό ενός φιλμ: «Οταν ολοκληρωθεί το σενάριο, θα μπορούσα και να μην κάνω την ταινία καθόλου. Ολη η διασκέδαση έχει τελειώσει. Εχω καθαρά οπτική σκέψη. Οραματίζομαι μια ταινία μέχρι το τελικό μοντάζ. Τα καταγράφω όλα αυτά λεπτομερώς στο σενάριο, και έπειτα δεν το κοιτάζω όσο γυρίζω. Το ξέρω απ’ έξω όπως ο διευθυντής ορχήστρας δεν κοιτάζει την παρτιτούρα. Είναι μελαγχολικό να γυρίζεις ένα φιλμ. Οταν τελειώσεις, το σενάριο είναι τέλειο. Ομως μετά το γυρίζεις και χάνεις ίσως το 40% της αρχικής σου σύλληψης».

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT