Δεν είναι, ασφαλώς, η πρώτη φορά που θησαυροί αποσπώνται παρανόμως και βιαίως από μουσείο – ούτε καν η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο το γεγονός ότι η κλοπή εντοπίζεται χρόνια μετά – επίσης ούτε για το Βρετανικό Μουσείο. Ούτε, βέβαια, η πρώτη φορά που κλαπέντες θησαυροί εντοπίζονται, άλλοτε εις σάρκα μίαν και άλλοτε κατεστραμμένοι, στα πιο απίθανα σημεία, του eBay συμπεριλαμβανομένου – και πάλι, δεν είναι η πρώτη φορά για το Βρετανικό Μουσείο.
Ενα από τα δημοφιλέστερα μουσεία του κόσμου έχει τεθεί εκ νέου στη δίνη του κυκλώνα μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τα χρυσά κοσμήματα, πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ., που «έλειπαν, είχαν κλαπεί ή είχαν υποστεί ζημιές». Εχει ήδη απολυθεί ένας επιμελητής που εργάζεται επί 30ετία στο μουσείο, παρουσιάζεται ως παγκοσμίως ειδικός στους θησαυρούς της Αρχαίας Ελλάδας και φέρεται να εμπλέκεται σε μιαν υπόθεση, η οποία χαρακτηρίζεται η μεγαλύτερη παραβίαση ασφαλείας στη σύγχρονη ιστορία του Βρετανικού Μουσείου, όπως έχουν γράψει η «Κ» και ο Σάκης Ιωαννίδης.
Πιθανολογείται ότι η Μητροπολιτική Αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη των υπαιτίων και των ίδιων των κλεμμένων αντικειμένων και γι’ αυτό δίνει πληροφορίες με το σταγονόμετρο.
Μέσα σε όλα αυτά, οι πρώτες πληροφορίες που είχαν φτάσει στ’ αυτιά των υπευθύνων του μουσείου χρονολογούνται από το 2020, ενώ βρετανικά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για εμφάνιση ορισμένων θησαυρών στο eBay ήδη από το 2016. Ο συντηρητής –το όνομα του οποίου δεν έχει δημοσιοποιηθεί επισήμως από τις Αρχές του μουσείου αλλά παρουσιάζεται με τα αρχικά PJH από μερίδα του βρετανικού Τύπου– φέρεται να έκλεψε μικρά χρυσά κοσμήματα και πολύτιμους λίθους, ενώ τα εν λόγω αντικείμενα εκτιμάται ότι αξίζουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με την εξειδικευμένη Art Newspaper.
Πιθανολογείται ότι η Μητροπολιτική Αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη των υπαιτίων και των ίδιων των κλεμμένων αντικειμένων και γι’ αυτό δίνει πληροφορίες με το σταγονόμετρο, προκειμένου να μην αποκαλύψει την πορεία των ερευνών της. Ολα αυτά, προφανώς, μένει να φανούν από την εξέλιξη της υπόθεσης, που έχει ήδη αρχίσει να γεννά ερωτήματα για την εν γένει ασφάλεια των εκθεμάτων του Βρετανικού Μουσείου – και εις ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, την ασφάλεια των Γλυπτών του Παρθενώνα που η Αθήνα ζητεί μετ’ επιτάσεως την επιστροφή τους εκεί όπου ανήκουν και τώρα προσέθεσε ακόμα ένα επιχείρημα στη φαρέτρα της.
Η κλοπή του δαχτυλιδιού Cartier
Το 2017 οι Αρχές ασφαλείας του Βρετανικού Μουσείου –σχεδόν με την ίδια διατύπωση με την τωρινή– είχαν δηλώσει ότι λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τους την ασφάλεια του μουσείου και ότι θα έκαναν τα πάντα για να διασφαλίσουν ότι τα εκθέματα δεν θα κινδυνεύσουν εκ νέου. «Το μουσείο επανεξέτασε τις διαδικασίες ασφάλειας και διαχείρισης συλλογών και αφιέρωσε σημαντικές επενδύσεις για τη βελτίωση της ασφάλειας στο σύνολο των εγκαταστάσεων», έλεγε η επίσημη ανακοίνωση.
Ηταν η χρονιά που είχε δημοσιοποιηθεί η κλοπή ενός δαχτυλιδιού Cartier, που κοστολογήθηκε στις 750.000 στερλίνες. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι πρώτες αναφορές για την απουσία του χρυσού κοσμήματος είχαν κατατεθεί το 2011 και, σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian της εποχής, ενημερώθηκε η Αστυνομία, η οποία, ωστόσο, αποφάσισε να μην προχωρήσει περαιτέρω το θέμα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι πρώτες αναφορές για την απουσία του χρυσού κοσμήματος είχαν κατατεθεί το 2011, έξι χρόνια προ της δημοσιοποίησης της είδησης.
Σύμφωνα με βρετανικά δημοσιεύματα, το δαχτυλίδι είχε παραχωρηθεί στο μουσείο από δωρητή που είχε διατηρήσει την ανωνυμία του και φυλασσόταν στη συλλογή που προοριζόταν για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, σημείο μη προσβάσιμο στο κοινό, όπως ακριβώς συνέβη και με το περιστατικό των τελευταίων ημερών.
Μάλιστα, ο Κρις Μαρινέλο, ιδρυτής της Art Recovery International, είχε πει το 2017 ότι, δεδομένου ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα από τα καλύτερα χρηματοδοτούμενα μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν «θλιβερό» το γεγονός ότι το αντικείμενο χάθηκε και «ακόμα περισσότερο που δεν έχει αναφερθεί ευρύτερα μέχρι τώρα», σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian. Σημειωτέον ότι η Art Recovery International, σε ανάρτησή της στο Twitter σχετικά με τα γεγονότα των ημερών, ανέφερε πως «ίσως τα Γλυπτά του Παρθενώνα να μην είναι ασφαλή, τελικά, στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Στα γεγονότα του 2017, μάλιστα, οι αντιδράσεις και οι υποψίες ήταν πανομοιότυπες με τις σημερινές. Ειδικοί και επικεφαλής μουσείων έκαναν λόγο και πάλι για κλοπή εκ των ένδον, τονίζοντας ότι, στο καλύτερο σενάριο, θα καταφέρουν να εντοπίσουν τμήμα των κλαπέντων θησαυρών – στο πιο πιθανό σενάριο, δεν θα βρουν τίποτα και ποτέ.
Εκαναν τον… Κινέζο
Στις αρχές του Νοεμβρίου του 2004, κάποιος άρπαξε πολύτιμα κινεζικά αντικείμενα από αποθηκευτικό χώρο του Βρετανικού Μουσείου και πέρασε ωσάν να μη συνέβη τίποτα από τους φρουρούς ασφαλείας, όπως λένε βρετανικά ρεπορτάζ της εποχής.
Επρόκειτο για 10 αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ένα στέμμα, περίτεχνους καθρέφτες, σκουλαρίκια και φουρκέτες που χρονολογούνται από τον 7ο έως τον 14ο αιώνα. Οπως είχε γράψει ο Guardian, το Βρετανικό Μουσείο είχε δηλώσει ότι το ντουλάπι δεν διέθετε συναγερμό και ότι ο κλέφτης πιθανότατα διέφυγε από την πίσω πόρτα του μουσείου ή από την πολυσύχναστη Μεγάλη Αυλή.
Οι βρετανικές Αρχές υποπτεύονταν ότι η ληστεία συνδέεται με την κλοπή εννέα κινεζικών αντικειμένων τέχνης αξίας περίπου 60.000 λιρών από το μουσείο Victoria & Albert.
Δημοσίευμα της China Daily, του 2004, σημείωνε σε ρεπορτάζ της ότι οι βρετανικές Αρχές υποπτεύονταν ότι η ληστεία συνδέεται με την κλοπή εννέα κινεζικών αντικειμένων τέχνης αξίας περίπου 60.000 λιρών από το μουσείο Victoria & Albert στο Λονδίνο έναν μήνα νωρίτερα. Στις 4 Οκτωβρίου, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, κλέφτες παραβίασαν αποθηκευτικό χώρο στο μουσείο Victoria & Albert και έκλεψαν εννέα κινέζικα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων τρία μικρά ποτήρια, δύο μικροσκοπικές φιγούρες ζώων, έναν κύλικα, δύο μικρές διακοσμητικές πλάκες και έναν μικρό τελετουργικό κύλινδρο.
Η περίπτωση του ελληνικού θησαυρού
Πώς γίνεται να αποσπάται μία μαρμάρινη κεφαλή, βάρους δύο ή τριών κιλών, να κάνει φτερά μέρα-μεσημέρι; Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ήταν τόσο δύσκολο έτι μία φορά να συμβεί, το 2002 αυτή τη φορά, κάτι τέτοιο στο Βρετανικό Μουσείο σε έναν –ελληνικό– θησαυρό 2.500 ετών.
Στο μουσείο, τρωτό ακόμη τότε στην ασφάλειά του, σε ελάχιστες αίθουσες υπήρχαν κάμερες ασφαλείας και μόνον κάποιος υπάλληλος τις επισκεπτόταν τακτικά ανάμεσα σε άλλες αίθουσες – δεν υπήρχε, δηλαδή, μόνιμος φύλακας, όπως λένε ρεπορτάζ της εποχής.
Δυστυχώς όλα τα μουσεία είναι ευάλωτα στην κλοπή και τα γλυπτά μικρής κλίμακας διατρέχουν πάντα ιδιαίτερο κίνδυνο.
«Δυστυχώς όλα τα μουσεία είναι ευάλωτα στην κλοπή και τα γλυπτά μικρής κλίμακας διατρέχουν πάντα ιδιαίτερο κίνδυνο», έλεγαν τότε οι ειδικοί. «Είναι το πρώτο καθήκον ενός διευθυντή να επανεξετάσει κάθε πτυχή της ασφάλειας», συμπλήρωναν.
Ηταν και τότε άλλη μία ευκαιρία για την Αθήνα να αναδείξει την έλλειψη φύλαξης στο Βρετανικό Μουσείο και τα κενά στην ασφάλεια των ελληνικών εκθεμάτων.
Η μαρμάρινη κεφαλή είχε περιέλθει στην κατοχή του μουσείου το 1922 και η αξία του εκτιμάτο τότε στις 25.000 στερλίνες.
Χρυσές… δουλειές τη δεκαετία του ’90
Η Art Newspaper, τον Οκτώβριο του 2000, είχε δημοσιεύσει ένα αναλυτικό ρεπορτάζ για τις κλεμμένους θησαυρούς από βρετανικά μουσεία. Φτάνοντας στο Βρετανικό Μουσείο, ο κατάλογος των κλοπών τη δεκαετία του ’90 εντυπωσιάζει – αρνητικά ασφαλώς.
Πρόκειται για μία ιαπωνική πορσελάνινη φιγούρα Kakiemon του 17ου αιώνα, που κλάπηκε από αίθουσα του μουσείου το 1990. Ταυτόχρονα, δύο φιγούρες από ελεφαντόδοντο κλάπηκαν από υπόγεια αποθήκη το 1991. Θραύσμα χρυσού δαχτυλιδιού έκανε φτερά από αποθήκη το 1991. Δεκαπέντε ρωμαϊκά νομίσματα, αξίας 250.000 στερλινών, αποσπάστηκαν από αίθουσα του μουσείου το 1993, σε μία εισβολή από την οροφή του μουσείου. Ενας χρυσός δίσκος Ashanti κλάπηκε από το Μουσείο της Ανθρωπότητας, που ανήκει στο Βρετανικό Μουσείο, το 1993. Ενα ιαπωνικό σεντούκι (αξίας περίπου 100.000 στερλινών) και δύο εξώφυλλα περσικών βιβλίων (αξίας περίπου 100.000 βρετανικών λιρών) κλάπηκαν από χώρους συντήρησης το 1996.
Τα αντικείμενα που δεν έχουν καταγραφεί και οι σπάνιες απογραφές
Σύμφωνα με πληροφορίες που συγκέντρωσε η «Κ» από αρχαιολόγο κεντρικού μουσείου των Αθηνών, ένας από τους βασικούς στόχους όσων αποφασίζουν να αποσπάσουν θησαυρούς από τις κιβωτούς του ανθρώπινου πολιτισμού είναι τα αντικείμενα που δεν έχουν καταγραφεί στους καταλόγους των ιδρυμάτων.
Ενας από τους βασικούς στόχους των ληστών είναι τα αντικείμενα που δεν έχουν καταγραφεί στους καταλόγους των ιδρυμάτων.
Ενα δεύτερο πρόβλημα, πάντως, που αφορά τον τόσο αργοπορημένο εντοπισμό κάθε απώλειας αντικειμένου, είναι η σπάνια –που εκτείνεται πέραν της δεκαετίας– απογραφή που κάνουν οι Αρχές εκάστου μουσείου. Αυτό, όμως, μοιάζει να διορθώνεται στην ελληνική πραγματικότητα, με το μεγάλο πρότζεκτ του Εθνικού Αρχείου Μνημείων, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει κάθε έκθεμα κάθε μουσείου, είτε εκτίθεται στο κοινό είτε παραμένει στις αποθήκες ή χρησιμοποιείται για ερευνητικούς και άλλους ακαδημαϊκούς σκοπούς.
«Το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο, ο κατάλογος Αρχαίων Κινητών Μνημείων και το Ιστορικό Αρχείο Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων, που συναπαρτίζουν το Εθνικό Αρχείο Μνημείων, είναι η ενδεδειγμένη λύση για τα ελληνικά δεδομένα», όπως μας μεταφέρεται.