Το φάντασμα μιας δεύτερης Μετς Γέγκερν (Μεγάλη Καταστροφή) πλανιέται από την περασμένη Τετάρτη πάνω από τα υψίπεδα του Καυκάσου, ύστερα από την άνευ όρων συνθηκολόγηση των Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στην υπέρτερη στρατιωτική ισχύ των Αζέρων, που ζωντάνεψε τον εφιάλτη της Γενοκτονίας του 1915 από τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια εξέλιξη που προκάλεσε ευφορία στο Αζερμπαϊτζάν, αλλά και στη βασική σύμμαχό του, Τουρκία, και οργή εναντίον του Αρμένιου πρωθυπουργού Νικόλ Πασινιάν στο Ερεβάν, ενώ γέννησε ερωτήματα για τη δυνατότητα της Ρωσίας να διατηρήσει τον ηγεμονικό-επιδιαιτητικό ρόλο της ακόμη και στο «εγγύς εξωτερικό» των μέχρι πρότινος πιστών της πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.
Πλάι στην Υπερδνειστερία της Μολδαβίας, όπως και τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία της Γεωργίας, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ βρέθηκε στη λάθος πλευρά των συνόρων με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1991. Τα συστατικά κράτη της πολυεθνικής χώρας περιείχαν θυλάκους όπου επικρατούσε μια εθνική μειονότητα η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να ζήσει υπό την ηγεμονία του πλειοψηφούντος έθνους, αλλά προτιμούσε να ενωθεί με τη μητέρα-πατρίδα ή να σχηματίσει ανεξάρτητο κράτος. Αυτό συνέβη με την αυτόκλητη «Δημοκρατία του Αρτσάχ», δηλαδή για τους περίπου 120.000 Αρμένιους του χριστιανικού Ναγκόρνο-Καραμπάχ που βρίσκονταν στο μουσουλμανικό Αζερμπαϊτζάν, αλλά προτιμούσαν να ενωθούν με τη γειτονική Αρμενία.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο πρώτος πόλεμος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ κράτησε τρία χρόνια, στοίχισε τη ζωή 35.000 ανθρώπων και κατέληξε στη νίκη των Αρμενίων, που κέρδισαν την ντε φάκτο αυτονόμηση της περιοχής, χωρίς πάντως να εξασφαλίσουν διεθνή αναγνώριση. Αποτέλεσμα ήταν μία ακόμη «παγωμένη σύγκρουση», την οποία εκμεταλλεύθηκε η Ρωσία για να εδραιώσει την ηγεμονία της στην περιοχή και να εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις στον ρόλο της ειρηνευτικής δύναμης. Αναζητώντας εγγυήσεις ασφαλείας, η μικρή Αρμενία των τριών εκατομμυρίων κατοίκων (έναντι δέκα εκατομμυρίων Αζέρων) συμμάχησε με την ομόθρησκη Ρωσία, της προσέφερε στρατιωτική βάση και εντάχθηκε στο Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), μαζί με άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Καμία σύγκρουση, όμως, δεν μπορεί να κρατηθεί στην κατάψυξη επ’ άπειρον αν δεν απενεργοποιηθεί ο εκρηκτικός της πυρήνας, όπως έμαθε με πολύ πικρό τρόπο η Γεωργία στον ολέθριο γι’ αυτήν πόλεμο-αστραπή με τη Ρωσία, τον Αύγουστο του 2008. Εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, ο χρόνος κυλούσε υπέρ του Μπακού. Με ΑΕΠ της τάξης των 166 δισ. δολαρίων έναντι μόλις 26 δισ. της Αρμενίας, το Αζερμπαϊτζάν ενίσχυσε θεαματικά τις ένοπλες δυνάμεις του, υποστηριζόμενο κυρίως από δύο πλευρές: την Τουρκία, με την οποία τo συνδέουν κοινή εθνοτική καταγωγή και δύο σημαντικοί αγωγοί αζερικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, και το Ισραήλ, το οποίο βλέπει στο σιιτικό Αζερμπαϊτζάν ένα περιφερειακό αντίβαρο στο επίσης σιιτικό Ιράν. Την τελευταία πενταετία, περίπου το 70% των οπλικών συστημάτων που αγόρασε το Μπακού προερχόταν από τους Ισραηλινούς.
H ρεβάνς
Εγκαταλελειμμένο από παραδοσιακούς συμμάχους και όψιμους φίλους, το Ερεβάν συνθηκολόγησε άνευ όρων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η στιγμή της αλήθειας ήρθε τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν ο Αζέρος πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγεφ ένιωσε αρκετά δυνατός για τη ρεβάνς του 1994 και δικαιώθηκε. Υστερα από ένα πόλεμο έξι ημερών, η Αρμενία υποχρεώθηκε σε μια καρχηδόνια ειρήνη, έχασε σημαντικό μέρος των εδαφών που είχε κερδίσει στον πρώτο πόλεμο, ενώ το Ναγκόρνο-Καραμπάχ περικυκλώθηκε ασφυκτικά, με μόνο έναν στενό, ορεινό διάδρομο να το συνδέει με το αρμενικό κράτος. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν οι Αζέροι έκοψαν τον διάδρομο του Λατσίν, καταδικάζοντας τον αρμενικό θύλακο σε μακρόχρονη έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων και ηλεκτρικού ρεύματος.
Με αυτό το υπόβαθρο, η επίθεση της περασμένης Τρίτης δεν ήταν παρά η χαριστική βολή. Χρειάστηκαν μόλις 24 ώρες για να υψώσει λευκή σημαία η «Δημοκρατία του Αρτσάχ» και να δεχθεί όλες τις αξιώσεις του εχθρού: να διαλυθούν οι ένοπλες δυνάμεις της και να ξεκινήσουν συζητήσεις με το Μπακού για την «επανένταξη» του Ναγκόρνο-Καραμπάχ στο κράτος του Αζερμπαϊτζάν. Αν και ο Αλίγεφ διαβεβαιώνει ότι δεν έχει πρόθεση να διώξει τους Αρμένιους από τα εδάφη τους, όπου βρίσκονται εδώ και χιλιάδες χρόνια, προτού εμφανιστούν τουρκικά ή σλαβικά φύλα στην περιοχή (το πρώτο αρμενικό βασίλειο συγκροτήθηκε γύρω στο 600 π.Χ.), η μεγάλη Εξοδος φαίνεται ότι έχει αρχίσει, αν κρίνουμε από τους πρόσφυγες που συνωστίζονται κατά χιλιάδες στο αεροδρόμιο του θυλάκου ή αναζητούν καταφύγιο στα ρωσικά στρατόπεδα.
Ενώ πλήθη κόσμου πανηγύριζαν στους δρόμους του Μπακού με αζερικές, τουρκικές και ισραηλινές σημαίες, χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές πολιορκούσαν κυβερνητικά κτίρια στο Ερεβάν και ζητούσαν την παραίτηση του «προδότη» Πασινιάν. Η αλήθεια είναι ότι ο Αρμένιος πρωθυπουργός έπαιξε και έχασε. Εχοντας ανέβει στην εξουσία το 2018 στο τελευταίο ντόμινο των λεγόμενων «βελούδινων επαναστάσεων» σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή μια προσπάθεια μείωσης των βαθμών εξάρτησης από τη Μόσχα και προσέγγισης της Δύσης. Παρά την ταπεινωτική ήττα του 2020, κατάφερε να επιβιώσει, συνεχίζοντας την ίδια γραμμή. Μάλιστα, προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την απογοήτευση του κόσμου από τη στάση ουδετερότητας της Ρωσίας στη σύγκρουση του 2020 για να θέσει θέμα αποχώρησης της Αρμενίας από το CSTO, ενώ κάποιοι πολιτικοί του περιβάλλοντός του άρχισαν να μιλάνε ακόμη για πιθανότητα ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η επίσκεψη της τότε προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στο Ερεβάν, πέρυσι τέτοιο καιρό, έδωσε τροφή σε παρόμοια σενάρια.
Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Από την πρώτη στιγμή, ο Πασινιάν δήλωσε ότι η χώρα του δεν είναι σύμμαχος της Ρωσίας σε αυτόν τον πόλεμο, ενώ αργότερα έστειλε στο Κίεβο τη σύζυγό του, μαζί με ανθρωπιστική βοήθεια. Παράλληλα, το αρμενικό Κοινοβούλιο επικύρωσε τη συνθήκη της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο έχει βγάλει ένταλμα εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η προφανής επιδίωξή του ήταν να πετύχει, με την υποστήριξη της Δύσης, μια συνθήκη ειρήνης με το Αζερμπαϊτζάν, που θα απομάκρυνε το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου, έστω και με θυσία της «Δημοκρατίας του Αρτσάχ». Στις 22 Μαΐου, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον Αλίγεφ υπό την αιγίδα της Ε.Ε., έκανε το μεγάλο άλμα, δηλώνοντας ότι αναγνωρίζει την κυριαρχία των Αζέρων στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, υπό τον όρο να δοθεί καθεστώς αυτονομίας στους ομοεθνείς του. Πιστεύοντας ότι θα θωρακίσει περαιτέρω την ασφάλεια της χώρας του, έδωσε το πράσινο φως για την πραγματοποίηση κοινών γυμνασίων με τους Αμερικανούς επί αρμενικού εδάφους. Το γεγονός ότι οι Αζέροι εξαπέλυσαν την επίθεση της περασμένης Τετάρτης, ενώ διαρκούσαν ακόμη τα εν λόγω γυμνάσια, ήταν η πιο τραγική διάψευση των αυταπατών του.
Λυκοφιλίες
Με τον Πασινιάν να έχει ήδη αποδεχτεί την αζερική κυριαρχία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και να κουνάει διαρκώς το κόκκινο πανί μπροστά από τη Ρωσία, το Κρεμλίνο έχει αρκετά προσχήματα για να δικαιολογήσει την επιλογή του να ακολουθήσει στάση Πόντιου Πιλάτου. Δεν μπορεί, όμως, να απαλύνει την υποψία ότι προκρίνει τη λυκοφιλία με τον Ταγίπ Ερντογάν και με τον σύμμαχό του Αλίγεφ από τη στήριξη, στις δύσκολες στιγμές, ενός παραδοσιακού συμμάχου της, θέτοντας με μεγαλύτερη ένταση το ερώτημα τι εξυπηρετεί και τι εγγυήσεις ασφαλείας προσφέρει στα μέλη του το CSTO – από το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποκλείεται να αποχωρήσει και το πολύ σημαντικότερο, γεωπολιτικά, Καζακστάν, η κυβέρνηση του οποίου παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες αποστάσεις από τη Μόσχα. Σε κάθε περίπτωση, η αρμενική τραγωδία ήρθε να ενισχύσει την εντύπωση πως, απορροφημένη και αποδυναμωμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ρωσία δυσκολεύεται να διατηρήσει τον ηγεμονικό-επιδιαιτητικό ρόλο της ακόμη και στο εγγύς εξωτερικό της.