Ματέο Μεσίνα Ντενάρο: «Diabolik», ο «αρχινονός» με μια αυλή από θαυμαστές…

Ματέο Μεσίνα Ντενάρο: «Diabolik», ο «αρχινονός» με μια αυλή από θαυμαστές…

Ελεγαν πως οδηγούσε πολυτελές αυτοκίνητο από το οποίο με το πάτημα ενός κουμπιού ξεφύτρωναν οπλοπολυβόλα, πως είχε δηλώσει ότι μπορεί να γεμίσει νεκροταφείο με τα θύματά του

4' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Νεκρός ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, ο τελευταίος σφαγέας της Κόζα Νόστρα», ανακοίνωναν οι τίτλοι των ιταλικών μέσων πριν από μερικές ημέρες. Ηταν το τέλος ενός από τους πιο επιδραστικούς, πιο… δημοφιλείς και πιο βίαιους «αρχινονούς» της μαφίας, ο οποίος κατάφερε να ξεφεύγει από τον νόμο τριάντα ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας γύρω του ολόκληρο μύθο και αποκτώντας το ψευδώνυμο «Diabolik», όνομα ενός ήρωα ιταλικών κόμικς.

Γεννημένος το 1961 μέσα σε μαφιόζικη φαμίλια του Καστελβετράνο της Σικελίας, έπιασε όπλο στα 14 του και κατέληξε να γίνει «αρχινονός» της μαφίας και συνεργός σε μια σειρά από εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ιταλία. Ανάμεσά τους, οι δολοφονίες δύο εισαγγελέων το 1992, οι αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις σε Φλωρεντία, Ρώμη και Μιλάνο το 1993 και, την ίδια χρονιά, η απαγωγή και δολοφονία ενός μικρού αγοριού, γιου ενός «αποστάτη» που εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με τις Αρχές. Το δωδεκάχρονο αγόρι έμεινε αιχμάλωτο για περίπου δύο χρόνια και εντέλει στραγγαλίστηκε και το σώμα του ρίχτηκε σε βιτριόλι.

Οι αφίσες δρόμου που έγραφαν πως ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο καταζητείται για δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις και εμπόριο όπλων και ναρκωτικών έκαναν το πρόσωπό του περιβόητο στη χώρα. Γωνιώδες, με μεγάλα θολά γυαλιά που έκρυβαν τον ελαφρύ στραβισμό του και ένα αδιόρατο χαμόγελο, πλαισιωμένο από μεταξωτά πουκάμισα και ακριβά κοστούμια, ήταν το πρόσωπο ενός κινηματογραφικού, δαιμονικά ευφυούς δολοφόνου.

Για τριάντα χρόνια ο άνθρωπος σε αυτές τις αφίσες παρέμενε «φάντασμα». Τελικά, τον πρόδωσε η υγεία του. Τον Ιανουάριο συνελήφθη σε μια ιδιωτική κλινική στο Παλέρμο, όπου είχε πάει για θεραπεία για τον καρκίνο από τον οποίο υπέφερε. Η περιουσία του τότε έφτανε τα 4 δισ. και στο χέρι του φορούσε ένα ρολόι αξίας 35.000 ευρώ. Εννέα μήνες μετά, στις 25 Σεπτεμβρίου, έπεσε σε κώμα και πέθανε στα 61 του χρόνια.

Ο Ντενάρο δεν υπήρξε το πρώτο αφεντικό της ιταλικής μαφίας που κατάφερε να διαφεύγει για τόσο καιρό από τη Δικαιοσύνη. Το 1993, μετά 23 χρόνια αναζητήσεων, συνελήφθη το αφεντικό των αφεντικών, Σαλβατόρε «Τοτό» Ριίνα, και το 2006 και ο αρχηγός της Κόζα Νόστρα, ο περιβόητος «Θείος Μπινού» Μπερνάρντο Προβεντσάνο, μετά 38 ολόκληρα χρόνια φυγοδικίας.

Αμέσως μετά τη σύλληψη του Ντενάρο, η δημοσιογράφος Φράνσις ντ’ Εμίλιο του Associated Press έγραφε το εξής: «Tο ότι και τα τρία κορυφαία αφεντικά της ιταλικής μαφίας συνελήφθησαν τελικά στην καρδιά της Σικελίας, ενώ ζούσαν κρυφές ζωές για δεκαετίες, δεν εκπλήσσει την αστυνομία και τους Ιταλούς εισαγγελείς. Οι αξιωματούχοι του νόμου έχουν πει εδώ και καιρό ότι τέτοια αφεντικά βασίζονται στις επαφές και στο απόρρητο των συναδέλφων μαφιόζων και μελών της οικογένειάς τους που είναι συνεργοί, για να τους μεταφέρουν από κρησφύγετο σε κρησφύγετο, να τους παρέχουν τρόφιμα, καθαρά ρούχα, επικοινωνία και έναν κώδικα σιωπής, τη γνωστή “ομερτά”».

Oντας όμως για τόσα χρόνια αναζητούμενος, ο Ντενάρο ούτε έζησε μια ασκητική ζωή ούτε περιορίστηκε στη Σικελία. Του άρεσαν οι γυναίκες, τα σπορ αμάξια και η πολυτέλεια και έκανε ταξίδια στην Ιταλία και στην Ευρώπη, ακόμη και στην Ελλάδα, όπου πήγε ανενόχλητος διακοπές με τη σύντροφό του το καλοκαίρι του 1994. Στη βάση του, όμως, στην πόλη του Καστελβετράνο και στην επαρχία του Τράπανι, ένιωθε ασφαλής, κρυμμένος και προστατευμένος καλά από τους κυνηγούς και τους πιθανούς καταδότες του, που ήταν ορκισμένοι να τηρήσουν τον κώδικα της ομερτά.

Ο ειδικός σε θέματα οργανωμένου εγκλήματος Ιταλός δημοσιογράφος Τζάκομο ντι Γκιρολάμο, σε βιογραφία του Ντενάρο που έγραψε το 2017 με τίτλο «L’ Invisibile» (Ο Αόρατος), αναφέρει: «Αν ρωτούσατε πού είναι ο Ντενάρο, θα σας έλεγαν πως είτε είναι νεκρός είτε βρίσκεται κάπου στην επαρχία του Τράπανι. Δεν ήταν από εκείνους τους μαφιόζους που θα πήγαιναν για εγκατάσταση στο εξωτερικό, στη Βραζιλία ή στη Βόρεια Ευρώπη. Δεν χρειαζόταν να φτιάξει για τον εαυτό του ένα καταφύγιο, όπως έκαναν τα αφεντικά της Nτραγκέτα στην Καλαβρία. Ηταν προστατευμένος από την επικράτειά του».

Από την πλευρά της, η Γερμανίδα δημοσιογράφος Πέτρα Ρέσκι, η οποία ζει στην Ιταλία τα τελευταία τριάντα χρόνια κάνοντας εις βάθος, ριψοκίνδυνη ερευνητική δημοσιογραφία σχετικά με τη μαφία, στο βιβλίο της «The Honoured Society» (2017), ρίχνει φως σε κάποιες άλλες σκοτεινές πτυχές του: «Ο Ντενάρο συναντούσε γυναίκες από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις του Τράπανι σε ένα ξενοδοχείο, και ένα βράδυ δολοφόνησε τον ιδιοκτήτη του επειδή ένιωσε πως δεν του φέρθηκε με αρκετό σεβασμό. (…) Το αφεντικό απολάμβανε να πηγαίνει σε κομψά σπα και να στολίζει τον εαυτό του με ρολόγια Ρόλεξ. Το ψευδώνυμό του είναι “Diabolik”, το όνομα ενός ήρωα ιταλικών κόμικς, ενός εκλεπτυσμένου εγκληματία που ζει μια πολυτελή ζωή κλέβοντας διαμάντια, ένας κακός που όμως τηρεί έναν κώδικα τιμής». Ισως όμως το πιο ζωντανό, το πιο αντιπροσωπευτικό πορτρέτο του «Διαβολικού» να σκιαγραφείται μέσα από τις περιγραφές της Γερμανίδας δημοσιογράφου που αναφέρονται στην τεράστια δημοτικότητα που είχε στην ιδιαίτερη πατρίδα του: «Οι μαφιόζοι λατρεύουν τον Ντενάρο λες και είναι άγιος: “Θα ήθελα τόσο να τον συναντήσω, να τον αγγίξω, έστω και μόνο για μία φορά”, λένε οι θαυμαστές του στο τηλέφωνο, λες και μιλούν για την ίδια την Παναγία. Η δημοφιλία του ήταν τόσο μεγάλη που στους δρόμους του Παλέρμο και του Καστελβετράνο για κάποια περίοδο εμφανίζονταν μεγάλες τοιχογραφίες με τη μορφή του σε στυλ ποπ αρτ, συνοδευόμενες από τη φράση “θα τα πούμε σύντομα”».

«Αλλά ακόμη πιο ενδεικτικοί είναι οι μύθοι περί των “κατορθωμάτων” του Μεσίνα Ντενάρο», συνεχίζει η Πέτρα Ρέσκι, «που οι μαφιόζοι δεν χόρταιναν. Ελεγαν πως οδηγούσε μια Αλφα Ρομέο από την οποία με το πάτημα ενός κουμπιού ξεφύτρωναν οπλοπολυβόλα, πως είχε δηλώσει ότι μπορεί να γεμίσει νεκροταφείο με τα θύματά του ή πως είχε φυλάξει τον θησαυρό του αφεντικού Τοτό Ριίνα αφού τον συνέλαβαν, ένα θησαυρό που περιείχε όχι μόνο χρυσό αλλά και τα αρχεία της μαφίας, αλλά και ότι τον είχε κρύψει σε ένα υπόγειο κρησφύγετο κάτω από ένα κοσμηματοπωλείο στο Καστελβετράνο, στο οποίο έμπαινες μέσα από ένα θησαυροφυλάκιο, από το οποίο ξεκινούσε ένα ασανσέρ. Πάει καιρός που η Κόζα Νόστρα έχει να δημιουργήσει τέτοιο ποπ σταρ…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT