Οι πρώτες εικόνες με τους νεκρούς του νοσοκομείου Αλ Αχλι Αράμπ στη Γάζα αργά το βράδυ της Τρίτης (17/10) προκάλεσαν αυθόρμητες διαδηλώσεις στη μαροκινή πρωτεύουσα Ραμπάτ, έξω από το κτίριο της ισραηλινής πρεσβείας. Στο Αμμάν οργισμένοι διαδηλωτές προσπάθησαν να καταλάβουν τα γραφεία της ισραηλινής πρεσβείας. Μουσουλμάνοι πιστοί βγήκαν στους δρόμους της Τυνησίας, της Υεμένης, της Συρίας και του Λιβάνου. Ωστόσο οι διαδηλώσεις σε Ιορδανία και Μαρόκο, δύο χώρες που διατηρούν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ο κύριος στόχος των συνθημάτων στο Ραμπάτ και στο Αμμάν ήταν το Ισραήλ και οι βομβαρδισμοί του στη Γάζα. Ωστόσο, οι διαδηλωτές εμμέσως πλην σαφώς εκδήλωναν παράλληλα τη δυσαρέσκειά τους προς τις τοπικές πολιτικές ηγεσίες, που συνεχίζουν να συνδιαλέγονται με το εβραϊκό κράτος. Η πλειονότητα του ιορδανικού πληθυσμού είναι παλαιστινιακής καταγωγής και η απόφαση της μαροκινής μοναρχίας να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Αβραάμ (έναντι σημαντικών αμερικανικών ανταλλαγμάτων) δεν έθεσε υπό έλεγχο τις επικρίσεις πολλών κοινοβουλευτικών κομμάτων, που με δυσκολία διατηρούν τα προσχήματα έναντι του Παλατιού.
Προβληματισμός επικρατεί και στις κυβερνήσεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν, που και αυτές εξομάλυναν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Ενώ στα ΗΑΕ ο κίνδυνος εσωτερικών αναταράξεων είναι σαφώς μικρότερος λόγω της αυξημένης προληπτικής δράσης των κρατικών μηχανισμών ασφαλείας, στο Μπαχρέιν η κατάσταση φέρεται να είναι διαφορετική.
Η σουνιτική μοναρχία του Μπαχρέιν εκτιμάται ως ο «πιο αδύναμος κρίκος» του Περσικού κόλπου. Η πλειονότητα του πληθυσμού είναι σιίτες, με μεγάλο ποσοστό περσόφωνων, αυτοκαθοριζόμενοι ως «Ιρανοί μειονοτικοί», ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνται στη χώρα σωματεία ακτιβιστών που δεν ελέγχονται απόλυτα από το Παλάτι. Μέχρι προχθές τουλάχιστον, οι τοπικές Αρχές κατάφεραν να ελέγξουν την κατάσταση. Δεν πρέπει, όμως, να μας εκπλήξει το ενδεχόμενο η κυβέρνηση του Μανάμα να θελήσει ακόμα μία φορά τη συνδρομή του σαουδαραβικού στρατού – κάτι που συνέβη στην εποχή της «Αραβικής Ανοιξης».
Τέλος, οι προχθεσινές έντονες διαδηλώσεις που σημειώθηκαν στη Ραμάλα και σε άλλες πόλεις της Δυτικής Οχθης δεν στρέφονταν μόνο κατά του Ισραήλ, αλλά και εναντίον της κυβέρνησης της Παλαιστινιακής Αρχής και του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς προσωπικά. Η κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους λόγω του βομβαρδισμού στο νοσοκομείο της Γάζας εκτιμάται ότι αποτέλεσε πειστικό άλλοθι για την απόφαση του Αμπάς να ακυρώσει τη συμμετοχή του στην τετραμερή διάσκεψη στο Αμμάν, προτού αυτή ματαιωθεί διά στόματος του προέδρου Μπάιντεν. Οι παλαιστινιακές αρχές ασφαλείας καλούνται να επιτρέψουν στα πλήθη να εκφράσουν την οργή τους. Αναμφίβολα, όμως, θα κληθούν να προστατεύσουν τη διακυβέρνηση Αμπάς και να μην επιτρέψουν στους πυρήνες της Χαμάς να τολμήσουν να διεκδικήσουν την εξουσία. Φαίνεται πως και οι ισραηλινές αρχές ασφαλείας έλαβαν προληπτικά μέτρα, υποβοηθώντας τα κέντρα αποφάσεων της Ραμάλα. Ηδη κατά το διάστημα 12-17/10 ο ισραηλινός στρατός φέρεται να συνέλαβε πάνω από 500 στελέχη της Χαμάς στη Δυτική Οχθη, με επίκεντρο την Τζενίν και το Τουλκάρεμ.
Η εκατόμβη των θυμάτων του νοσοκομείου Αλ Αχλι Αράμπ ενδέχεται να αποτελέσει την απαρχή μιας έκρυθμης περιόδου στις σχέσεις μεταξύ πολύ συγκεκριμένων αραβικών ηγεσιών έναντι των πολιτών τους.
* Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.