Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στην «Κ»: Στα κιμπούτς του Νότου, στα σπίτια των νεκρών

Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στην «Κ»: Στα κιμπούτς του Νότου, στα σπίτια των νεκρών

Το οδοιπορικό του φιλοσόφου στα χωριά που δέχτηκαν την εισβολή και οι συνομιλίες του με πολίτες και στρατιώτες

8' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο πόλεμος, δυστυχώς. Οπως στον Πόλεμο των Εξι Ημερών… Οπως στο Γιομ Κιπούρ… Οπως στους πολέμους του Λιβάνου και στους πρώτους πολέμους της Γάζας. Φθάνει, εκείνη τη μοιραία 7η Οκτωβρίου, η είδηση ενός πογκρόμ που ήταν σε εξέλιξη σε μια χώρα που οι Εβραίοι αισθάνονται ασφαλείς. Και, όπως κάθε φορά εδώ και μισό αιώνα, για να τηρήσω την αρχή μου να βρίσκομαι εκεί, ακριβώς εκεί, στο πλευρό αυτού του Ισραήλ που έχει την ίδια ηλικία με εμένα, εύθραυστο και δυνατό, αμφιλεγόμενο ως προς την ίδια του την ύπαρξη, αλλά ταυτόχρονα αδιατάρακτα δημοκρατικό, πήρα το πρώτο αεροπλάνο.

Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στην «Κ»: Στα κιμπούτς του Νότου, στα σπίτια των νεκρών-1Πάω στην Ασντόντ, την Ασκελόν, αυτές τις ισραηλινές πόλεις κοντά στη Λωρίδα της Γάζας όπου χτυπούν οι σειρήνες και οι λιγοστοί οδηγοί σταματούν στη μέση του δρόμου για να πηδήξουν και να κρυφτούν στα χαντάκια.

Κάνω μια παράκαμψη προς την Μπερ Σεβά, ανατολικότερα, στην «πύλη της ερήμου», στο Ιατρικό Κέντρο Σορόκα όπου ένα κομβόι από ελικόπτερα, στρατιωτικά και πολιτικά, φέρνουν τραυματίες με έναν τρομερό ρυθμό. Κι έπειτα επιστρέφω στη Σντερότ, η οποία, από όλες τις πόλεις του Νότου, είναι η πιο εκτεθειμένη κάθε φορά που ξεσπάει πόλεμος. Εκεί συνειδητοποιώ ότι έχω δει την πόλη μόνο κάτω από βροχές πυραύλων.

Πώς μοιάζει, άραγε, η Σντερότ όταν τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο, όταν μπορούν να γελάσουν και να παίξουν, και δεν είναι, όπως σήμερα, στριμωγμένα σε υπόγεια, όπου παρά το παχύ τσιμέντο μπορούν ακόμη να ακούσουν το σφύριγμα των ρουκετών; Ποια είναι η πραγματική όψη της Σντερότ όταν δεν βρίσκεται στη μέση της άδειας λεωφόρου Μεναχέμ Μπεγκίν, με θέα το πρησμένο σώμα ενός τζιχαντιστή με τα πόδια του μαύρα και γυμνά και το όπλο του ακόμη κοντά του. Ενός τζιχαντιστή που σκοτώθηκε τις τελευταίες ώρες της επίθεσης και δεν έχει προλάβει κάποιος να τον σκεπάσει, όπως τους άλλους πιο πέρα, με μια κουβέρτα ή έναν μουσαμά;

Και ποιος είναι ο Γιόσι, 83 ετών, όταν δεν έχει περάσει την προηγούμενη νύχτα στο κελάρι του σπιτιού του ακούγοντας, πάνω από το κεφάλι του και τα κεφάλια των εγγονιών του, τα βήματα των δολοφόνων που τον ψάχνουν – ξέρουν ότι είναι εκεί, φωνάζουν το όνομά του, φωνάζουν και τα παιδιά με τα ονόματά τους. Κι εκείνος τα προτρέπει σιωπηλά, με το δάχτυλο στα χείλη του, να μην απαντήσουν, ούτε να κλάψουν.

Σήμερα το πρωί η Σντερότ είναι μια νεκρή πόλη. Οι λεωφόροι της είναι μια σειρά από πονεμένες, έρημες λωρίδες όπου αναρωτιέται κανείς για ποιον λάμπει ο ήλιος σε αυτόν τον ασυνήθιστα ζεστό Οκτώβριο.

Ο επικεφαλής του πυροσβεστικού σταθμού της πόλης πυροβολήθηκε από κοντινή απόσταση, ενώ έδινε μάχη με τη φωτιά σε ένα σπίτι όπου βρισκόταν εγκλωβισμένο ένα ζευγάρι αναπήρων. Στην κηδεία του, στην αίθουσα διοίκησης του στρατώνα, συναντάμε μερικούς ανθρώπους: τον δήμαρχο, που δείχνει αφηρημένος μέσα στο υπερμέγεθες αλεξίσφαιρο γιλέκο του, κάποιους ελεύθερους σκοπευτές τοποθετημένους στην είσοδο, που με τη σειρά τους αποτίουν τα σέβη τους στον νεκρό, τους συμπολεμιστές του, με τα ζυγωματικά στραπατσαρισμένα και τα μάτια υγρά στις τεράστιες κόγχες τους, ενωμένους σε μια θλίψη χωρίς λέξεις – και αυτή την έκφραση που λέει ότι οι Εβραίοι δεν ήρθαν για να κάνουν πόλεμο, αλλά για να προσευχηθούν, να μελετήσουν, να χτίσουν βιβλιοθήκες και μερικές φορές να σβήσουν τις φωτιές που άναψαν άνθρωποι με μίσος.

Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στην «Κ»: Στα κιμπούτς του Νότου, στα σπίτια των νεκρών-2

Αυτοψία σε μια χώρα πληγωμένη

Εκτός από το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί επισκέφθηκε πόλεις πολύ κοντά στη Λωρίδα της Γάζας, που δέχθηκαν επίθεση.

Πόλη-φάντασμα

Αυτή η ατμόσφαιρα της πόλης-φάντασμα, ο θάνατος παντού, αυτό το κουφάρι ενός αστυνομικού τμήματος που έπρεπε να καταστραφεί για να φύγουν και οι τελευταίοι τρομοκράτες, και το παράξενο θέαμα του δημοσιογράφου της «Χααρέτζ», Γκίντεον Λεβί, να συνομιλεί φιλικά με έναν στρατιώτη που φοράει την κιπά του – όλα αυτά μου ραγίζουν την καρδιά.

Oμως το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής μου είναι τα κιμπούτς του Νότου. Εκεί όπου οι ισλαμιστές της Χαμάς πραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη σφαγή τους. Καθώς μπαίνω στο Κφαρ Αζά, ο στρατός έχει μόλις τελειώσει με την περισυλλογή των πτωμάτων. Εγώ όμως βρίσκομαι με μια ομάδα της Ζάκα, ενός οργανισμού λίγο-πολύ ενσωματωμένου στον στρατό, αποστολή του οποίου είναι να βρίσκει υπολείμματα ανθρώπινων σωμάτων και να τα παραδίδει για μια εβραϊκή κηδεία με όλες τις τιμές. Ανάμεσά τους βρίσκονται πολίτες και στρατιώτες. Aνθρωποι θυμωμένοι με τις παραλείψεις της κυβέρνησης κι ένας κύριος ο οποίος, στο διάλειμμα για καφέ στην αυλή ενός κατεστραμμένου σπιτιού που έχει μετατραπεί σε αρχηγείο, εξηγεί πως κανείς ποτέ δεν μπορεί να κάνει κάτι για να σταματήσει τη μανία του όχλου.

Ανάμεσά μας υπάρχουν πιστοί, κληρικοί αλλά και κοσμικοί, οι οποίοι μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα έδιναν αγώνα για να εξαιρεθούν από τη στρατιωτική θητεία, αλλά που, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, έτρεξαν να πολεμήσουν ως έφεδροι, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε.

Κανείς δεν αναρωτιέται πλέον στ’ αλήθεια ποιος πιστεύει τι και ποιος όχι. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα συμφιλίωσης.

Και το μόνο που μετράει είναι ο ιερός σκοπός του να φθάσουμε όσο το δυνατόν πιο κοντά στον φράχτη από όπου μπήκαν οι επιτιθέμενοι. Να βρούμε ένα κομματάκι καμένης σάρκας, ένα πέλμα παγιδευμένο ακόμη στο παπούτσι του, κάποιο ίχνος DNA, έστω μία σταγόνα αίματος.

Με διατάζουν να μπω σε ένα σπίτι, ανοιχτό από παντού. Ολοι οι ένοικοί του είναι νεκροί με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Πυροβολημένοι στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Κάποιους τους αποτελείωσαν με μαχαίρι.

Πολύ γρήγορα χρειάζεται όμως να σταματήσουμε καθώς πέφτουμε πάνω στο άψυχο κορμί ενός τζιχαντιστή που φοβόμαστε ότι μπορεί να είναι παγιδευμένο με εκρηκτικά.

Επειτα, σχεδόν αμέσως, ξεσπάει μια στιγμή πανικού. Ακούγονται διαφορετικές εντολές που η μία αναιρεί την άλλη. Δύο τρομοκράτες έχουν εκ νέου εισβάλει στα εδάφη μας. Στρέφουμε το βλέμμα στον ουρανό και βλέπουμε ένα drone σαν γεράκι. Καταφθάνει μια ομάδα στρατιωτών και αμέσως παίρνει θέσεις μάχης. Κάποιοι πέφτουν μπρούμυτα στο έδαφος, άλλοι σκαρφαλώνουν σε ταράτσες και κάποιοι κινούνται προς τον φράχτη, από όπου βλέπουμε να πετάγονται σπίθες.

Κι εμένα με διατάζουν να μπω σε ένα σπίτι, ανοιχτό από παντού. Ολοι οι ένοικοί του είναι νεκροί με τα χέρια δεμένα στην πλάτη. Πυροβολημένοι στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Κάποιους τους αποτελείωσαν με μαχαίρι. Εδώ θα χρειαστεί να μείνω τις επόμενες δύο ώρες μη ξέροντας τι να κάνω πέρα από το να ακούω έναν γείτονα που γλίτωσε να μου μιλάει για την επίθεση και να με οδηγεί από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Το ταβάνι μαυρισμένο από τις εκρήξεις, οι τοίχοι διάτρητοι από τις σφαίρες, ο καναπές ριγμένος ανάποδα στην άκρη του σαλονιού. Στο δωμάτιο των παιδιών τα μπλοκ ζωγραφικής είναι ακόμη ανοιχτά και μια πλαστική γάτα με μπαταρίες νιαουρίζει κάθε μισή ώρα. Στην κουζίνα ένα άθικτο πιάτο με σοκολατάκια κι ένα σιρόπι για τον βήχα. Και στο τέλος του διαδρόμου το «δωμάτιο ασφαλείας». Οι τζιχαντιστές δεν κατάφεραν να ανοίξουν τη βαριά πόρτα και της έριξαν χειροβομβίδα. Το μόνο που έχει απομείνει είναι τσιμεντόλιθοι και ματωμένα σίδερα.

Ποτέ δεν φανταζόμουν πως άψυχα αντικείμενα θα μπορούσαν να μου προκαλέσουν τέτοια συναισθήματα.

Οι σπάνιες ουτοπίες

Τι είναι όμως το Κφαρ Αζά; Και τι κοινό έχει με το Σαάντ, το Μπέερι, το Ρέιμ και τις άλλες μαρτυρικές πόλεις σε αυτή την περιοχή του Ισραήλ; Λοιπόν, δεν είναι απλώς πόλεις. Ούτε είναι απλώς χωριά. Είναι τα κιμπούτς, οι αγροτικές κοινότητες. Χαρακτηριστικές του πρώτου Ισραήλ και αυτού που υπάρχει εδώ σήμερα. Είναι τα ζωντανά απομεινάρια του φιλελεύθερου Ισραήλ, του οποίου οι κάτοικοι συχνά ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ειρήνης με τους Παλαιστινίους.

Η Χαμάς εναντίον των κιμπούτς. Οι ισλαμιστές εναντίον των οπαδών μιας από τις σπάνιες ουτοπίες του 20ού αιώνα που άντεξε. Αυτό είναι και το νόημα αυτού του πολέμου που αρχίζει.

Μια μέρα με εκτεταμένους πολεμικούς συναγερμούς, κατά την οποία ο «Σιδηρούς Θόλος» (Iron Dome) δούλευε ασταμάτητα, συνάντησα στο Τελ Αβίβ τον πρώην αναπληρωτή πρωθυπουργό Μπένι Γκαντζ, έναν ταξίαρχο με άψογο μητρώο, θρυλικό αλεξιπτωτιστή που, πριν από 30 χρόνια, ήταν υπεύθυνος για την επιχείρηση Salomon, η οποία επαναπάτρισε τους Εβραίους της Αιθιοπίας.

«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το κράτος των Εβραίων, που απειλείται από κάθε σύνορο, βρίσκεται στα πρόθυρα πολέμου. Και πρέπει να έχουμε κατά νου ότι υπάρχουν δύσκολες ώρες –και σήμερα είναι μία από αυτές!– όπου ολόκληρο το Ισραήλ, κάτω από τη διπλή πίεση των εχθρών από έξω και από μέσα, κινδυνεύει να βυθιστεί».

Με αυτά τα λόγια σηκώνεται όρθιος. Συνεχίζει να μου διηγείται ακούραστα μια σειρά από υπέροχες και συγκλονιστικές ιστορίες:

Ενας φίλος, στρατηγός εν αποστρατεία, που παίρνει το αυτοκίνητό του με το όπλο στο χέρι για να πάει να σώσει την οικογένειά του που πολιορκείται στο κιμπούτς… Ενας αξιωματικός που σχεδιάζει την απελευθέρωση ενός άλλου κιμπούτς, όταν πληροφορείται ότι ο γιος του είναι ανάμεσα στους πρώτους νεκρούς. Παίρνει δέκα λεπτά για να συνέλθει και να κλάψει κι ύστερα συνεχίζει, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Και μετά οι όμηροι. Ο αριθμός τους αυξάνεται διαρκώς. Και η διάσωσή τους είναι ιερή.

Για τον Γκαντζ, όπως και για τον πρόεδρο του κράτους, δεν υπάρχει αμφιβολία: οι Παλαιστίνιοι δεν είναι εχθροί του Ισραήλ. Η Χαμάς, ωστόσο, πρέπει να καταστραφεί. Αντίπαλοι του Νετανιάχου που τον καλούσαν να παραιτηθεί και τώρα απρόθυμα τον αναγνωρίζουν ως αρχιστράτηγό τους. Υποστηρικτές του Νετανιάχου. Εβραίοι που φορούν τεφιλίν [μικρά δερμάτινα κουτάκια με αποσπάσματα από την Τορά] και εκείνοι που δεν φορούν.

Δεν έχω ακούσει κανέναν από αυτούς να αρνείται ότι αυτός ο πόλεμος, δυστυχώς, είναι δίκαιος και πρέπει να κερδηθεί.

Ο διάλογος με τον πρόεδρο

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη μορφή που θα πάρει η χερσαία επίθεση της Τσαχάλ (του ισραηλινού στρατού). Αν θα είναι μαζική ή στοχευμένη, μακροχρόνια ή σύντομη, ακόμη κι αν τελικά θα γίνει.

Oμως, στην Ιερουσαλήμ συνάντησα τον Ισαάκ Χέρτσογκ, τον 11ο πρόεδρο του κράτους, ο οποίος, κατ’ αρχάς, έχει μόνο συμβολική εξουσία, αλλά που η αντίδρασή του στις πολιτικές του Νετανιάχου, σε συνδυασμό με την προσωπική του αύρα, τον έχει καταστήσει κεντρική φιγούρα στην εθνική πολιτική σκηνή.

Ούτε μια φορά δεν μου μίλησε για «εκδίκηση», καθώς περπατούσαμε στον κήπο της προεδρικής κατοικίας. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Oχι, αυτός ο πρώην δικηγόρος, βουτηγμένος στην εβραϊκή κουλτούρα και στον ανθρωπισμό, δεν έχασε ούτε για ένα δευτερόλεπτο το μέτρο και τη συγκέντρωσή του. Πάντοτε έτσι ήταν.

Oμως, αισθάνομαι ότι ανησυχεί. Eχει γένια τριών ημερών και, πίσω από τα λεπτά γυαλιά του, μία όψη αϋπνίας που δεν έχω ξαναδεί. Είναι πεπεισμένος ότι η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου είναι η «χειρότερη τραγωδία στη νεότερη Ιστορία του Ισραήλ». Κι έχει πλέον μία βεβαιότητα: η Χαμάς δεν είναι «ούτε μια οργάνωση αντίστασης ούτε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, αλλά μία δίδυμη αδελφή του Ισλαμικού Κράτους».

Ο δυτικός κόσμος, λέει με μια υποψία συγκρατημένου θυμού στη φωνή του, βρίσκεται μπροστά στη «στιγμή της αλήθειας» του: θα καταλάβει ότι είναι αδύνατον να μην τιμωρήσει τους «σφαγείς παιδιών» στο μουσικό φεστιβάλ Supernova; Θα διασφαλίσει ο ίδιος, μαζί με το Ισραήλ, ότι «εκείνοι που έδωσαν την εντολή γι’ αυτή την κτηνωδία δεν θα έχουν ποτέ ξανά την ευκαιρία να το επαναλάβουν»;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT