Από την πρώτη ημέρα που άρχισε αυτός ο πόλεμος, δεν υπάρχει σπίτι στο Ισραήλ που να μην έχει αναμμένη την τηλεόραση από νωρίς το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Η αναμμένη τηλεόραση, ακόμα και με χαμηλωμένο τον ήχο, έχει καταστεί εδώ και χρόνια το «απαραίτητο gadget» κάθε έκτακτης κατάστασης, είτε αυτή είναι «ακόμα μία στρατιωτική αναμέτρηση με τη Γάζα» είτε λέγεται πανδημία, πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση, κυβερνητική κρίση και διαδηλώσεις. Οσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, όποιος Ισραηλινός σήμερα δεν φορά τα χακί, είναι κατ’ αρχήν τηλεθεατής και μετά όλα τα υπόλοιπα.
Στο Ισραήλ, η τηλεόραση άρχισε να αποκτά κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα των ανθρώπων αφότου ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα τον Δεκέμβριο του 1987, όταν η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσε με επικριτική διάθεση τη δράση του ισραηλινού στρατού. Το δημοσιογραφικό επιτελείο του (ενός και μοναδικού, τότε) κρατικού καναλιού αντιμετώπιζε το εξής δίλημμα: είτε θα «αγνοούσε» την καθημερινή αναμέτρηση του στρατού με τους εξεγερμένους Παλαιστινίους στη Γάζα και στη Δυτική Οχθη, ακολουθώντας ίσως το παράδειγμα της Συρίας και του τότε προέδρου της, Χάφεζ Ασαντ, που προσπάθησε να κρύψει τις στρατιωτικές επιδρομές στην πόλη Χάμα το 1982 -τη στιγμή που όλος ο κόσμος ήξερε τι συνέβαινε εκεί- είτε θα κάλυπτε η ίδια η ισραηλινή τηλεόραση όσα συνέβαιναν προκειμένου να έχει στοιχεία που θα στήριζαν τον σχολιασμό της, αντιπαραθέτοντάς τον με όσα διεθνή πρακτορεία θα μετέδιδαν.
Από την άλλη, οι ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονταν στη χώρα μετέδιδαν ήδη με τις τηλεοπτικές τους κάμερες τα όσα πολλά συνέβαιναν. Εάν η ισραηλινή κρατική τηλεόραση θα επέλεγε τη «συριακού τύπου» αποσιώπηση, μοιραία θα δημιουργούσε ένα κενό το οποίο, αργά ή γρήγορα, θα γέμιζε με ξένα ρεπορτάζ αμφίβολης εγκυρότητας.
Ετσι, η κρατική ισραηλινή τηλεόραση επέλεξε τη δεύτερη λύση: τη δημοσιογραφική κάλυψη της πρώτης Ιντιφάντα, παρέχοντας πλέον η ίδια στην EBU τηλεοπτικά πλάνα από τις οδομαχίες των παλαιστινιακών πόλεων – τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν οι ξένες τηλεοράσεις, συνοδεύοντάς τα με σχολιασμό κάθε άλλο παρά κολακευτικό για το Ισραήλ. Αυτή την «παράπλευρη απώλεια» η κρατική ισραηλινή τηλεόραση την αποδέχθηκε, ίσως επειδή τότε δεν υπήρχαν τα δορυφορικά πιάτα ή το Ιντερνετ.
Το βραδινό δελτίο έδειχνε στους πολίτες της χώρας τα γεγονότα που διαδραματίζονταν με ρεπορτάζ που τα επιμελούνταν ο Ραφίκ Χάλαμπι, αραβόφωνος δημοσιογράφος και Δρούζος στην καταγωγή, που από ένα σημείο και μετά έπαιρνε συνεντεύξεις και δηλώσεις από Παλαιστινίους που συμμετείχαν ενεργά στις τότε κινητοποιήσεις. Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η ουδέτερη περιγραφική – δημοσιογραφική γλώσσα του δεν τον κατέστησε persona non grata στις γειτονιές των οδομαχιών. Αυτό δεν αποκλείεται να οφείλεται στο ότι ο Χάλαμπι ήταν αθλητικογράφος, εξίσου αγαπητός σε Εβραίους και Αραβες. Από την άλλη, τα γεγονότα που κατέγραφε στα ρεπορτάζ του, μετέπειτα τύγχαναν σχολιασμού από δημοσιογράφους στο στούντιο, οι οποίοι και εξέφραζαν, όπως ήταν φυσικό, την ισραηλινή θεώρηση της πραγματικότητας. Κατά την πρώτη Ιντιφάντα ο σχολιασμός ήταν στοχευμένος. Αποσιώπηση δεν υπήρξε.
Ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991 υπήρξε σταθμός για την ισραηλινή τηλεόραση. Η υπηρεσία πολιτικής άμυνας του στρατού την αξιοποίησε όσο ποτέ. Ο εκπρόσωπος Τύπου του στρατού -και νυν βουλευτής-, Νάχμαν Σάι, έγινε σε μια νύχτα το πιο γνώριμο πρόσωπο στη χώρα. Οι σειρήνες ακούγονταν πλέον από την τηλεοπτική οθόνη. Οι τηλεοπτικές οδηγίες χρήσης της αντιασφυξιογόνου μάσκας έμειναν χαραγμένες στη μνήμη όσων πέρασαν αυτή την περιπέτεια. Η τηλεόραση κέρδισε τη δική της θέση στο καταφύγιο. Ηταν άλλωστε η εποχή του CNN, που ανήγαγε εκείνον τον πόλεμο σε τηλεοπτικό προϊόν. Οι μαραθώνιες ζωντανές μεταδόσεις του ισραηλινού κρατικού καναλιού αποτέλεσαν την απαρχή αυτού που βλέπει σήμερα ο Ισραηλινός τηλεθεατής.
Ενας δεύτερος σημαντικός σταθμός για τον τρόπο με τον οποίο η ισραηλινή τηλεόραση κάλυπτε έναν πόλεμο, ήταν εκείνος του καλοκαιριού του 2006. Ο γνωστός σήμερα στο Ισραήλ ως «δεύτερος πόλεμος του Λιβάνου», ήταν η πρώτη δυναμική αναμέτρηση του Ισραήλ με τη Χεζμπολάχ. Παραμονές εκείνου του πολέμου, είχαν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια οικονομικά σκάνδαλα με εμπλεκόμενο τον τότε πρωθυπουργό Εχούντ Ολμερτ, προκαλώντας σοβαρές αντικυβερνητικές κορώνες τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις κρατικές συχνότητες. Επικρίσεις ακούγονταν και για τον τρόπο με τον οποίο είχε διαχειριστεί η τότε κυβέρνηση όσα προηγήθηκαν του πολέμου εκείνου. Η στρατιωτική μηχανή αποδείχθηκε αμήχανη. Σ’ εκείνη την περίοδο, όμως, συνέβη η ανατροπή – και ξαφνικά, με την απαρχή του πολέμου εκείνου, κάθε άποψη που επέκρινε την κυβέρνηση εξαφανίστηκε εν μία νυκτί. Σκάνδαλα και διαρροές από τις ανακρίσεις ξεχάστηκαν. Εκ των υστέρων πολλά ειπώθηκαν για το πώς καλύφθηκε ο πόλεμος εκείνος. Πολλά μάλιστα δεν τιμούν την ισραηλινή δημοσιογραφία. Κατ’ άλλους, η δημοσιογραφική ομοφωνία εν καιρώ πολέμου επιβάλλεται. Οι απόψεις ακόμα διίστανται.
Ο τωρινός πόλεμος καλύπτεται τηλεοπτικά, για άλλη μια φορά, 24 ώρες το 24ωρο. Αλήθειες και ψέματα, εικόνες και ήχοι. Μελλοντικές αναμνήσεις εδώ και μέρες μεταδίδονται σε απευθείας σύνδεση.
Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ