Εκλογές στην Ταϊβάν: Τα «προπύλαια» ενός κρίσιμου έτους

Εκλογές στην Ταϊβάν: Τα «προπύλαια» ενός κρίσιμου έτους

Το «εκλογικά πυκνό» 2024 ξεκινά από την Ταϊβάν, στις 13 Ιανουαρίου

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε λιγότερο από έναν μήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2024, διεξάγονται προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ταϊβάν. Τρόπον τινά, η αναμέτρηση αυτή θα εγκαινιάσει ένα πολύ κρίσιμο έτος για το σύνολο της υφηλίου. Στη συνέχεια, οι ευρωεκλογές το ερχόμενο καλοκαίρι, όπως και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ προς το τέλος του 2024, θα καθορίσουν εν πολλοίς τον συσχετισμό δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι δύο πολεμικές συρράξεις στην Ουκρανία και τη Γάζα, ενώ όλοι απεύχονται το ενδεχόμενο να αυξηθεί η ένταση γύρω από την Ταϊβάν. Ολες οι εν λόγω εξελίξεις συνδέονται μεταξύ τους και, υπό αυτήν την έννοια, μια νέα κρίση ως απόρροια των εκλογών στην Ταϊβάν αναπόφευκτα θα επηρέαζε και τα άλλα μέτωπα.

Το καθεστώς της Ταϊβάν

Η Δημοκρατία της Κίνας, όπως είναι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν, ιδρύθηκε από το εθνικιστικό κόμμα Κουομιντάνγκ του Τσιαγνκ Κάι-Σεκ μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην ηπειρωτική Κίνα. Εκτοτε, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) σταθερά διεκδικεί την Ταϊβάν ως αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς της.

Εδώ και ογδόντα χρόνια περίπου, το καθεστώς της de facto αυτόνομης νήσου δεν έχει διευκρινιστεί. Παρά την αναγνώριση της κομμουνιστικής Κίνας από την Ουάσιγκτον το 1979, παραμένει σε ισχύ η μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική αμφισημίας ως ένα δόγμα διπλής ανάσχεσης. Με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αποτρέψουν τη βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα να αποθαρρύνουν και την Ταϊπέι από την ανακήρυξη ανεξαρτησίας.

Εκλογές στην Ταϊβάν: Τα «προπύλαια» ενός κρίσιμου έτους-1
(AP Photo/Chiang Ying-ying)

H Ε.Ε. επίσης έχει υιοθετήσει την «πολιτική της μίας Κίνας» (one-China policy), εφόσον όμως η ενοποίηση πραγματοποιηθεί με ειρηνικά μέσα και απολύτως συναινετικά. Σημειώνεται ότι το Πεκίνο προβάλλει την «αρχή της μίας Κίνας» (one-China principle) η οποία όμως δεν απορρίπτει τη χρήση βίας. Η λεπτή αυτή διαφορά δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτή από τις ελληνικές κυβερνήσεις, όπως φαίνεται από την υιοθέτηση της κοινής δήλωσης κατά την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2019.

Η προεκλογική ατζέντα των υποψηφίων

Τη θέση της απερχόμενης προέδρου Τσάι Ινγκ-Γουέν διεκδικούν οι υποψήφιοι τριών κομμάτων: ο νυν αντιπροεδρος Λάι Τσινγκ-Τε του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (ΔΠΚ), ο Χου Γιου-Γι του Κουομιντάνγκ (KMT) και ο Κο Γουέν-Τζε του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν (ΛΚΤ).

Ο Λάι τονίζει την επιλογή μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού, κάνοντας σαφή αναφορά στα διαφορετικά πολιτικά συστήματα της Ταϊβάν και της ΛΔΚ. Ταυτόχρονα, όμως, αποφεύγει επιμελώς να μιλήσει για «ανεξαρτησία», ισχυριζόμενος –όπως και η πρόεδρος Τσάι– ότι εν τοις πράγμασι η Ταϊβάν είναι ήδη ανεξάρτητη.

Oι δύο υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κατηγορούν το ΔΠΠ για εμπρηστική ρητορική που μπορεί να οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη με την ΛΔΚ λόγω της απόρριψης της επίσημης πολιτικής του Πεκίνου περί ενός και μοναδικού κινεζικού έθνους. Ο Χου του KMT σχοινοβατεί ανάμεσα στην επιδίωξη για πιο στενές σχέσεις με την ηπειρωτική Κίνα και την προσπάθεια η θέση του αυτή να μην είναι τόσο προφανής. Ο Κο του ΛΚΤ τοποθετείται μεταξύ της επαναπροσέγγισης με την ΛΔΚ και της αποσύνδεσης από αυτήν.

Ο Χου του ΚΜΤ και ο Κο του ΛΚΤ απέτυχαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε κοινή εκστρατεία κατά του Λάι, παρά τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι η σύμπραξη των δύο κομμάτων θα τούς εξασφάλιζε την νίκη με 60%. Ως αποτέλεσμα, είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τις διαθέσεις του κατακερματισμένου εκλογικού σώματος.

Αλλωστε, η Ταϊβάν έχει προϊστορία έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων και συχνά απρόβλεπτων εκλογικών αποτελεσμάτων. Π.χ. τον Μάρτιο του 2004, ο τότε πρόεδρος Τσεν Σούι-Μπιέν και η αντιπρόεδρος Αννέτ Λου που διεκδικούσαν την επανεκλογή τους τραυματίστηκαν κατά την απόπειρα δολοφονίας τους. Τελικά, το δίδυμο επενεξελέγη, εν μέσω ενός ορυμαγδού θεωριών συνωμοσίας.

Το Πεκίνο έχει αποκαλέσει τον Λάι «αποσχιστή» και «πολεμοχαρή», ενώ μετά βίας κρύβει την προτίμησή του για τον υποψήφιο του KMT. Την ίδια στιγμή, όμως, η κινεζική κυβέρνηση κινείται προσεκτικά, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η απροκάλυπτη στήριξη του Χου ενδέχεται να προκαλέσει αντισυσπείρωση εναντίον του και να ευνοήσει τον Λάι.

Πιθανά σενάρια και επιπτώσεις

Τρία είναι τα βασικά ενδεχόμενα που προκρίνονται σε πλήθος αναλύσεων.

Πιο ακραίο –και λιγότερο πιθανό– θεωρείται το σενάριο ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ της ΛΔΚ και της Ταϊβάν τους επόμενους μήνες, ως αποτέλεσμα της επικράτησης του Λάι και ιδιαίτερα σε περίπτωση που η Ταϊπέι προβεί σε ενέργειες που ισοδυναμούν με την κήρυξη ανεξαρτησίας της νήσου.

Η επικράτηση του υποψηφίου του ΚΜΤ ή του ΛΚΤ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας ήπιας επαναπροσέγγισης με το Πεκίνο, αν και η απορρόφηση της Ταϊβάν από την ηπειρωτική Κίνα φαντάζει αδύνατη στο ορατό μέλλον. Για αυτό, λοιπόν, το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει τη συνέχιση της πορείας της Ταϊβάν ως de facto ξεχωριστής οντότητας, εν μέσω τεταμένων σχέσεων με το Πεκίνο.

Μια μεγάλη κρίση με επίκεντρο την Ταϊβάν δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το Πεκίνο ούτε την Ουάσιγκτον εντός του 2024. Οι μεν ΗΠΑ κινδυνεύουν από το «σύνδρομο της υπερεξάπλωσης», με τη βοήθεια που προσφέρουν –με αυξανόμενες δυσκολίες– στην Ουκρανία, ενώ έχουν ήδη δεσμεύσει σημαντικούς στρατιωτικούς πόρους και πολιτικό κεφάλαιο στη Μέση Ανατολή εξαιτίας της κρίσης στη Γάζα. Αλλη μια κρίση είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε ο Αμερικανός πρόεδρος εν μέσω της προεκλογικής του εκστρατείας.

Η δε Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις σοβαρότερες προκλήσεις εδώ και τέσσερις δεκαετίες, λόγω της εξάντλησης του οικονομικού της μοντέλου και της δύσκολης προσπάθειας να στραφεί προς ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο. Η ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας μετά την πανδημία παραμένει αναιμική και προκαλεί μεγάλη ανησυχία στις αρχές η φυγή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Η σύνθετη ταυτότητα της Ταϊβάν

Ωστόσο, οι σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι δεν καθορίζονται μόνο από τον σινο-αμερικανικό ανταγωνισμό και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ και της ΛΔΚ. Σημαντική παράμετρος σε αυτήν τη σύνθετη εξίσωση είναι και η ίδια η Ταϊβάν, με 23,5 εκατομμύρια κατοίκους, πολύ προηγμένη οικονομία και δημοκρατικό πολίτευμα. Εδώ και μια τριακονταετία περίπου, συντελούνται βαθιές αλλαγές στην κοινωνία της αυτοδιοικούμενης νήσου, με αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στην Ταϊβάν και την κομμουνιστική Κίνα.

Προϊόντος του χρόνου, εμπεδώνεται η σταδιακή διαμόρφωση μιας διακριτής ταυτότητας της Ταϊβάν, διαφορετικής από την κινεζική. Αυτή η τάση προκαλεί μεγάλο πονοκέφαλο στις αρχές της ΛΔΚ, οι οποίες αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ τους και η ειρηνική «επανένωση» καθίσταται ολοένα και δυσχερέστερη.

Πρόσφατη κοινωνιολογική έρευνα στην Ταϊβάν δείχνει ότι μόλις 2,5% των κατοίκων της αυτοδιοικούμενης νήσου αυτοπροσδιορίζονται ως Κινέζοι, 30,5% ως Κινέζοι και Ταϊβανέζοι συγχρόνως, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων –κατά 63%– δηλώνει ως μοναδική ταυτότητα την ταϊβανέζικη. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της έρευνας, μόλις 1,6% επιθυμεί την ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα.

Αλλά εκτός από το θέμα της εθνικής ταυτότητας, είναι πολύ σημαντικό και το σύστημα διακυβέρνησης. Η Ταϊβάν έχει μια ανοικτή κοινωνία που λειτουργεί με κανόνες πολύ διαφορετικούς από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και την κοινωνική ομογενοποίηση που προωθούνται από την κυβέρνηση της ΛΔΚ.

Για αυτούς τους λόγους η φόρμουλα «μία χώρα, δύο συστήματα» δεν ήταν ποτέ ελκυστική για την Ταϊβάν, ιδίως μετά τις ταραχές του 2019 στο Χονγκ Κονγκ. Η κατ’ ουσίαν υπαγωγή του μέχρι πρότινος αυτόνομου και φιλελεύθερου θύλακα στη δικαιοδοσία του Πεκίνου αποτέλεσε την ταφόπλακα στα σχέδια για ειρηνική ένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα, έστω και με ξεχωριστά προνόμια. Αλλωστε, το άδοξο τέλος του δόγματος «μία χώρα, δύο συστήματα» ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους για την επανεκλογή της νυν προέδρου Τσάι τον Ιανουάριο του 2020.

Αναπόφευκτες οι εντάσεις στην ανατολική Ασία

Τέλος, ανεξαρτήτως της έκβασης των επικείμενων εκλογών, εκτιμάται ότι ο κίνδυνος κλιμάκωσης της έντασης γύρω από την Ταϊβάν θα παραμείνει υψηλός. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται σταθερά οι ασκήσεις των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων γύρω από την Ταϊβάν, με αποκορύφωμα τον πολυήμερο αεροναυτικό αποκλεισμό της αυτοδιοικούμενης νήσου μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι τον Αύγουστο του 2022.

Υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι που καθιστούν την Ταϊβάν την πιο επικίνδυνη εστία ανάφλεξης παγκοσμίως. Εκτός από την παγκόσμια πρωτιά των ταϊβανέζικων επιχειρήσεων στον τομέα των ημιαγωγών με προφανείς γεωοικονομικές προεκτάσεις, η Ταϊβάν έχει πολύ μεγάλη πολιτική και γεωστρατηγική σημασία: 

Είναι ακρογωνιαίος λίθος του αφηγήματος για την «εθνική αναγέννηση» της Κίνας, αλλά και της πολιτικής νομιμοποίησης της ηγεσίας της ΛΔΚ. Οπως έχει δηλώσει ο Τσούι Τιενκάι, πρώην Κινέζος πρέσβης στις ΗΠΑ, η Ταϊβάν είναι «ζήτημα ζωής ή θανάτου» για το Πεκίνο.

Η Ταϊβάν αποτελεί κρίκο της –υπό αμερικανικό έλεγχο– πρώτης νησιωτικής αλυσίδας που εκτείνεται από την Ιαπωνία έως την Ινδονησία και εμποδίζει την προβολή στρατιωτικής ισχύος από τη ΛΔΚ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το Πεκίνο παρακολουθεί με μεγάλη ανησυχία τη δημιουργία νέων αμερικανικών βάσεων στις Φιλιππίνες, όπως και τη σύσφιξη των στρατιωτικών σχέσεων ΗΠΑ-Ινδονησίας που υπέγραψαν συμφωνία αμυντικής συνεργασίας στις 16 Νοεμβρίου, την επομένη της συνάντησης Μπάιντεν-Σι στο Σαν Φρανσίσκο.

– Η ηγεσία της ΛΔΚ επιδιώκει την εγκαθίδρυση μιας Pax Sinica στο ανατολικό ημισφαίριο και πρωτίστως στην Ασία. Η επιβολή του Πεκίνου επί της Ταϊπέι θα έστελνε ηχηρό μήνυμα σε όλους τους συμμάχους των ΗΠΑ στον Ινδο-ειρηνικό ότι η εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας βαίνει προς το τέλος της.

Ενώ τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα ελπίζουν να αποφύγουν μια κατά μέτωπο αναμέτρηση μετά τις εκλογές στην αυτοδιοικούμενη νήσο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο επικίνδυνης υποτροπής λόγω απρόβλεπτων εξελίξεων – είτε γύρω από την Ταϊβάν, είτε στην ευρύτερη περιοχή. Ολόκληρη η ανατολική Ασία έχει καταστεί πυριτιδαποθήκη και το παραμικρό ατύχημα εξαιτίας εσφαλμένων υπολογισμών μπορεί να οδηγήσει σε ανάφλεξη με παγκόσμιες διαστάσεις.

*Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT