Πόσο θα αλλάξει ο κόσμος αν εκλεγεί ξανά ο Ντόναλντ Τραμπ; Οι προεδρικές εκλογές του 2024 είναι 11 μήνες μακριά, εκκρεμεί σειρά δικαστικών υποθέσεων και κατηγοριών για κακουργήματα κατά του Αμερικανού τέως προέδρου, αλλά δεν είναι πρόωρο το ερώτημα. Ο Τραμπ είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, ενώ προηγείται έναντι του Τζο Μπάιντεν στις περισσότερες εθνικές δημοσκοπήσεις και στις πιο σημαντικές αμφίρροπες πολιτείες.
Η πρώτη θητεία μπορούσε να καταγραφεί ως μία παρέκκλιση. Είχε άλλωστε διορίσει σε καίριες θέσεις, ειδικά στα χαρτοφυλάκια εθνικής ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής, προσωπικότητες του κατεστημένου που φρόντισαν να χαλιναγωγήσουν τις πιο ανατρεπτικές του τάσεις. Η κοινή πεποίθηση είναι ότι αυτή τη φορά θα είναι πολύ διαφορετικά: το κριτήριο της επιλογής προσώπων θα είναι η απόλυτη αφοσίωση στον ίδιο τον Τραμπ – και συνεπώς η δυνατότητα του επιτελείου του να τον συγκρατήσει θα είναι δραστικά μειωμένη.
Η «Κ» μίλησε με τέσσερις πρώην υψηλόβαθμους αξιωματούχους (τρεις Αμερικανούς και έναν Γάλλο), σε μια προσπάθεια να εκτιμήσει το μέγεθος του γεωπολιτικού σεισμού που θα προκαλέσει η επανεκλογή Τραμπ – και τα μέτρα που πρέπει ήδη να αρχίσει να επεξεργάζεται η δυτική συμμαχία για να θωρακιστεί από τους κλυδωνισμούς.
«Θύμα η δημοκρατία»
Ο Αλεξάντερ Βίντμαν είναι ο ουκρανικής καταγωγής αντισυνταγματάρχης ε.α. και πρώην αξιωματούχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Αποπέμφθηκε από τον 45ο πρόεδρο εξαιτίας του ρόλου του στην αποκάλυψη του τηλεφωνήματος με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, που οδήγησε στην πρώτη διαδικασία καθαίρεσής του. Εκτοτε έχει εξελιχθεί σε προβεβλημένο επικριτή του Τραμπ και των οπαδών του.
«Τη μεγαλύτερη ζημιά» από μια δεύτερη θητεία Τραμπ «θα την υποστεί η αμερικανική δημοκρατία», λέει ο Βίντμαν στην «Κ». «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποδυναμωθούν και θα καταστούν ευάλωτες. Οι σύμμαχοί μας θα στραφούν αλλού, σε τοπικούς ή περιφερειακούς σχηματισμούς. Οι αντίπαλοί μας θα εκμεταλλευτούν τα αναδυόμενα σημεία αδυναμίας, θα χειραγωγήσουν τον Τραμπ για να προωθήσουν τους αυταρχικούς τους στόχους και σε βάθος χρόνου θα εξαπλωθούν εις βάρος των αμερικανικών συμφερόντων ανά τον κόσμο. Θα δούμε την επιστροφή στους κανόνες της ζούγκλας και μια σημαντική ενίσχυση της αστάθειας και της ανασφάλειας».
«Μια από τις χειρότερες συνέπειες», συνεχίζει, «είναι ότι δεν θα θεωρούμαστε πλέον αξιόπιστοι εταίροι – ήδη έχει πληγεί η αξιοπιστία μας μετά την πρώτη θητεία Τραμπ. Θα ήταν, συνολικά, μια τραγική εξέλιξη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Αϊβο Ντάαλντερ, πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs και πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ μεταξύ 2009-2013. «Ο Τραμπ θα έστελνε το μήνυμα ότι οι δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ προς τους συμμάχους μας στην Ευρώπη και την Ασία είναι υπό όρους – και άρα δεν μπορούν να βασιστούν σε αυτές», λέει ο Ντάαλντερ. «Οι συμμαχίες αφορούν αποτροπή και καθησυχασμό. Οι σύμμαχοί μας δεν θα ένιωθαν ήσυχοι ότι, σε περίπτωση επίθεσης, οι ΗΠΑ με πρόεδρο τον Τραμπ θα τους υπερασπίζονταν. Αυτή η εγγύηση, που ισχύει από τη δεκαετία του ’50, θα εξανεμιζόταν, απλώς και μόνο με την εκλογή του».
Υπάρχει ΝΑΤΟ χωρίς ΗΠΑ;
Οι γεωπολιτικές συνέπειες θα γίνουν πιο άμεσα αισθητές στην Ευρώπη. Οπως έγραψε η Αν Απλμπαουμ στο περιοδικό Atlantic στις αρχές Δεκεμβρίου, «η αποτροπή προέρχεται από την πεποίθηση του Κρεμλίνου ότι οι Αμερικανοί πραγματικά πιστεύουν στη συλλογική άμυνα, ότι ο στρατός των ΗΠΑ είναι πραγματικά προετοιμασμένος για συλλογική άμυνα και ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι πραγματικά δεσμευμένος να δράσει αν απειληθεί η συλλογική ασφάλεια. Ο Τραμπ θα μπορούσε να βάλει τέλος σ’ αυτήν την πεποίθηση με μία ομιλία, ένα σχόλιο, ακόμη και μία ανάρτηση στο Truth Social, και δεν θα έχει σημασία αν το Κογκρέσο, τα ΜΜΕ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα συνεχίζουν να επιχειρηματολογούν σχετικά με τη νομιμότητα της απόσυρσης από το ΝΑΤΟ…».
Και η Απλμπαουμ συνεχίζει: «Η προοπτική της εξόδου της Αμερικής από το ΝΑΤΟ θα ανάγκαζε πολλές ευρωπαϊκές χώρες να κρατήσουν τους στρατιωτικούς τους πόρους εντός των συνόρων· άλλωστε, μπορεί να δεχθούν και οι ίδιες εισβολή σύντομα. Οι Ουκρανοί θα έμεναν αρκετά γρήγορα από πυρομαχικά. Η ρωσική κατάκτηση ολόκληρης της Ουκρανίας –που είναι ακόμη ο στόχος του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν– θα γινόταν ξανά ένα πιθανό ενδεχόμενο».
Ο Αλεξάντερ Βίντμαν σημειώνει στην «Κ» σχετικά με το ΝΑΤΟ ότι ο Τραμπ «δεν πιστεύει στην έννοια των μακροπρόθεσμων συμμαχιών. Είναι συναλλακτικός, κρίνει τα πάντα από την αξία που έχουν κάθε δεδομένη στιγμή. Δεν μπορεί να δει την αξία της υπεράσπισης των χωρών της Βαλτικής ή μικρών βαλκανικών μελών του ΝΑΤΟ. Θεωρεί ότι δεν αξίζουν την εμπλοκή των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο».
Ο Βίντμαν συμφωνεί ότι το Κογκρέσο, που προ ημερών υιοθέτησε νομοθεσία που απαγορεύει στον Λευκό Οίκο να αποσυρθεί από το ΝΑΤΟ χωρίς την έγκρισή του, στην ουσία δεν μπορεί να ελέγξει τις εξελίξεις: «Η εκτελεστική εξουσία έχει την αρμοδιότητα διεξαγωγής πολέμου. Αν ο πρόεδρος δεν επιθυμεί να εφαρμόσει τις αρχές της συλλογικής άμυνας, το Κογκρέσο δεν μπορεί να τον υποχρεώσει. Οι εχθροί μας καταλαβαίνουν ότι ακόμη κι αν οι ΗΠΑ δεν αποχωρήσουν από το ΝΑΤΟ, ο Τραμπ μπορεί να αποτρέψει οποιαδήποτε πραγματική αμερικανική απάντηση σε εξελίξεις που συνδέονται με το άρθρο 5 (του καταστατικού του ΝΑΤΟ). Αυτό είναι πρόσκληση προς τους εχθρούς μας για επιθετικές ενέργειες».
«Ο Τραμπ δεν πιστεύει στην έννοια των μακροπρόθεσμων συμμαχιών. Είναι συναλλακτικός, κρίνει τα πάντα από την αξία που έχουν κάθε δεδομένη στιγμή». Αλεξάντερ Βίντμαν
Πέραν της Ουκρανίας
Η de facto απόσυρση της αμερικανικής ομπρέλας ασφαλείας θα έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις. «Αν ο Πούτιν επικρατήσει στην Ουκρανία, θα έχει επίσης πλήρως υπό τον έλεγχό του τη Λευκορωσία, πιθανώς τη Μολδαβία, ενδεχομένως τη Γεωργία, ενώ θα επιχειρήσει να ενισχύσει την επιρροή του και στην Κεντρική Ασία», λέει ο Βίντμαν. «Σε βάθος χρόνου θα νιώσει τέτοια αυτοπεποίθηση για την ισχύ της Ρωσίας και τέτοια αμφισβήτηση για τις δυνατότητες του ΝΑΤΟ, που ενδέχεται να το προκαλέσει σε έναν βίαιο υβριδικό πόλεμο και να διαλύσει τη Συμμαχία. Δεν θεωρώ ότι οι ρεβανσιστικές του επιδιώξεις εξαντλούνται στην Ουκρανία. Και μια επιτυχημένη γι’ αυτόν έκβαση στην Ουκρανία θα τον ενθαρρύνει σημαντικά. Αρα, αν δεν σταματήσουμε τον Πούτιν εκεί, οι πιθανότητες μιας σύρραξης στις χώρες της Βαλτικής αυξάνονται σημαντικά».
Η άλλη πιθανή αλυσιδωτή αντίδραση αφορά τη διασπορά των πυρηνικών όπλων. «Είναι ξεκάθαρα μια πιθανότητα, πολλοί από τους συμμάχους των ΗΠΑ, αναζητώντας νέες εγγυήσεις ασφαλείας, να επιδιώξουν την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου», λέει ο Αϊβο Ντάαλντερ. «Στο Chicago Council συντάξαμε μια έκθεση για ακριβώς αυτό το θέμα –την πιθανότητα διασποράς των πυρηνικών μεταξύ συμμάχων των ΗΠΑ– το 2021 (σ.σ.: την έκθεση συνυπογράφουν ο Ντάαλντερ, ο Μάλκολμ Ρίφκιντ Βρετανός πρώην ΥΠΕΞ, ο Αμερικανός πρώην υπουργός Αμυνας Τσακ Χέιγκελ και ο Αυστραλός πρώην πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ). Το σκεπτικό συνδεόταν με την πιθανότητα επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η έκθεση περιλάμβανε εισηγήσεις προς την κυβέρνηση Μπάιντεν για να καθησυχάσει τους συμμάχους των ΗΠΑ και να μη στραφούν στα πυρηνικά. Ημουν πρόσφατα στη Νότια Κορέα· εκεί συζητούν έντονα το θέμα».
Διλήμματα για την Ευρώπη
Πώς μπορούν λοιπόν οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον να προετοιμαστούν για τη νέα εποχή; «Το ΝΑΤΟ δεν εξαφανίζεται αν φύγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες», τονίζει ο Ντάαλντερ. «Η έκκλησή μου προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι να αρχίσουν άμεσα να επεξεργάζονται το πώς θα μπορούσαν να οργανώσουν την ασφάλεια της Ευρώπης μέσω του ΝΑΤΟ χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες». Από αυτή την άποψη, όπως λέει, θα ήταν καλύτερα –για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ– οι ΗΠΑ να φύγουν οριστικά, αντί να παραμείνουν ως παράγοντας παρακώλυσης.
«Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρήσουν τη θέση τους στο τραπέζι, μπορεί να παίξουν αρνητικό ρόλο», προειδοποιεί. «Χωρίς τις ΗΠΑ του Τραμπ, η δύναμη αποτροπής του ΝΑΤΟ θα είναι λιγότερο αποτελεσματική – αλλά πιο αξιόπιστη».
«Το πιο επείγον είναι η Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία», λέει στην «Κ» ο Μισέλ Ντουκλό, πρώην αναπληρωτής εκπρόσωπος της Γαλλίας στον ΟΗΕ και ειδικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Montaigne για γεωπολιτικά θέματα. «Πρέπει η Ευρώπη να μπορέσει να παρέχει στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία μακροπρόθεσμα. Θα πρότεινα κάτι τολμηρό, όπως ένα νέο ευρωπαϊκό δάνειο στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης – το οποίο θα συμβάλει και στην τόνωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Το εγχείρημα θα πρέπει να είναι ανοιχτό και σε χώρες εκτός Ε.Ε., όπως το Ηνωμένο Βασίλειο». Πιο άμεσα, για να εξαναγκαστεί ο Πούτιν να διαπραγματευτεί, «πρέπει να δώσουμε στην Ουκρανία τη δυνατότητα να πλήξει πιο σφοδρά την Κριμαία, με έναν συνδυασμό αμερικανικών, γερμανικών και γαλλοβρετανικών πυραύλων».
Το κλίμα και η Κίνα
Ενας άλλος κρίσιμος τομέας όπου ο Τραμπ θα επιφέρει πισωγύρισμα διεθνώς, είναι στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Ο Τοντ Στερν ήταν ειδικός απεσταλμένος της κυβέρνησης Ομπάμα για το κλίμα και επικεφαλής διαπραγματευτής των ΗΠΑ στη διάσκεψη, που οδήγησε στη Συμφωνία των Παρισίων το 2015.
«Κατ’ αρχάς, η εσωτερική του πολιτική στα θέματα που συνδέονται με το κλίμα θα έχει μεγάλο αντίκτυπο διεθνώς», λέει στην «Κ» ο Στερν. «Ο,τι έχει ήδη κινητοποιηθεί από τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, μεγάλες πράσινες επενδύσεις, πολλές σε «κόκκινες» (σ.σ.: Ρεπουμπλικανικές) πολιτείες, δεν θα το σταματήσει. Αλλά ό,τι χρειάζεται νέες ενέργειες από το διοίκηση θα μείνει αδρανές».
Κατά τ’ άλλα, «θα αποσύρει εκ νέου τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτό σε αρκετές χώρες θα προκαλέσει μια θετική κινητοποίηση, ώστε να μη χαθεί όλη η δουλειά που έχει γίνει επειδή υπάρχει κάποιος που βλέπουν ως ντεσπεράντο στον Λευκό Οίκο. Το ίδιο είχε γίνει μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από το Πρωτόκολλο του Κιότο από τον Μπους τον νεότερο. Στον απόηχο αυτής της απόφασης, οι υπόλοιποι παίκτες κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό, που έως τότε τους διέφευγε. Η απουσία πάντως των Ηνωμένων Πολιτειών από τη διαδικασία θα είναι αισθητή – το σύστημα δεν λειτουργεί καλά χωρίς αυτές».
Η αμερικανική απουσία θα χαρίσει μια νίκη προπαγάνδας για την Κίνα, σημειώνει ο Στερν. «Το ερώτημα είναι αν οι Κινέζοι θα είναι επίσης διατεθειμένοι να θέσουν φιλόδοξους στόχους» και να ηγηθούν αυτοί της διεθνούς εκστρατείας κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η διαχείριση της Κίνας γενικότερα θα είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη εξίσωση για τους συμμάχους των ΗΠΑ, τόσο γι’ αυτούς που γειτνιάζουν με την αναδυόμενη υπερδύναμη όσο και τους υπολοίπους. «Θα είναι πολύ δύσκολο η Ευρώπη να έχει μια ουσιαστική κοινή γραμμή απέναντι στην Κίνα, αν οι ΗΠΑ δεν έχουν μια συνεκτική πολιτική», λέει ο Μισέλ Ντουκλό: «Ακόμη περισσότερο από το ΝΑΤΟ ή την Ουκρανία, αυτό ίσως να είναι η πιο δύσκολη πρόκληση για την Ε.Ε. εάν επιστρέψει ο Τραμπ».