Πριν από τον πόλεμο με τη Χαμάς στη Γάζα, έναν πόλεμο από την έναρξη του οποίου συμπληρώνονται πια τρεις μήνες, το Ισραήλ πρωταγωνιστούσε στη διεθνή ειδησεογραφία για άλλους λόγους.
Επί σειρά μηνών, από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του 2023, χιλιάδες Ισραηλινοί κατέβαιναν, ξανά και ξανά, στους δρόμους των μεγαλύτερων ισραηλινών πόλεων, διαδηλώνοντας ενάντια στην αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που προωθούσε ο κυβερνητικός συνασπισμός του Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Οι επικριτές του Νετανιάχου και των πολιτικά ακραίων κυβερνητικών του εταίρων Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριχ, κατηγορούσαν την ισραηλινή κυβέρνηση ότι προωθεί αλλαγές που θα αποδυναμώσουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και του Ανώτατου Δικαστηρίου υπονομεύοντας έτσι, προς όφελός της, τα θεσμικά αντίβαρα και τους μηχανισμούς ελέγχου και διάκρισης των εξουσιών.
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, σε βάρος του οποίου υπενθυμίζεται ότι εκκρεμεί παράλληλα και μια δίωξη για διαφθορά, επανεξελέγη στην πρωθυπουργία του Ισραήλ, τον Νοέμβριο του 2022, με την παράταξή του να εξασφαλίζει 23,41%. Η νέα κυβέρνηση συνεργασίας ωστόσο, που εκείνος συγκρότησε, βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο στόχαστρο επικρίσεων ως η πιο ακροδεξιά στα ισραηλινά χρονικά.
Αμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Νετανιάχου άρχισε να προωθεί μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν σημαντικά την εξουσία του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Με βάση όσα προωθούνταν από τον ηγέτη του κυβερνώντος κόμματος Λικούντ και τους εταίρους του, κυβέρνηση και βουλευτές θα μπορούσαν, ακόμη και με απλή πλειοψηφία στην Κνεσέτ, να επηρεάζουν τον διορισμό των δικαστών, να περιορίζουν τις εξουσίες του γενικού εισαγγελέα και να «απορρίπτουν» αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο, από την άλλη πλευρά, δεν θα είχε πια τη δύναμη να απορρίπτει ψηφισθέντες νόμους ως «μη εύλογου χαρακτήρα» όπως παλαιότερα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί βρέθηκαν στους δρόμους να διαδηλώνουν ενάντια στην καταγγελλόμενη ως «δικτατορική» και «αντιδημοκρατική» στροφή της κυβέρνησης, με την εσωτερική ένταση να προσλαμβάνει μάλιστα «εμφυλιοπολεμικές» διαστάσεις.
Διόλου τυχαία, όταν ο Νετανιάχου ανακοίνωσε τον περασμένο Μάρτιο ότι παγώνει προσωρινά την προώθηση της εν λόγω δικαστικής μεταρρύθμισης, είπε ότι το κάνει με σκοπό «να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος». Λίγους μήνες μετά ωστόσο, τον περασμένο Ιούλιο, η μεταρρύθμιση τελικώς πέρασε.
Με φόντο τον πόλεμο στη Γάζα πια, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ ήρθε, την 1η Ιανουαρίου, να ακυρώσει εκείνη την αμφιλεγόμενη δικαστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Νετανιάχου, προχωρώντας σε μια κίνηση που ερμηνεύεται ως πλήγμα για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Εάν ο νόμος έμενε ως είχε, θα μπορούσε να προκαλέσει «άνευ προηγουμένου βλάβη» στην ισραηλινή Δημοκρατία, σύμφωνα με το σκεπτικό της σχετικής δικαστικής απόφασης.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η πλευρά του Νετανιάχου αντέδρασε επικρίνοντας τους δικαστές.
Αλλοι πολιτικοί ωστόσο, όπως ο ολοένα δημοφιλέστερος πρώην υπουργός Αμυνας Μπένι Γκαντζ, ζήτησαν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να γίνει σεβαστή.
Τι θα κάνει τώρα η πλευρά του Νετανιάχου;
«Εάν η κυβέρνηση αποφασίσει τώρα να αγνοήσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μπορεί να καταλήξει να αποσταθεροποιεί τον “πολεμικό” κυβερνητικό συνασπισμό», σημειώνει σε ανάλυσή του ο ιστοχώρος Al Jazeera, με την υποσημείωση ότι στον εν λόγω συνασπισμό, που συστάθηκε λόγω πολέμου, συμμετέχουν πια και προβεβλημένοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης όπως ο Μπένι Γκαντζ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν πάντως οι New York Times επικαλούμενοι τις εκτιμήσεις αναλυτών, το κυβερνών κόμμα Λικούντ του Νετανιάχου και οι ακροδεξιοί του κυβερνητικοί εταίροι δεν φαίνεται να επιθυμούν στην παρούσα φάση μια νέα εσωτερική κρίση ούτε ένα νέο μέτωπο με την ισραηλινή δικαιοσύνη εν μέσω πολέμου. Ως εκ τούτου, το πιο πιθανό είναι ότι θα αποδεχθούν σιωπηλά, μέχρι νεοτέρας, την ήττα της δικαστικής τους μεταρρύθμισης.
Για τον ίδιο τον Νετανιάχου πάντως τα πράγματα δεν πάνε καλά, καθώς εκείνος παρουσιάζεται να καταρρέει στις δημοσκοπήσεις. Ενδεικτικά, μόνο το 15% των Ισραηλινών δηλώνει ότι θα ήθελε ο Νετανιάχου να παραμείνει πρωθυπουργός μετά το τέλος του πολέμου στη Γάζα, σύμφωνα με σφυγμομέτρηση του Israel Democracy Institute.
Με πληροφορίες από New York Times, Al Jazeera, Reuters