Υπονομεύουν την ασφάλεια στη θάλασσα, ζημιώνουν την παγκόσμια οικονομία, διακινδυνεύουν μια γενίκευση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Οι ένοπλοι αντάρτες Χούθι μετρούν 30 χρόνια παρουσίας στην περιοχή και έχουν πρότυπο τη Χεζμπολάχ. Ελέγχουν ένα τμήμα της Υεμένης, έχουν τη στήριξη του Ιράν και αποτελούν δυναμικό μέρος του «άξονα αντίστασης» κατά του Ισραήλ και της Δύσης. Με τη δράση τους, «ψαρεύουν» στα θολά νερά της Ερυθράς Θάλασσας.
Το 30% των θαλάσσιων μεταφορών περνάει από τη Διώρυγα του Σουέζ. Η διακοπή της κυκλοφορίας αναγκάζει τα πλοία να πλέουν στην Αφρική, επεκτείνοντας την αλυσίδα εφοδιασμού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου στην Ευρώπη και αυξάνοντας το ναυτιλιακό κόστος.
Οι αντάρτες Χούθι είναι γνωστοί και ως «Υποστηρικτές του Θεού». Πρόκειται για τη μία πλευρά του εμφυλίου πολέμου ο οποίος μαίνεται στην Υεμένη εδώ και σχεδόν 10 χρόνια. Εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1990, όταν ο ηγέτης τους, Χουσεΐν αλ Χούθι, ξεκίνησε ένα θρησκευτικό κίνημα υπό τη σκέπη του ζαϊνισμού, ενός σιιτικού ισλαμικού ρεύματος το οποίο οραματίζεται την επιστροφή στην εξουσία, μετά την περιθωριοποίηση την οποία υπέστη από το σουνιτικό καθεστώς που αναδείχθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1960.
Πώς αναδείχθηκαν
Ο πρώτος πρόεδρος της Υεμένης μετά την ενοποίηση του βόρειου και νότιου τμήματος της περιοχής τη δεκαετία του 1990, Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ, αρχικά υποστήριξε το κίνημα. Στη συνέχεια όμως το αντιμετώπισε ως απειλή για την επιρροή του. Η αντιπαράθεση των δύο πλευρών κορυφώθηκε τη δεκαετία του 2000, όταν ο Σαλέχ τάχθηκε υπέρ της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ. Ο Αλ Χούθι διοργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις, οδηγώντας τον Σαλέχ να ζητήσει τη σύλληψή του. Παρά την εξόντωση του Αλ Χούθι το 2004 από τις δυνάμεις της Υεμένης, το κίνημα που άφησε πίσω του μεγάλωσε. Ωθούμενο από τις κινητοποιήσεις της Αραβικής Ανοιξης το 2011, ανέλαβε τον έλεγχο της βόρειας επαρχίας Σαάντα. Το 2014 πήρε τον έλεγχο τμημάτων της πρωτεύουσας της Υεμένης, Σαναά. Το 2015 οι αντάρτες εισέβαλαν στο προεδρικό μέγαρο.
Το εκδιωκόμενο καθεστώς υπό τον Αμπντ αλ-Ραμπ Μανσούρ αλ-Χαντί, στον οποίο ο Σαλέχ είχε εκχωρήσει την εξουσία το 2011, κατέφυγε στη Σαουδική Αραβία, από όπου το 2015 ξεκίνησε πόλεμο εις βάρος των Χούθι. Το 2022 υπογράφηκε εκεχειρία, η οποία ωστόσο δεν διήρκεσε. Ο πόλεμος της Υεμένης έχει προκαλέσει μια από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις στον κόσμο και οι Χούθι ελέγχουν σήμερα ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Υεμένης.
Το Ιράν υποστηρίζει τους Χούθι. Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών – CSIS, από το 2014 έχει συμβάλει καταλυτικά στην εκστρατεία τους απέναντι στη Σαουδική Αραβία, παρέχοντας οπλισμό, θαλάσσιες νάρκες, βαλλιστικούς πυραύλους και drones. Οι Χούθι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του λεγόμενου «άξονα αντίστασης» του Ιράν, μιας συμμαχίας περιφερειακών πολιτοφυλακών κατά του Ισραήλ και της Δύσης, μαζί με τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη Χαμάς στη Γάζα.
«Για χρόνια, το Ιράν χρησιμοποιεί τρομοκρατικές οργανώσεις όπως οι Χούθι για να εξαπλώσει την κακόβουλη επιρροή του σε όλη τη Μέση Ανατολή, αποσταθεροποιώντας την περιοχή και εξαναγκάζοντας άλλους περιφερειακούς παίκτες να εμπλακούν στη σύγκρουση. Με την κακοήθη δραστηριότητά τους, υποτίθεται στο όνομα της υποστήριξης στους Παλαιστινίους της Γάζας, έχουν καταστεί επιζήμιοι στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης», αναφέρουν ισραηλινές πηγές φανερώνοντας τις διαθέσεις τους, εν μέσω διεθνούς ανησυχίας ότι η δράση των Χούθι παράλληλα με τον πόλεμο στη Γάζα θα ήταν σε θέση να γενικεύσει την κρίση με την εμπλοκή περιφερειακών παικτών στην ευρύτερη περιοχή. Εξ ου και οι ΗΠΑ, οι οποίες μαζί με τη Βρετανία περιπολούν στην περιοχή, έχουν προειδοποιήσει ότι θα υπάρξουν συνέπειες για τους Χούθι όσο θα συνεχίζουν τη δράση τους.