Η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη για την επιστροφή του Τραμπ, προειδοποιεί ο Ιβάν Κράστεφ. Ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμων, επικεφαλής του Center for Liberal Studies στη Σόφια, εταίρος του IVW στη Βιέννη και από τους πιο διεισδυτικούς αναλυτές της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, λέει χαρακτηριστικά ότι «γίνεται λόγος» για το πώς η Γηραιά Ηπειρος μπορεί να προετοιμαστεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο, «αλλά είναι κουβέντες άνευ νοήματος».
«Τα τελευταία δύο χρόνια, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ε.Ε. συνδέθηκε υπερβολικά στενά με τις ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική», λέει ο Κράστεφ, μιλώντας μέσω Zoom στην «Κ» από την Οξφόρδη. Τώρα, λοιπόν, όταν οι ηγέτες της Ευρώπης μιλάνε για το ενδεχόμενο επιστροφή του Τραμπ, δεν ξέρουν πώς να το συλλάβουν».
Αν κάποιος σκέφτεται πιο καθαρά το θέμα αυτό, υπονοεί ο συνομιλητής μας, αυτός είναι ο Βίκτορ Ορμπαν. «Ο Ορμπαν στοιχηματίζει στην επανεκλογή του Τραμπ και στην εκτίμηση ότι αυτό θα ενισχύσει θεαματικά τη θέση του στην ευρωπαϊκή πολιτική». Ο Ούγγρος πρωθυπουργός «ενεργεί σαν CEO ενός hedge-fund – έχει υιοθετήσει μια στρατηγική υψηλού ρίσκου, προσβλέποντας σε υψηλές αποδόσεις. Ο Τραμπ μπορεί να μην είναι σίγουρος ποια χώρα κυβερνά ο Ορμπαν –είχε πει πρόσφατα ότι είναι πρωθυπουργός της Τουρκίας–, αλλά ο Ορμπαν πιστεύει ότι η επανεκλογή του θα οδηγήσει πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες να δουν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Μία βασική πηγή της ενότητας της Ευρώπης κατά την τελευταία διετία ήταν η επιλογή πολλών ακροδεξιών κομμάτων να κινηθούν προς το Κέντρο, ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι. Αυτό μπορεί να αλλάξει δραστικά εάν οι Ευρωπαίοι πιστέψουν ότι αναδύεται μια νέα Αμερική».
Μέχρι τον Νοέμβριο και τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, συνεπώς, ο Ορμπαν «θα συνεχίσει να αναδεικνύει τη διαφορετικότητά του, φροντίζοντας να μην απομονωθεί υπερβολικά». Πολλοί πιστεύουν, για παράδειγμα, όπως τονίζει, ότι στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την 1η Φεβρουαρίου θα συναινέσει τελικά στην παροχή 50 δισ. ευρώ στην Ουκρανία έως το 2027 μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Οι ευρωεκλογές
Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια Ευρώπη πολύ διαφορετική από αυτή που πήγε στις κάλπες στις πιο πρόσφατες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το 2019. Την αλλαγή αυτή χαρτογράφησε ο Κράστεφ μαζί με τον Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντή του European Council on Foreign Relations, σε μία έκθεση που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα με τίτλο «A crisis of one’s own: The politics of trauma in Europe’s election year».
«Μέχρι πρότινος, το μέλλον στην Ευρώπη γινόταν αντιληπτό ως ένας ανταγωνισμός εγχειρημάτων (“projects” στο πρωτότυπο), με τις ελπίδες που τα συνοδεύουν», εξηγεί ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμων. «Πλέον, τα εγχειρήματα έχουν αντικατασταθεί από προβολές (projections) οι οποίες τρομάζουν τον κόσμο – η αύξηση της θερμοκρασίας εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, η γήρανση του πληθυσμού, η προβολή της διασποράς πολέμων και συγκρούσεων». Αυτό, όπως εξηγεί, έχει δημιουργήσει νέες πολιτικές ταυτότητες που συνδέονται πολύ περισσότερο με την εμπειρία των διάφορων κρίσεων και εστιάζουν στο τι ελπίζει ο κάθε πολίτης να αποφύγει.
Η έκθεση βασίζεται σε δημοσκοπήσεις που διεξήγαγαν για λογαριασμό του ECFR η YouGov, η Datapraxis και η Norstat σε εννέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Δανία, Πολωνία, Ρουμανία, Εσθονία, Πορτογαλία) και δύο ακόμη ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο και Ελβετία). Από τα ευρήματά τους προκύπτει ο κατακερματισμός του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου σε πέντε «φυλές κρίσεων» (κλίμα, μετανάστευση, οικονομική αναταραχή, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία), με διαφορετική εκπροσώπηση ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευση των ψηφοφόρων και –σε κάποιες περιπτώσεις– ανάλογα με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους.
«Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει μία κρίση που είναι κυρίαρχη στην Ευρώπη», σημειώνει ο Κράστεφ. Οι πιο σημαντικές φυλές ενόψει των εκλογών του Ιουνίου για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι οι αριστερόστροφοι ψηφοφόροι, που εστιάζουν στην κλιματική κρίση, και οι δεξιόστροφοι ψηφοφόροι, που εστιάζουν στη μετανάστευση (η ιδεολογική ταυτότητα όσων, π.χ., θέτουν ως προτεραιότητα την πανδημία είναι πολύ πιο ετερόκλητη).
Ο Ορμπαν ενεργεί σαν CEO ενός hedge-fund – έχει υιοθετήσει μια στρατηγική υψηλού ρίσκου, προσβλέποντας σε υψηλές αποδόσεις.
Σήμερα, όχι αύριο
«Το μέλλον είναι ο πιο σημαντικός πόρος στην πολιτική δημοκρατικών χωρών», επισημαίνει. «Οταν εξετάζουν τις υποσχέσεις των πολιτικών κομμάτων που ζητούν την ψήφο τους, οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν ότι κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν άμεσα, ενώ άλλα χρειάζονται περισσότερο χρόνο». Για τις δύο αυτές φυλές, όμως, δεν υπάρχει η πολυτέλεια αυτή: «Θεωρούν ότι αν δεν γίνει κάτι σήμερα, αυτά που θα γίνουν αύριο θα είναι άνευ νοήματος. Ουσιαστικά, δεν θα υπάρχει αύριο – είτε μιλάμε για το κλίμα είτε για την πολιτισμική ταυτότητα των χωρών που δέχονται πολύ μεγάλο αριθμό μεταναστών. Αρα αυτοί οι ψηφοφόροι είναι πολύ λιγότερο πρόθυμοι να συμβιβαστούν – και πολύ πιο εκλογικά κινητοποιημένοι».
Χαρακτηριστική της πολυδιάσπασης της αντίληψης των κρίσεων είναι η στάση απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία. Στην ερώτηση ποια κρίση τα τελευταία χρόνια έχει επηρεάσει περισσότερο την οπτική τους για το μέλλον, το ποσοστό που ανέφερε τον πόλεμο στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 6%-7%. Στο άλλο άκρο του φάσματος, στη Δανία ήταν 29%, στην Πολωνία 31% και στην Εσθονία 40%. Τι υποδηλώνει αυτό για την ισχύ και την ενότητα του ευρωπαϊκού συνασπισμού υπέρ του Κιέβου και κατά της ρωσικής επιθετικότητας;
«Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος, και για τον πρώτο χρόνο, δύο σοκ συνέβαλαν ώστε η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων να εστιάζει από κοινού σε αυτόν ως κορυφαίο ζήτημα», τονίζει ο Κράστεφ. «Το πρώτο ήταν το γεγονός ότι η εισβολή διέλυσε την πεποίθηση ότι το ξέσπασμα ενός μείζονος πολέμου στην Ευρώπη ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί. Εδώ μιλάμε για έναν πόλεμο μεταξύ δύο μεγάλων χωρών, με τον αριθμό των βλημάτων που εξαπολύουν οι δύο πλευρές να κυμαίνεται στα επίπεδα του 1942-43. Αυτό το σοκ επηρέασε βαθιά τους Ευρωπαίους, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής τους. Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο ήταν το θαύμα της επιτυχημένης αντίστασης των Ουκρανών κατά της ρωσικής επίθεσης. Οταν άρχισε ο πόλεμος, οι περισσότεροι στην Ευρώπη θεωρούσαν ότι οι Ουκρανοί ήταν καταδικασμένοι, ότι η Ρωσία θα καταλάμβανε το Κίεβο. Αυτά τα δύο στοιχεία συνδυαστικά δημιούργησαν μια πολύ ισχυρή δυναμική υπέρ της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή πολιτική – ουκρανικές σημαίες κυμάτιζαν ανά την Ευρώπη, ακόμη και στην Ισπανία και την Πορτογαλία, που είναι πολύ μακριά».
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και την αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης του 2023, «είχαμε την επανάκαμψη της Γεωγραφίας και της Ιστορίας, που συνδέονται πολύ στενά», στην αντίληψη του πολέμου από την κοινή γνώμη διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών. «Οι χώρες που εξακολουθούν να βλέπουν τον πόλεμο ως την πιο σοβαρή κρίση είναι αυτές που υπήρξαν κομμάτι της ρωσικής αυτοκρατορίας, όχι απλά της σοβιετικής – είναι οι χώρες της Βαλτικής, αλλά είναι και η Φινλανδία, η Πολωνία… Σε χώρες που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία –Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα– η οπτική είναι πολύ διαφορετική, ακόμη και αν αποδοκιμάζουν αυτό που κάνει ο Πούτιν. Οσο για τη δυτική Ευρώπη, στην αρχή του πολέμου ο φόβος μιας πυρηνικής σύρραξης διατηρούσε την Ουκρανία πολύ ψηλά στις προτεραιότητες των πολιτών. Καθώς ο φόβος αυτός υποχώρησε, βλέπουμε άλλες κρίσεις να αποκτούν πολύ μεγαλύτερο βάρος για την κοινή γνώμη».
Γερμανικές φοβίες
Ενα άλλο εντυπωσιακό εύρημα της έρευνας του ECFR είναι ότι η Γερμανία είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ανησυχία για τη μετανάστευση. Πώς εξηγείται αυτό; Πόσο κρίσιμο θα είναι ως παράγοντας στην εσωτερική πολιτική στη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε.;
«Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια ιδιάζουσα συνθήκη – και μετατρέπεται σε επίκεντρο της ευρωπαϊκής κακοδαιμονίας, με τεράστιους φόβους για τη συνεχιζόμενη εκλογική άνοδο της Ακροδεξιάς», απαντά. «Υπενθυμίζω πως η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν ευρωπαϊκή μεν, αλλά δεν έπληξε τη Γερμανία. Απέναντι στην κλιματική κρίση, επίσης, οι Γερμανοί ένιωθαν συγκριτικά καλά προετοιμασμένοι». Αλλά πιο πρόσφατες εξελίξεις, όπως η έκρηξη των μεταναστευτικών ροών και ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό πλέον και με τον πόλεμο στη Γάζα, «προκάλεσαν μια διπλή κρίση, πολιτικής ταυτότητας και εμπιστοσύνης στο γερμανικό οικονομικό μοντέλο».
Στην περίοδο Τραμπ, με τις εντάσεις μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον «στα ύψη», σύμφωνα με τον Κράστεφ, οι Γερμανοί «συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούν να θεωρούν την ασφάλειά τους δεδομένη». Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία «είχε πολύ σοβαρό αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, γεννώντας φόβους αποβιομηχάνισης», ενώ διέλυσε τη στρατηγική αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, που βασιζόταν στο φθηνό ρωσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο. Επιπλέον, η γερμανική οικονομία βασιζόταν στην καλή λειτουργία της παγκοσμιοποίησης και ειδικά σε μια ανοιχτή κινεζική αγορά – «και τώρα βλέπουμε, εξαιτίας των εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, ότι η αγορά αυτή δεν είναι τόσο φιλόξενη προς επενδυτές και προϊόντα από τη Δύση».
Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ο «πολύ μεγάλος αριθμός αλλοδαπών» που ζουν σήμερα στη Γερμανία, προκαλώντας έντονη πίεση στις δημόσιες υπηρεσίες. Τέλος, ο πόλεμος στη Γάζα, με τη διεθνή κατακραυγή που έχουν προκαλέσει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ισραήλ, δημιουργεί στη Γερμανία –λόγω της απόλυτης στήριξης στους Ισραηλινούς– μια αίσθηση «απώλειας του ηθικού πλεονεκτήματος», κάτι «πολύ σημαντικό» για την παρουσία της χώρας στη διε-θνή σκηνή.