Το ερχόμενο Σάββατο, συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αυτονόητα πρέπει να γίνει απολογισμός και καταλογισμός για όλους τους εμπλεκομένους. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο για τη Δύση, η οποία κλονίζεται συθέμελα και καλείται να υπερβεί μια διάχυτη αμφισβήτηση ή, πάντως, δυσπιστία του μεγαλύτερου μέρους του πλανήτη έναντί της. Καλείται επίσης να διατηρήσει τα σκήπτρα σε παγκόσμια κλίμακα, να αντιμετωπίσει ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων ο λόγος αποκτά απήχηση, και να εμπνεύσει τους ίδιους τους πολίτες της Δύσης.
Οταν ηγείσαι σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας, είναι αναμενόμενο οι περισσότεροι να στρέφονται εις βάρος σου. Είτε γιατί τους απογοήτευσες, είτε γιατί περίμεναν έναν κόσμο πιο ασφαλή, πιο σταθερό και με περισσότερες ευκαιρίες, είτε γιατί θεωρούν ότι είναι τώρα η στιγμή να θέσουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο ανατροπής των παγκόσμιων ισορροπιών που επικράτησαν μεταπολεμικά, αλλά φαίνεται να έχουν αγγίξει τα όριά τους. Σήμερα, η ισχύς και κυρίως η επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονται σε πτωτική πορεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αμερικανοί δεν κατάφεραν να συμπήξουν ένα μέτωπο πέραν της Δύσης ενάντια στη Ρωσία. Οι περισσότερες χώρες διατήρησαν μια ουδετερότητα, που κατέληξε να είναι ευμενής για τη Ρωσία, υπό την έννοια, αφενός, ότι δεν περιθωριοποιήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα και, αφετέρου, της δόθηκαν διέξοδοι για να αντιμετωπίσει αρκετά αποτελεσματικά τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν. Μάλιστα, παραδοσιακοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, αρνήθηκαν να συνδράμουν στην προσπάθεια αποδυνάμωσης της Ρωσίας (π.χ. με τη συγκράτηση των τιμών ενέργειας), προκρίνοντας τα δικά τους συμφέροντα. Το πιο ανησυχητικό ωστόσο είναι ότι, αντιθέτως με το παρελθόν, δεν αισθάνθηκαν ιδιαίτερη πίεση ούτε επέδειξαν διάθεση για να συνηγορήσουν σε αποφάσεις που δεν τις επηρέαζαν άμεσα αλλά εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των Αμερικανών. Είχαμε άλλωστε περιπτώσεις όπως αυτή της Τουρκίας, θεσμικού εταίρου ΗΠΑ και Ε.Ε., που επιδεικτικά αγνόησε τις κυρώσεις που η Δύση σύσσωμη επέβαλε στην Ρωσία, αλλά και η Ουγγαρία διαφοροποιήθηκε αρκετές φορές από την κεντρική γραμμή, φτάνοντας στο σημείο να συνάπτει συμφωνίες ενεργειακού χαρακτήρα με τη Μόσχα.
Στον πόλεμο της Ουκρανίας, όλες οι πλευρές έχουν διαψευστεί τόσο ως προς τους σχεδιασμούς τους όσο και τις προσδοκίες. Η Ρωσία κατέχει περίπου το 1/5 της ουκρανικής επικρατείας, το μισό και παραπάνω του οποίου ήλεγχε de facto ήδη από το 2014, ωστόσο, δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Ζελένσκι, εγκαθιδρύοντας ένα φίλα προσκείμενο καθεστώς προς αυτή. Η ρωσική στρατιωτική μηχανή αποδείχτηκε προβληματική, πλην όμως, στον πόλεμο φθοράς που πλέον διεξάγεται και έχοντας μετατρέψει την οικονομία σε «οικονομία πολέμου» αντεπεξέρχεται καλύτερα και, κυρίως, δείχνει σημάδια αντοχής. Το ίδιο συνέβη και με την οικονομία της, που φάνηκε σχετικά προετοιμασμένη για να αντιπαρέλθει το κύμα κυρώσεων που ακολούθησε την εισβολή. Ως απόρροια αυτού, άρχισαν να γίνονται εδώ και καιρό δεύτερες σκέψεις στην πλευρά ορισμένων δυτικών για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, δεδομένου ότι αυτές έπλητταν ιδίως την ευρωπαϊκή οικονομία. Η Ρωσία πόνταρε στο αίσθημα κόπωσης των πολιτών και ηγεσιών της Δύσης και ναι μεν δεν επιβεβαιώθηκε στην αποφασιστικότητα των περισσότερων να εξακολουθούν να υποστηρίζουν την Ουκρανία, εντούτοις, δημιουργήθηκαν έριδες κυρίως στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι εξάλλου εκ των βασικών λόγων της υποχώρησης της Δύσης παγκοσμίως το γεγονός ότι ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες η πόλωση είναι διάχυτη και οριζόντια, ενώ όλο και συχνότερα μπλοκάρονται στο Κογκρέσο αποφάσεις για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής/βοήθειας. Και αυτό συμβαίνει είτε γιατί προκύπτουν σοβαρές διαφωνίες, που στο παρελθόν χάριν της ανάγκης εμπέδωσης της εικόνας του ισχυρού στο εξωτερικό στο τέλος μετριάζονταν, είτε γιατί πλέον συνδέονται ανερυθρίαστα με θέματα εσωτερικής πολιτικής (βλ. πακέτο στήριξης στην Ουκρανία με περιορισμούς στις μεταναστευτικές ροές στα σύνορα με το Μεξικό), χωρίς καμία αίσθηση της ζημίας στην εικόνα των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο.
Οσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τα χέρια του Μπάιντεν θα είναι δεμένα και την αδυναμία αυτή τη «διαβάζουν» σύμμαχοι και αντίπαλοι.
Το χειρότερο για την Ουάσιγκτον είναι πως όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τα χέρια του Μπάιντεν θα είναι δεμένα και την αδυναμία αυτή τη «διαβάζουν» σύμμαχοι και αντίπαλοι, στοιχείο που καθιστά το επόμενο δεκάμηνο εξαιρετικά κρίσιμο. Ας πούμε, στο μέτωπο της Ουκρανίας, παρά το ότι συμφωνήθηκε καθυστερημένα το πακέτο 61 δισ. δολαρίων, η Ρωσία θα επιχειρήσει να αλλάξει τα δεδομένα επί του πεδίου ώστε να διαπραγματευθεί από ισχυρότερη θέση την ειρήνη το 2025. Αν δε στο τιμόνι των ΗΠΑ βρίσκεται ο Τραμπ, θα είναι πιθανόν ευκολότερο να ασκηθεί πίεση στην ουκρανική ηγεσία λόγω της εκπεφρασμένης θέσης του για διακοπή της στήριξης του Κιέβου και της αφελούς άποψής του ότι αυτός μπορεί να διευθετήσει παγκόσμιες κρίσεις. Είναι προφανές πως υπό αυτές τις συνθήκες, η διαπραγμάτευση για τη Ρωσία θα γίνει υπό τους καλύτερους δυνατούς όρους και ενώ και στην Ευρώπη ενδέχεται τα δεδομένα να έχουν διαφοροποιηθεί μετά τις ευρωεκλογές. Τυχόν ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων θα μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα σε Ευρωπαίους πολίτες και θεσμούς, θα εντείνει τη συζήτηση για τον προσανατολισμό της Ε.Ε. και τις σχέσεις της με δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα, σε μια στιγμή που το γεωπολιτικό αποτύπωμα της πρώτης στα τεκταινόμενα σε Ουκρανία και Γάζα είναι ισχνό.
Μάλιστα, με αφορμή τη Γάζα (έτσι και αλλιώς, περιπλέκει τα πράγματα), παρατηρούμε ρήγματα εντός της ∆ύσης, με αρκετούς Ευρωπαίους να θεωρούν τους Αμερικανούς υπεύθυνους για τη δραματική επιδείνωση της κατάστασης και την αδυναμία… αναχαίτισης του Νετανιάχου. Και όλα αυτά γίνονται στη χειρότερη δυνατή συγκυρία, όπου η αδυναμία ελέγχου των εξελίξεων από πλευράς Δύσης και αποκατάστασης της διεθνούς τάξης δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες, ενώ καραδοκούν δυνάμεις με διάθεση ανάπτυξης παράλληλων δομών παγκόσμιας διακυβέρνησης.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.