Το ρήγμα μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής δεν είναι ούτε τραμπικό ούτε προσωρινό. Η αλλαγή αφορά την προδήλως ανησυχητική κατάσταση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την αντανάκλασή της στο υπόλοιπο του πλανήτη. Με ανοιχτά όλα τα μεγάλα ζητήματα, εξαιτίας της πολύ σοβαρής κρίσης της δημοκρατίας και αποσταθεροποιητικά ενδεχόμενα, όχι μόνο στο πεδίο των διατλαντικών σχέσεων αλλά παγκοσμίως. Ειδικά, ως προς την αξιοπιστία της δυτικής υπερδύναμης και την προβολή ισχύος της. Από το εύρος των δεσμεύσεων που θα αναλαμβάνει έναντι των συμμάχων της έως την επιλογή της διεθνούς απεμπλοκής. Εξελίξεις που θα συμπαρασύρουν και την πολιτική της απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες με αναθεωρητικό πρόσημο, των τάσεων που εκπροσωπούν σε γεωπολιτικό επίπεδο και της προσπάθειάς τους να αναζητήσουν συναλλακτικό παράθυρο ευκαιρίας.
Η σημερινή κρίση και τα όσα συζητάμε είναι πάνω απ’ όλα αποτέλεσμα της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των δύο στρατηγικών εταίρων. Για δεκαετίες οι Αμερικανοί προτίμησαν τους «τζαμπατζήδες» Ευρωπαίους αντί του ευρωπαϊκού χάους. Να όμως που εξαιτίας της σχετικής υποχώρησης της Δύσης και απώλειας της ικανότητας της να κυριαρχεί παγκοσμίως, οι προτεραιότητες άλλαξαν και παράλληλα οι αναταράξεις εντείνονται. Μαζί με τον «θείο από την Αμερική», οι βολικές φαντασιώσεις κούνησαν μαντίλι και η Ευρώπη παρέμεινε συντροφιά με τις άβολες αλήθειες. Με μονόπλευρο οικονομικό προσανατολισμό, εσωτερικές διαιρέσεις και αδύναμη ηγεσία. Με ήπια μόνο ισχύ και δίχως κοινούς πόρους για αμυντική ανάσχεση.
Στο δια ταύτα, στα ζητήματα της άμυνας ο Τραμπ επικοινωνεί ωμά και χωρίς πολιτική ορθότητα όσα και οι προηγούμενοι, αστικά και εκλεπτυσμένα, έθεσαν. Χωρίς να μας έχουν απειλήσει με συνέπειες για τη δική μας ασυνέπεια και υποκρισία. Χωρίς όμως κι εμείς ενεργητικά να προβληματιστήκαμε για το αυτονόητο. Η συντήρηση της χρονικής υστέρησης και τα μπαλώματα κατηγορίας «τα κουτσοκαταφέρνουμε» θα μας φέρουν όλους πιο κοντά στην αγωνιώδη αλλά μοιραία, μη αναστρέψιμη αναθεώρηση του «Τέλους της Ιστορίας». Με το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι, από κεντρικό υποκείμενο των διεθνών σχέσεων στις αρχές του 21ο αιώνα, να κατορθώνει (διότι περί κατορθώματος θα πρόκειται) να κατρακυλίσει σε απαξιωμένο αντικείμενό τους. Περιθωριοποιημένο, εσωστρεφές και κατακερματισμένο σε ανταγωνιστικές σφαίρες επιρροής.
Με το μεγαλύτερο εμπόδιο να παραμένει η υπέρβαση των εθνικών στρατηγικών ασφαλείας και ευρύτερα η ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς την ίδια την Ευρώπη εκ μέρους των κοινωνιών της. Ξεσκουριάζοντας και εκσυγχρονίζοντας την αμυντική της ικανότητα. Αναδιατάσσοντας τον παλαιάς κοπής, 20ου αιώνα, διατλαντικό συνεταιρισμό. Με «στρατηγική συμπληρωματικότητα» και άρα περισσότερο ισορροπημένο στην κατανομή των βαρών του. Σ’ έναν κόσμο περισσότερο σκληρό και ασταθή. Προκειμένου όμως η Ευρώπη να κατακτήσει αξιόπιστη στρατηγική αυτονομία οφείλει πρωτίστως να εξισορροπήσει τις αποκλίσεις μεταξύ των φιλοδοξιών συγκεκριμένων κρατών-μελών και της ΕΕ ως μπλοκ. Ακολούθως, να ευθυγραμμίσει τους διαθέσιμους πόρους με τα συμφέροντα της ενωμένης Ευρώπης, της διευρυμένης ασφάλειας και εν τέλει της ίδιας της ανθεκτικότητας της.
Περνώντας από τη διεθνή στην εσωτερική πολιτική, με την Ευρώπη προετοιμαζόμενη να αναλάβει επιπλέον βάρη και ευθύνες ως απάντηση στη «συλλογική απραξία», οι ευρωεκλογές μπορούν να αξιοποιηθούν ως ενεργητικό και όχι φοβικό ανάχωμα απέναντι στην άνοδο των αντισυστημικών δυνάμεων. Διαβούλευση με γειωμένο ρεαλισμό και άβολη ειλικρίνεια χρειάζεται η Ευρώπη και όχι κατήχηση καθ’ έδρας με όπλο το φόβο προς τους πολίτες της που συνεχίζουν να κυνηγούν την ασφάλεια όπως ο σκύλος την ουρά του. «Ρίχνοντας φως» στον ισχυρότερο λόγο, εξαιτίας του οποίου ανατρέπουν την πεπατημένη μιας δευτερεύουσας εκλογικής διαδικασίας, «χαλαρής» εκλογικής συμπεριφοράς και απουσίας εθνικού διακυβεύματος. Εκείνον που προτεραιοποιεί τη διαδικασία ολοκληρωμένης επαναπροσέγγισης του σχεδίου της ΕΕ ως υπερεθνικό μόρφωμα με πολιτικά χαρακτηριστικά. Για πρώτη φορά μετά το 1989, τίποτα δεν προσλαμβάνεται ως δεδομένο και εγγυημένο.
Εν συντομία, τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνας πάνε αγκαζέ με τη λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Συμπαρασύροντας τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή των αβεβαιοτήτων που εξακολουθούν να συνοδεύουν τη μη ολοκληρωμένη οικονομική διακυβέρνηση. Τίποτε από τα παραπάνω δεν θα είναι εφικτό έξω από τη διαδικασία αναθέρμανσης των προσπαθειών για την εμβάθυνση της ενοποίησης. Χωρίς περισσότερη Ευρώπη, δεν μπορεί να προκύψει περισσότερη και το κυριότερο αξιόπιστη άμυνα. Χωρίς την παρουσία ενιαίας στρατηγικής κατεύθυνσης, τα κράτη-μέλη θα ξεστρατίζουν από την πορεία συνεπούς και σταθερής δέσμευσής τους σε μακροχρόνιες πολιτικές περαιτέρω ολοκλήρωσης. Εκείνων μάλιστα που θα διαπερνούν το σκληρό πυρήνα του εθνικού-κράτους. Από το κυνήγι του εφιάλτη έως τη διεκδίκηση του ονείρου. Οδηγώντας την Ευρώπη στα όρια του εφικτού. Σε ανάποδη ανάγνωση, «quinon proficit deficit». Οποιος δεν προχωρά, πάει προς τα πίσω. Με ή χωρίς πολιτική ορθότητα.
Ο κ. Σωτήριος Κ. Σέρμπος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Πρώην διπλωματικός σύμβουλος του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.