Η παραίτηση της παλαιστινιακής κυβέρνησης την περασμένη Δευτέρα (26/2) ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενη. Αυτή η εξέλιξη δεν αποτελεί απόρροια διαφωνιών ή κάποιου γεγονότος που διατάραξε τις σχέσεις του προέδρου, Μαχμούντ Αμπάς, με τον μέχρι πρότινος πρωθυπουργό, Μοχάμαντ Στάγιε. Αντιθέτως, όπως πληροφορούμαστε, στους κλειστούς κυβερνητικούς κύκλους στη Ραμάλα ήταν γνωστό ήδη από το καλοκαίρι του 2022 ότι ο ίδιος ο Στάγιε άρχιζε να εκφράζει τη βούλησή του να απεμπλακεί από το κυβερνητικό σχήμα. Μία πρώτη αφορμή αποτέλεσαν οι επεισοδιακές κοινές δηλώσεις των Μαχμούντ Αμπάς και Τζο Μπάιντεν στις 15 Ιουλίου 2022, μετά το πέρας της κατ’ ιδίαν συνάντησής τους στη Βηθλεέμ, με τον δεύτερο να επισημαίνει έντονα και μπροστά στις κάμερες την ανάγκη πάταξης της διαφθοράς στην Παλαιστινιακή Αρχή προκειμένου να συζητηθεί επί σοβαρής βάσεως το ενδεχόμενο σύστασης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Με την πάροδο των ετών, και μέχρι τις παραμονές του πολέμου της 7ης Οκτωβρίου, καλά πληροφορημένες πηγές έφεραν τον Στάγιε να επαναλαμβάνει το αίτημά του να παραιτηθεί, όταν κύκλοι του εξωτερικού συνέχιζαν να υπονοούν πως η έλλειψη μέτρων κατά της διαφθοράς οφειλόταν στην έλλειψη πολιτικής βούλησης συγκεκριμένων παραγόντων, προερχομένων από την κυβερνώσα παράταξη Φατάχ, που διαχειρίζονται τον προϋπολογισμό του διοικητικού μηχανισμού.
Η επίμονη άρνηση του Αμπάς να αποδεχθεί τις εξίσου επίμονες προσπάθειες του Στάγιε να παραιτηθεί, πρόδιδαν την ανησυχία του προεδρικού περιβάλλοντος, πως μια τέτοια εξέλιξη θα εκλαμβανόταν ως σαφής παραδοχή των αιτιάσεων που εκφράζονταν όχι μόνον από κύκλους του εξωτερικού (κυρίως σε Ισραήλ και ΗΠΑ) αλλά και από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης στη Δυτική Οχθη, η οποία σαφώς δεν λησμονεί ότι εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου έχουν να γίνουν από το 2005.
Από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τις παραμονές των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου, η διακυβέρνηση των Δημοκρατικών επέλεξε να ακολουθήσει την πεπατημένη όσον αφορά την αραβοϊσραηλινή διένεξη, ασκώντας παράλληλες πιέσεις τόσο στην κυβέρνηση Νετανιάχου όσο και στον πρόεδρο Αμπάς. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η αμερικανική θεώρηση, αρκεί να ανατρέξουμε στον Νοέμβριο του 1947, παραμονές της ψηφοφορίας της Γ.Σ. του ΟΗΕ που ενέκρινε το σχέδιο διαχωρισμού της Παλαιστίνης, όταν το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ σε σχετική εισήγησή του επεσήμαινε δύο κύριες κατευθύνσεις: Από τη μία, οι ΗΠΑ οφείλουν να δράσουν ώστε «όλες οι χώρες της Μέσης Ανατολής να προσανατολισθούν προς τη Δύση».
Από την άλλη, οι ΗΠΑ οφείλουν «να παράσχουν καθοδήγηση, τόσο προς το Ισραήλ όσο και προς τους Αραβες, προκειμένου να επιλύσουν τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά τους προβλήματα, στον βαθμό που κι εκείνοι επιθυμούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους». Ετσι, οι επιπλήξεις Μπάιντεν τόσο προς τη δεξιότερη κυβέρνηση που αναδείχθηκε ποτέ στο Ισραήλ από τη σύστασή του, όσο και προς τη διακυβέρνηση Αμπάς, πιέζοντάς τη να εξυγιανθεί θεσμικά, απηχούν τις πάλαι ποτέ πρώτιστες βασικές γραμμές που είχε θέσει στον εαυτό της η αμερικανική εξωτερική πολιτική, ήδη από την πρώτη απόπειρα κατανόησης της σύνθετης αραβοϊσραηλινής πραγματικότητας.
Οπως πολλές φορές όμως αποδείχθηκε, τα θεωρητικά σχήματα που ο Λευκός Οίκος ανά περιόδους εκλαμβάνει ως θέσφατα, εντέλει η ανατρεπτική μεσανατολική πραγματικότητα τα επαναξιολογεί. Ετσι, ο πολυμέτωπος πόλεμος που προκάλεσε η επίθεση της Χαμάς στις 7/10/2023, μοιραία ανέδειξε το ερώτημα πώς και από ποιους θα διακυβερνηθεί η Γάζα της επόμενης μέρας.
Ορθά ή λανθασμένα, η ισραηλινή πλευρά θεωρεί ότι στη Γάζα της επόμενης ημέρας, παράλληλα με την επ’ αόριστον ισραηλινή στρατιωτική παρουσία, σημαντικό ρόλο πρέπει να αναλάβουν τοπικές πολιτοφυλακές, που θα βρουν την ευκαιρία να «κλείσουν παλιούς λογαριασμούς» με τη Χαμάς, η οποία εν τω μεταξύ (ίσως) θα έχει εξουδετερωθεί.
Αντιθέτως, η διακυβέρνηση Μπάιντεν πιστεύει ότι μόνο μια «ανανεωμένη» (και ει δυνατόν περισσότερο εκδημοκρατισμένη) Παλαιστινιακή Αρχή θα είναι σε θέση να ανακτήσει τον έλεγχο της Γάζας, όπως όριζαν οι ξεχασμένες συμφωνίες του Οσλο. Με αυτό το σκεπτικό, ενώ η διακυβέρνηση Μπάιντεν τον Ιούλιο του 2022 έκρινε την Παλαιστινιακή Αρχή ως περίπου «μη νομιμοποιημένη ηθικά» να απαιτεί την αναβάθμισή της σε ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, τώρα είναι η ίδια διακυβέρνηση Μπάιντεν που τη θεωρεί ικανή να αναλάβει το δύσκολο εγχείρημα να διακυβερνήσει στο μέλλον μια κατεστραμμένη λωρίδα γης με πλείστα σύνθετα προβλήματα. Σύμφωνα πάντα με την αμερικανική θεώρηση, τώρα η Παλαιστινιακή Αρχή δεν καλείται μόνο να δηλώσει παρούσα στη μεταπολεμική Γάζα. Καλείται, παράλληλα, να παρακολουθήσει ταχύρρυθμα μαθήματα χρηστής διοίκησης και εκδημοκρατισμού, προκειμένου, ενόσω διαρκούν οι μάχες στη Γάζα, να αρχίσει να βάζει σε μια σειρά, πρωτίστως, τα του οίκου της, στις πόλεις της Δυτικής Οχθης, τις οποίες, στην πραγματικότητα, ελέγχει μόνο μερικώς.
Η παραίτηση της κυβέρνησης Στάγιε δεν έχει δώσει ακόμη τη σκυτάλη στη διάδοχη κατάσταση. Οπως έχει διακηρυχθεί, η νέα κυβέρνηση θα αποτελείται από τεχνοκράτες, χωρίς παραταξιακό παρελθόν. Επικεφαλής του νέου κυβερνητικού σχήματος προορίζεται ο οικονομολόγος Μοχάμαντ Μουστάφα, νυν πρόεδρος του Παλαιστινιακού Ιδρύματος Επενδύσεων (Palestine Investment Fund), ο οποίος είχε διατελέσει ανώτατος οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Αμπάς και μη παραταξιακό μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της PLO. Ενόσω τα ονόματα που θα τον πλαισιώσουν δεν ανακοινώνονται ακόμη, οι ζυμώσεις στη Ραμάλα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού θεωρείται δεδομένο ότι ο κατάλογος των υποψήφιων υπουργών θα τύχει ιδιαίτερης διαβούλευσης με τον αμερικανικό παράγοντα, που δίνει ιδιαίτερη σημασία στη δημιουργία μιας ανανεωμένης-άφθαρτης διακυβέρνησης, που θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη κατ’ αρχάς της παλαιστινιακής κοινωνίας στη Δυτική Οχθη, με απώτερο σκοπό να καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και του μέσου κατοίκου της Γάζας μετέπειτα.
Η παλαιστινιακή κοινωνία της Δυτικής Οχθης είναι μικρή και, κυρίως, κατακερματισμένη παραταξιακά, ανά πόλεις και σε βαθμό θρησκευτικότητας. Κάθε δημόσιο πρόσωπο, «τεχνοκράτης» ή μη, έχει το δικό του (πιθανόν αμφιλεγόμενο) παρελθόν. Αδηλο παραμένει με ποιον τρόπο θα αγνοηθούν δημόσια πρόσωπα, φιλικά προσκείμενα στη Χαμάς, που συντηρεί ζωηρή την επιρροή της στο φοιτητικό κίνημα – τον μοναδικό δημοκρατικά νομιμοποιημένο πολιτικό δρώντα στη σημερινή Δυτική Οχθη.
Η διακυβέρνηση Μπάιντεν εκτιμά πως κατά την τρέχουσα παλαιστινιακή πραγματικότητα, μια κυβέρνηση τεχνοκρατών θα καταφέρει να εξωραΐσει σε σύντομο πολιτικό χρόνο διαχειριστικές πρακτικές δεκαετιών, θα εμπνεύσει μια κοινωνία, που βιώνει μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές της εθνικής της αυτοθεώρησης – αναθέτοντάς της εντέλει την ευθύνη της διακυβέρνησης δυόμισι εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια Γάζα μεταπολεμική. Πρόκειται για ένα εγχείρημα δύσκολο – και η μεσανατολική πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, θα το κρίνει.
* Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.